ΣΤΑΝΙΣΛΑΣ ΤΟΜΚΙΕΒΙΤΣ
Η κλεμμένη εφηβεία
Μετάφραση – επιμέλεια:
Γρηγόρης Αμπατζόγλου, Δημήτρης Πλουμπίδης.
University Studio Press, 2012,
σελ. 274,τιμή16ευρώ

Το 1942, σε ηλικία 17 ετών, έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Απέτυχε και στις δύο για διαφορετικούς λόγους –ευτυχώς, θα λέγαμε, για τους νέους ανθρώπους που βρέθηκαν αργότερα στο διάβα του και για τη θεραπευτική επιστήμη εν γένει. Η πρώτη, όπως αφηγείται ο διεθνούς εμβέλειας πολωνοεβραίος ψυχίατρος Στανισλάς Τομκίεβιτς (1925-2003) στην άκρως ενδιαφέρουσα προσωπική του μαρτυρία Η κλεμμένη εφηβεία (L’ adolescence volée, 2002), ήταν «της πλάκας» και οφειλόταν σε ένα ανυπόφορο αίσθημα ενοχής.

Μέσα στην αυγουστιάτικη κόλαση των μαζικών εξολοθρεύσεων στο γκέτο της Βαρσοβίας από τους ναζιστές –6.000 δολοφονίες την ημέρα –ο ίδιος έχασε από τα μάτια του την Ντανούτα, την καλύτερη φίλη της Νέλι, με την οποία ήταν ερωτευμένος. Θόλωσε όταν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη δειλία του. Επιχείρησε τότε να κόψει τις φλέβες του, αλλά το τελετουργικό στράβωσε επειδή έριξε πάνω στις ξυραφιές κρύο νερό «ενώ έπρεπε να ανοίξω το ζεστό νερό ώστε να τρέξει πολύ αίμα».
Οταν πλέον το γκέτο (που λίγο αργότερα θα εξεγείρετο) από τους 400.000 κατοίκους έφθασε να αριθμεί τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς τις 50.000, ίσως και 40.000 ψυχές, εκείνος αποπειράθηκε για δεύτερη φορά να αυτοκτονήσει με 80 βαρβιτουρικά δισκία για λόγους ακόμη «πιο επιπόλαιους» και μάλιστα «χωρίς βότκα».
Η επίφαση εν προκειμένω ήταν μια αποτυχημένη κλοπή από μικρά ηλεκτρικά κουταλάκια –επρόκειτο για έναν αυτοσχέδιο και περίεργο τρόπο βράσης του νερού με τη χρήση καλωδίων –αλλά η αιτία ήταν ένα βαθύ αίσθημα αναξιότητας, μια «περιφρόνηση απέναντι στον εαυτό μου» που καλλιεργήθηκε από «την πιο καυτή ταπείνωση της ζωής μου». Αυτή επήλθε μετά από μια αποτυχημένη (τουλάχιστον την πρώτη φορά) προσπάθεια να δραπετεύσει από ένα στρατόπεδο εργασίας: ένας μπόγιας των SS τον ξεγύμνωσε σε μια πλατεία για να αποκαλυφθούν τα κλεμμένα χρήματα που είχε κρύψει μέσα στο εσώρουχό του –ήταν μια εξευτελιστική νύχτα σε μια ήσυχη πλατεία της κατεχόμενης Πολωνίας, όταν το επιθετικό φως των προβολέων και τα ραπίσματα του μαστιγίου έπεσαν στο πρόσωπό του.
Το τρένο του θανάτου


Ο μικρός κοκκινοτρίχης, που αργότερα θα γινόταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας και θα ελάμβανε ενεργό μέρος στο κίνημα του γαλλικού Μάη του 1968 από το δικό του μετερίζι, ήταν αστικής καταγωγής και δεν ανεχόταν μέσα στην ιδιότυπη φυγοπονία του ούτε τη χειρωνακτική εργασία ούτε τον προλεταριακό τρόπο ζωής –γι’ αυτό τον κατηγορούσαν πρώτοι από όλους οι «νομιμόφρονες» γονείς του, οι οποίοι ήθελαν να τον προστατεύσουν, αλλά το 1943 τελικώς «δεν σφάχτηκαν, παρά μερικούς μήνες αργότερα γαζώθηκαν με ένα μυδράλιο και δεν πέθαναν σε θαλάμους αερίων».
Πολλοί βέβαια χάθηκαν, συγγενείς μα και άγνωστοι, σε εκείνη τη ζοφερή πορεία γραφειοκρατικοποίησης του αφανισμού, για να θυμηθούμε τον Αντόρνο, από την «πλατεία μετεπιβιβάσεων» (Umschlagplatz) προς τα στρατόπεδα εξόντωσης, μέσα από τα δρομολόγια του «τρένου του θανάτου» που είχε ακίνδυνους (υποτίθεται) προορισμούς, την Τρεμπλίνκα και το Μάιντανεκ.
Με έναν τρόπο κινηματογραφικό ο Τομκίεβιτς, που από μικρός ήθελε να γίνει γιατρός και να σώσει τον κόσμο, πήδηξε από το τρένο και ξέφυγε προσωρινά περνώντας στην παρανομία, πλην όμως τον Αύγουστο του 1943 κατέληξε έγκλειστος στο Μπέργκεν – Μπέλσεν, όπου συνάντησε και έλληνες εβραίους από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, «εξαιρετικούς ανθρώπους με ένα πολύ υψηλό επίπεδο καλλιέργειας, οι οποίοι μιλούσαν τέλεια γαλλικά». Ακολούθησε, μετά την ήττα της Γερμανίας, η μακρά ανάρρωσή του σε νοσοκομεία και σανατόρια της Γαλλίας, όπου έφθασε φυματικός το 1945.
Παρηγορητικό αφήγημα


Το βιβλίο, ξέχειλο από έναν στοχαστικό αυτοσαρκασμό που αγγίζει τα όρια μιας απελευθερωτικής μακαβριότητας, είναι ένα «είδος αυτοβιογραφίας» (όπως εκείνος την εξιστόρησε στην πολύτιμη φίλη του Μισέλ Βερνάν). Ο Τομκίεβιτς σπάζει τη σιωπή για τα ανέγγιχτα σκοτάδια της ψυχής του έπειτα από πολλά χρόνια, μια «υπαρξιακή στρατηγική», σύμφωνα με τον ίδιο, που δεν είδε ποτέ τον εαυτό του ως θύμα, καθώς «η μοίρα της ψυχολογικής οδύνης μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από την κοινωνική μοίρα».
«Για να ζήσω» μας αφοπλίζει «είχα ανάγκη να ξεχάσω». Και πράγματι ο αναγνώστης συναισθάνεται τους εσώτερους και πολυπρισματικούς ελιγμούς ενός ανθρώπου που για να γαληνέψει και να ζήσει φυσιολογικά διεκδίκησε την αυτονομία του μέσα στην αναπόφευκτη αναγκαιότητα της συλλογικής μνήμης. «Εργάζομαι με εφήβους επειδή μου έκλεψαν την εφηβεία μου» απεφάνθη για τις ρίζες της επαγγελματικής πορείας του και το ανθρωπιστικό έργο του, ευρηματικό ως προς τις μεθόδους αποκατάστασης και στον αντίποδα των θεσμικών μορφών βίας, με το οποίο επικεντρώθηκε στα παιδιά με αυτισμό και πολυαναπηρίες αλλά και στην παραβατικότητα των ανηλίκων.
Η κλεμμένη εφηβεία, που δεν εκβιάζει ούτε για μια στιγμή τη συγκίνηση του αναγνώστη, είναι ένα αφήγημα βαθιά αισιόδοξο και παρηγορητικό. Ενσαρκώνει τη δύναμη που μετατρέπει το προσωπικό τραύμα σε κοινωνικό πεπρωμένο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ