Δημήτρης Φύσσας
Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης.
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Εστία,
σελ. 313, τιμή 15 ευρώ

Το τοπίο της Μακρονήσου έχει ταυτιστεί στις σελίδες της μεταπολεμικής λογοτεχνίας με τη βία, τον θάνατο και την ερήμωση. Ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Νίκος Κάσδαγλης έχουν υποδείξει με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο (ο ένας στο επίπεδο της πολιτικής αλληγορίας, ο άλλος στο επίπεδο της ωμής πραγματικότητας) τα δεινά που υπέστησαν όσοι είχαν τη δραματική μοίρα να βρεθούν σε έναν από τους εμβληματικότερους τόπους του Εμφυλίου. Με το καινούργιο του βιβλίο, που έχει τίτλο Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης, ο Δημήτρης Φύσσας επανέρχεται στο διαβόητο κολαστήριο, για να το αντιμετωπίσει από τη σκοπιά μιας λογοτεχνικής γενιάς που χωρίς να διαθέτει άμεση, βιωματική εμπειρία από τον Εμφύλιο έχει αρχίσει εδώ και αρκετό καιρό να δουλεύει πάνω στην επεξεργασία των τραυμάτων του.

Από το βιβλίο απουσιάζουν προγραμματικά η κεντρική πλοκή και ο ενιαίος μύθος. Βασισμένος σε έναν μεγάλο αριθμό τεκμηρίων, αντλημένων από τις εφημερίδες και τα περιοδικά της περιόδου, και έχοντας ανατρέξει και σε καθαρώς ιστορικές πηγές, ο Φύσσας φτιάχνει ένα μυθιστόρημα τεκμηρίων. Ενα σύνολο από πολλές, ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες, που καταλήγουν σε ενιαίο πεδίο, στο πεδίο μιας βασανισμένης και ταυτοχρόνως βασανιστικής εποχής η οποία θα επιφυλάξει στους ανώνυμους πρωταγωνιστές της τη χειρότερη τύχη: έναν κατ’ εξακολούθηση βιασμό, μια παρατεταμένη σωματική και ψυχική ατίμωση. Τι ακριβώς, όμως, θα συμβεί στους έγκλειστους της Μακρονήσου; Μα τι άλλο από το να αντικρίσουν κατά πρόσωπο το μένος των βασανιστών τους, που θα τους ξυλοφορτώσουν αλύπητα, αφήνοντάς τους να κατρακυλήσουν μέχρι την τελευταία βαθμίδα της ανθρώπινης ύπαρξης;
Πρώτα είναι τα μαρτύρια του κορμιού. Πολυάριθμες ομάδες αλφαμιτών θα λιανίσουν ένα προς ένα τα θύματά τους όχι μόνο βγάζοντας τα νύχια τους και δοκιμάζοντας επί ώρες στα πόδια τους τη φάλαγγα, αλλά και σπάζοντας τα κόκαλα ή καταστρέφοντας τα ζωτικά τους όργανα. Και το νοσοκομείο δεν θα αποτελέσει παρά σπανίως σε τέτοιες περιπτώσεις τη σωτηρία αφού και μετά το εξιτήριο και την επιστροφή στη Μακρόνησο τα βασανιστήρια θα συνεχιστούν αμείωτα, αν δεν αποκτήσουν βαρύτερη μορφή. Και τα ψυχικά μαρτύρια; Αυτά θα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας τα επαχθέστερα. Γιατί ο σκοπός του σωματικού βασανισμού είναι ένας και μοναδικός: να αποσπαστεί από τον έγκλειστο δήλωση μετανοίας για τα πολιτικά του φρονήματα ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής ή έστω συνοδοιπόρος. Και η δήλωση παρ’ όλα αυτά δεν αρκεί για να κλείσει ο κύκλος. Ο δηλωσίας θα χρειαστεί να κάνει πολύ περισσότερα: να την εκφωνήσει αμέτρητες φορές στα προγράμματα καθημερινής προπαγάνδας, να τη δει να δημοσιεύεται κατ’ επανάληψη στον Τύπο, να πρέπει εξ αυτής να γίνει και ο ίδιος κάποια στιγμή αλφαμίτης ή, το εφιαλτικότερο όλων, να παρευρεθεί στο πολεμικό μέτωπο του Εμφυλίου ενταγμένος στις τάξεις του Εθνικού Στρατού.
Εφαρμόζοντας τα διδάγματα της σχολής Βαλτινού, ο Φύσσας έχει μοντάρει προσεκτικά και με αποδραματοποιημένο τρόπο τα υλικά του, μοιράζοντας τις πολιτικές και τις ηθικές ευθύνες. Προηγείται το μεταπολεμικό κράτος που μετά τη λευκή τρομοκρατία στα αστικά κέντρα θα εξοντώσει τους κομμουνιστές στη Μακρόνησο, ακολουθεί το ΚΚΕ με την πολιτική ανεξίτηλου στιγματισμού των δηλωσιών: πολιτική χωρίς καμία λογική και κανένα πρακτικό αντίκρισμα –οι κομμουνιστές δεν θα αρνηθούν ποτέ την πίστη τους και το Κόμμα δεν θα αποκομίσει το παραμικρό πολιτικό κεφάλαιο. Οσο για τη βία της Μακρονήσου, θα βρει το αντιστάθμισμά της από τη μεριά του αντίπαλου δέους σε δολοφονίες προσώπων όπως η Ελένη Γκατζογιάννη και ο Χρήστος Λαδάς.
Ολα αυτά, ωστόσο, ισχύουν μόνον όσο μιλάμε για τον λόγο των τεκμηρίων. Διότι όταν ο Φύσσας παρεμβάλλει μεταξύ των τεκμηρίων τον λόγο του ήρωά του, ο οποίος συγκεντρώνει κάθε λογής αρχεία προκειμένου να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη Μακρόνησο, η απογυμνωμένη δραματουργία του ντοκουμέντου καλείται να παραδώσει τη θέση της στις αποφάνσεις ενός ιστοριοδίφη που όντας κυριαρχημένες από τον συναισθηματισμό, το διδακτικό ύφος και την ηθικολογία ανακόπτουν κάθε έννοια αναστοχασμού και συζήτησης περί ευθυνών. Και στο σημείο αυτό το βιβλίο παρουσιάζει ένα επιπλέον πρόβλημα: αδυνατεί να συνδέσει τη Μακρόνησο με τη σημερινή κρίση και την κατάσταση βαθμιαίας οικονομικής εξαθλίωσης του ήρωα-επίδοξου συγγραφέα. Εκτός κι αν διαβάσουμε τα δεινά των Μακρονησιωτών ως αναλογία για τα δεινά των ημερών μας. Λείπει, όμως, για κάτι τέτοιο ο οποιοσδήποτε αιτιολογικός σύνδεσμος αφού ο επίδοξος συγγραφέας δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του τίποτε παραπάνω από το να αναλωθεί στην πολιτικολογία και στην καταγγελία των πάντων.
Κατά τα άλλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδέα της αναφοράς στους τούρκους αιχμαλώτους της Μακρονήσου το 1913 (ένας προάγγελος των κατοπινών ελληνικών παθών), αλλά μάλλον περιττεύει τώρα η επινόηση του προσώπου της τουρκάλας δημοσιογράφου Νιλουφέρ Αταλάρ που έχει έρθει στην Ελλάδα για να διερευνήσει το θέμα. Η ιστορία των τούρκων Μακρονησιωτών έχει καλυφθεί διακριτικά από τις υστερόχρονες ελληνικές μαρτυρίες και η Νιλουφέρ μοιάζει να μην έχει να προσθέσει κάτι κρίσιμο σ’ αυτές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ