Λεονάρδο Παδούρα
Αιρετικοί
Μετάφραση Κώστας Αθανασίου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015,
σελ. 800, τιμή 22,36 ευρώ

Τον έχουν αποκαλέσει «Ντάσιελ Χάμετ της Αβάνας». Ο Λεονάρδο Παδούρα δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων τα οποία απλώς διαδραματίζονται στη σύγχρονη Κούβα. Οταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δημιούργησε τον πρωταγωνιστή των ιστοριών του, τον πρώην αστυνομικό Μάριο Κόντε, φιλοδοξούσε να κάνει ό,τι είχε κάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Τζον Απντάικ με την τετραλογία του Ράμπιτ Ανγκστρομ. Ο Λεονάρδο Παδούρα βέβαια έγραψε περισσότερα βιβλία με ήρωα το alter ego του. Μοιάζουν πολύ άλλωστε οι δυο τους: έχουν γεννηθεί λ.χ. την ίδια χρονιά, μικροί ήθελαν να γίνουν αστέρες του μπέιζμπολ, έχουν δημοσιογραφήσει, αγαπούν τον Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ. Αν πάντως αντικαταστήσετε το «αμερικανικό όνειρο» –τις προσδοκίες, τις αντιφάσεις και τις ματαιώσεις του –με την «επανάσταση» στο πανέμορφο νησί της Καραϊβικής (και του Φιντέλ Κάστρο), σχηματίζετε αμέσως εικόνα για το έργο του 60χρονου κουβανού συγγραφέα που απολαμβάνει διεθνή δημοφιλία. Επιστέγασμά της υπήρξε η επιτυχία του (εκτός σειράς) μυθιστορήματός του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» με δραματουργικό πυρήνα τη δολοφονία του Λέοντος Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ το 1940 στο Μεξικό. Ο Λεονάρδο Παδούρα, ο οποίος δεν ταυτίζεται ούτε με το καθεστώς στην πατρίδα του ούτε με την εξόριστη αντιπολίτευση στο γειτονικό Μαϊάμι, αναζητούσε έναν ισορροπημένο τρόπο να περάσει στη «σκοτεινή πλευρά» της κουβανέζικης ιστορίας και κοινωνίας (να γράψει για τα προβλήματα που έβλεπε γύρω του, τη διαφθορά, τη φτώχεια, την υποκρισία, την καταπίεση, την ιδεολογική αποσάθρωση) και τον βρήκε στη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος που, ως γνωστόν, συνιστά την καλύτερη «πρόφαση». Τούτη την εποχή πραγματοποιεί μια παγκόσμια περιοδεία –από τη Νότια Αμερική ως το Ισραήλ, μέσω Ευρώπης ασφαλώς –προκειμένου να προωθήσει το νέο του βιβλίο. Οι «Αιρετικοί» είναι πολλά πράγματα μαζί: ένα αστυνομικό, ιστορικό, φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό μυθιστόρημα αλλεπάλληλων επιστρώσεων, γραμμένο από έναν συγγραφέα στο απόγειο των δυνατοτήτων του. Το 1939 το πλοίο «Σεντ Λούις», στο οποίο επιβαίνουν περισσότεροι από εννιακόσιοι Εβραίοι, δένει στο λιμάνι της Αβάνας αλλά περιμένει για αρκετές ημέρες την άδεια των τοπικών αρχών για την αποβίβαση όσων θέλησαν να γλιτώσουν από τη ναζιστική λαίλαπα.

Ο Ντανιέλ Καμίνσκι, παιδί ακόμη τότε, πηγαινοέρχεται στην αποβάθρα, μαζί με τον δερματοτεχνίτη θείο του, ελπίζοντας ότι ο πατέρας, η μητέρα και η αδελφή του θα καταφέρουν εν τέλει να πατήσουν στο νησί, εκμεταλλευόμενοι την αξία ενός μικρού πίνακα που αποδίδεται στον Ρέμπραντ, ένα οικογενειακό κειμήλιο από τον 17ο αιώνα. Το πλοίο όμως επιστρέφει στην Ευρώπη. Η συνέχεια είναι το Ολοκαύτωμα.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2007, όταν ο ίδιος μικρός καμβάς βγαίνει σε δημοπρασία στο Λονδίνο, ο ζωγράφος Ελίας Καμίνσκι, γιος του Ντανιέλ, καταφθάνει στην Αβάνα για να διαλευκάνει ένα μυστηριώδες παρελθόν που, όπως αποδεικνύεται, το στοιχειώνει ένα έγκλημα. Ο Μάριο Κόντε επιστρατεύεται και σε αυτή την υπόθεση. Σταδιακά αποκαλύπτεται ότι εκείνη «η προσωπογραφία ενός νεαρού Εβραίου που έμοιαζε υπερβολικά με τη χριστιανική εικόνα του Μεσσία» ανήκε στην πραγματικότητα σε κάποιον που διακινδύνευσε τα πάντα για να μάθει την τέχνη της ζωγραφικής στο εργαστήρι του μεγάλου ολλανδού δασκάλου –κάπως έτσι φθάνουμε και στις φρικιαστικές σφαγές των Εβραίων στην Πολωνία μεταξύ 1648 και 1653.
Λίγο πριν από την έλευσή του στην Αθήνα ο Λεονάρδο Παδούρα συνομίλησε με «Το Βήμα» για τους «Αιρετικούς», τη θέση της Κούβας στον σημερινό κόσμο και τη δική του θέση, ως ατόμου και συγγραφέα, στην πατρίδα του.
Σας απασχολεί έντονα στους «Αιρετικούς» η ιδέα της ελευθερίας, η ελευθερία του ατόμου και η ελευθερία του καλλιτέχνη. Εσείς, ως Κουβανός και ως συγγραφέας, πόσο ελεύθερος αισθάνεστε;
«Η αναζήτηση της ελευθερίας είναι πράγματι ένα από τα κεντρικά θέματα του μυθιστορήματος. Επειδή όμως δεν με ενδιέφερε το βιβλίο να διαβάζεται με τρόπο κλειστό, πιθανώς πολιτικό, αποφάσισα να ανοίξω τα όρια του ιστορικού χρόνου, των κοινωνικών συνθηκών, του χαρακτήρα των προσώπων που βιώνουν αυτή τη σύγκρουση. Γι’ αυτό το μυθιστόρημα κάνει μια γέφυρα, από το Αμστερνταμ του Ρέμπραντ και του 17ου αιώνα ως μια νεαρή Κουβανή του 21ου αιώνα. Με αυτή τη σύλληψη μπόρεσα να δουλέψω με μεγαλύτερη ελευθερία μιλώντας, ακριβώς, για την ίδια την ελευθερία, αφού πιστεύω πως το θεμελιώδες σε αυτό το μυθιστόρημα είναι η σχέση του ατόμου με το δικαίωμά του να επιλέγει και, επιπλέον, η πραγματικότητα ότι σε πολλές εποχές και τόπους αυτό το δικαίωμα πρέπει να κατακτάται, ενίοτε με τίμημα αρκετά υψηλό».
Πάντοτε όμως γράφετε εκκινώντας από προβληματισμούς του παρόντος, έτσι δεν είναι; Υπάρχουν όψεις του σύγχρονου κόσμου που σας ανησυχούν;
«Η λογοτεχνία δεν πρέπει να δουλεύει μόνο με το συγκυριακό, αλλά κυρίως με το μόνιμο. Γι’ αυτό αποφεύγω όσο μπορώ να αφήνω την πολιτική να μπαίνει στα μυθιστορήματά μου. Η πολιτική είναι ευμετάβλητη, σε μεγάλο βαθμό κόρη της ευκαιρίας, ενώ τα συναισθήματα των ανθρώπων είναι πιο ανθεκτικά. Ωστόσο θεωρώ ότι ο σημερινός κόσμος μοιάζει πολύ με εκείνον της δεκαετίας του 1930: μεγάλη οικονομική κρίση, μεγάλη σύγχυση στις ιδεολογίες, πολλές εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας. Σήμερα υπάρχει πια κάτι που ίσως είναι η νέα μορφή ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, αφού υπάρχουν συγκρούσεις πολύ περίπλοκες, στο Μαγκρέμπ, στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, ενώ πίσω τους εμπλέκονται μεγάλες δυνάμεις. Μπορεί να είναι ένας πόλεμος με διαφορετικές μορφές, αλλά είναι πόλεμος, και ανάμεσα στο ορθόδοξο Ισλάμ, στη Ρωσία, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει σήμερα μια πόλωση όχι τόσο προφανής, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι είναι λιγότερο επικίνδυνη από εκείνη της δεκαετίας του 1930 μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού, εθνικισμού και αντισημιτισμού, κ.λπ. Φοβάμαι πολύ για το τι μπορεί να συμβεί τα επόμενα χρόνια, στ’ αλήθεια φοβάμαι».
Σε ένα πρόσφατο άρθρο σας χαιρετίσατε τη διαφαινόμενη νέα φάση στις σχέσεις Κούβας και Ηνωμένων Πολιτειών, εννοώ την «ομαλοποίηση» που εξήγγειλε ο πρόεδρος Ομπάμα. Την πιστεύετε;
«Η πολιτική είναι η τέχνη της ευκαιρίας. Αυτό που έχει συμβεί μεταξύ Κούβας και Ηνωμένων Πολιτειών, τουλάχιστον ως τώρα, υποδηλώνει σημαντικές αλλαγές. Ο ρυθμός, το βάθος, ο τρόπος που αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν τη μακρο- και τη μικροοικονομία είναι πράγματα που πρέπει να δούμε στη συνέχεια, αφού χωρίς αμφιβολία θα είναι μια διαδικασία μακρά και περίπλοκη, ύστερα από πενήντα χρόνια εχθρικής σχέσης. Αυτή τη στιγμή η Κούβα δεν είναι έτοιμη για μια μεγάλη αλλαγή, ούτε καν για πολλές μικρές αλλαγές, παρ’ όλο που τις χρειάζεται. Στο επίπεδο της οικονομίας της, είναι πολύ απροστάτευτη, με μεγάλες αδυναμίες και ανάγκες, ειδικά όσον αφορά την παραγωγικότητα, την αποδοτικότητα και τις επενδύσεις, με μια υποδομή γερασμένη και σε πολύ κακή κατάσταση. Και μόνο το γεγονός ότι ενδεχομένως ο αριθμός των επισκεπτών στην Κούβα μπορεί να αυξηθεί από τα τρία εκατομμύρια, που ήταν το 2014, σε τέσσερα ή πέντε, στη διάρκεια αυτής της χρονιάς, θα είναι αναστάτωση και πρόβλημα, αφού προς το παρόν δεν νομίζω ότι υπάρχει ούτε καν αρκετό εμφιαλωμένο νερό για να ικανοποιήσει μια τόσο αυξημένη ζήτηση. Ομως αυτή η αύξηση χρειάζεται για να λειτουργήσει καλύτερα η οικονομία και για να ζήσει καλύτερα ο κόσμος μακροπρόθεσμα! Είναι ένα πανόραμα πολύ περίπλοκο και μη μου ζητήσετε να το εξηγήσω καλύτερα, γιατί δεν είμαι οικονομολόγος».

Ολοι αντιλαμβάνονται, υποθέτω, ότι η Κούβα δεν είναι Βόρεια Κορέα. Τι πήγε όμως στραβά όλα αυτά τα χρόνια; Με τον Ραούλ Κάστρο πλέον στο τιμόνι, τι συμβαίνει στη χώρα;
«Ασφαλώς η Κούβα δεν είναι Βόρεια Κορέα. Δεν ήταν καν ίδια με την ΕΣΣΔ, παρά τη σχέση εξάρτησης από τη Μόσχα που είχε το νησί. Νομίζω όμως πως το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι για πολλά χρόνια η χώρα διευθυνόταν κυρίως με πολιτικές λύσεις χωρίς να συνεκτιμάται το εφικτό αλλά και το οικονομικό τίμημα που αυτές συνεπάγονταν. Σήμερα πληρώνουμε σ’ έναν βαθμό τις επιπτώσεις αυτού του πολιτικού ρομαντισμού. Η λύση είναι, πιστεύω, να έχουμε μια οπτική πιο ρεαλιστική για την πραγματικότητα, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία. Ο Ραούλ Κάστρο έχει εισαγάγει πολλά μέτρα, μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας, που αρχίζουν από τη μεταναστευτική πολιτική και φθάνουν ως τη διαδικασία αποκατάστασης των σχέσεων με τις ΗΠΑ, περνώντας από το άνοιγμα στη μικρή επιχείρηση και τις κοοπερατίβες, τον ανοιχτό αγώνα κατά της διαφθοράς των δημοσίων υπαλλήλων και των κουβανέζικων ή ξένων επιχειρήσεων, την παραχώρηση μικρών χώρων ελευθερίας στους πολίτες που ξεκινούν από τη δυνατότητα να έχουν κινητό τηλέφωνο ή να αγοράζουν κομπιούτερ ως το να μπορούν να μένουν σε ξενοδοχείο και να πουλάνε το σπίτι τους. Φαντάζεστε μια χώρα του 21ου αιώνα όπου ο πολίτης δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο ή έστω να έχει κινητό;».

«Είμαστε παιδιά της δυτικής κουλτούρας»

Ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι πλέον διαδεδομένες στερεοτυπικές αντιλήψεις για την Κούβα στον υπόλοιπο κόσμο; Και ποιες είναι οι έξωθεν αλήθειες;

«Εξω από την Κούβα υπάρχουν δύο ανταγωνιστικές οπτικές πολύ γενικευμένες: μία που έρχεται από τη Δεξιά και βλέπει την Κούβα σαν μια σοσιαλιστική κόλαση και μια δεύτερη, από την Αριστερά, που βλέπει εδώ έναν σοσιαλιστικό παράδεισο. Εγώ πιστεύω πως η Κούβα δεν είναι κανένα από τα δύο, αν και όντως είναι σοσιαλιστική, με ανοίγματα όμως όλο και πιο αισθητά, έστω κι αν είναι μικρά και πρέπει να αυξηθούν. Το σίγουρο είναι ότι στην Κούβα πολύς κόσμος ζει σε επίπεδα σχεδόν επιβίωσης, πολύς κόσμος ζει με δυσκολίες, ενώ μια μικρή ομάδα, πολιτικά και οικονομικά ευνοημένη (ακόμη και από τις πρόσφατες αλλαγές), ζει πολύ καλύτερα. Το πρόβλημα τώρα είναι αυτό και μοιάζει με πολλά αντίστοιχα στον υπόλοιπο κόσμο: κάποιοι γίνονται φτωχότεροι και κάποιοι γίνονται πλουσιότεροι, αν και η αλήθεια είναι πως δεν συμβαίνει με τα επίπεδα ανισότητας που συναντά κανείς σε άλλα μέρη, αφού νομίζω, επιπλέον, πως το φορολογικό σύστημα στην Κούβα είναι εκείνο που απαιτεί τους πιο υψηλούς φόρους στον κόσμο. Αυτό, ενώ αναγνωρίζεται ως ένας τρόπος αναδιανομής του πλούτου, στο βάθος είναι ένας τρόπος να αποφεύγεται ο πλουτισμός ενός κομματιού του πληθυσμού».
Μου έκανε εντύπωση κάτι που γράφετε στο βιβλίο, ότι είναι περίπλοκο να είσαι Εβραίος συγκεκριμένα και, επιπλέον, ότι το εθνικό συναίσθημα των Κουβανών είναι συγκεκριμένα ο φθόνος. Συμφωνείτε, υποθέτω, ότι ο άνθρωπος εν γένει είναι περίπλοκος. Αυτό πάλι που λέτε για τον φθόνο θα μπορούσε να ισχύει και για τους Ελληνες, για όλους…
«Πιστεύω ότι η ανθρώπινη συνθήκη είναι ίδια σε όλο το ανθρώπινο είδος, διαφοροποιείται όμως μόνο ανάλογα με την κουλτούρα. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω πώς θα συμπεριφερθεί ένας Θιβετιανός ή ένας Ιάπωνας μπροστά σε συγκεκριμένες κοινωνικές και ανθρώπινες συνθήκες, αφού δεν γνωρίζω την κουλτούρα τους. Ομως οι Κουβανοί είμαστε παιδιά της δυτικής κουλτούρας, της ιουδαιοχριστιανικής ηθικής κληρονομιάς και της ελληνολατινικής κουλτούρας, οπότε μη σας προκαλεί έκπληξη το ότι μπορούμε να έχουμε ίδια στάση μπροστά σε παρόμοιες συγκρούσεις. Ενας Κουβανός, για παράδειγμα, κατανοεί στην εντέλεια τους ελληνικούς μύθους, αφού δεν τους μαθαίνουμε μόνο στο σχολείο αλλά τους ζούμε στην πράξη στη ζωή μας. Και αν οι Ελληνες δείχνουν φθόνο, ε, λοιπόν, εμείς οι Κουβανοί τούς κερδίζουμε! Η επιτυχία του διπλανού είναι κάτι που πολύς κόσμος στην Κούβα δεν συγχωρεί».
  • Τα βιβλία του Λεονάρδο Παδούρα που έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι: «Αντιός, Χέμινγουεϊ» (2007), «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη» (2009), «Μάσκες» (2010) και «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (2011) που απέσπασε και το Athens Prize for Literature το 2012. Οι «Αιρετικοί» κυκλοφορούν τη Δευτέρα 16 Μαρτίου. Ο κουβανός συγγραφέας παρουσιάζει το νέο του μυθιστόρημα την Τρίτη 17 Μαρτίου (ώρα 9 μ.μ.) στο Public Cafe στην πλατεία Συντάγματος. Συνομιλούν μαζί του η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη και ο μεταφραστής του Κώστας Αθανασίου, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την υλοποίηση αυτής της συνέντευξης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ