Η γεύση, η μνήμη, η φωνή των πραγμάτων, ο φωτισμός των χώρων, οι οπτικές και οι ακουστικές τέχνες: τα νήματα που διατρέχουν την πεζογραφία και τον δοκιμιακό λόγο του Γιάννη Ευσταθιάδη μπλέκονται αξεχώριστα το ένα μέσα στο άλλο, αλλά εκείνο που κυριαρχεί σίγουρα στα δύο καινούργια βιβλία του είναι η μουσική. Μουσική για τα τρία κάπως εκτενή διηγήματά του, που φιλοξενούνται στη συλλογή Ανθρωποι από λέξεις, μουσική και για τα 30 σύντομα δοκίμιά του που εντάσσονται στον τόμο Προσωπολατρίες και ξεκινούν από τον Ρίλκε και τον Σκαλκώτα, προχωρούν με τον Καβάφη, τον Κοσμά Πολίτη, τον Σεφέρη, τον Σινόπουλο, τον Καρούζο και τη Δημουλά και φθάνουν ως τους ποιητές της γενιάς του 1970 και του 1980.
Η μουσική παίζει τον ρόλο ενός σκοτεινού καταλύτη ενεργώντας σαν μια υπόγεια και σαφώς ανεξέλεγκτη δύναμη, που οδηγεί στο βίαιο πάθος και στην καταστροφή. Η «Γενοβέφα» του Σούμπερτ (ένα απεγνωσμένο ερωτικό μελόδραμα) προσφέρει στο «Ο Εψιλον έρως» (ένας εμφανώς ελυτικός τίτλος) το έδαφος για την εμφάνιση μιας ανεύρετης γυναικείας οπτασίας, που θα βυθίσει τον αφηγητή στο παραλήρημα και στο κενό.
Οι «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» του Βάγκνερ (μια άκρως ματαιόδοξη επίκληση της τρέλας) θα συνοδεύσουν στο «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα» (αναφορά σε στίχο του Φεράν Φερνάντεθ) μιαν άλλη καταπόντιση: τον αφανισμό ενός ανθρώπου που είδε στον εαυτό του το πρόσωπο του Θεού. Ενας τέτοιος άνθρωπος θα γνωρίσει τον πιο απροσδόκητο θάνατο και στο «Δον Ιωάννης», υπομένοντας τη μοίρα του «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ (η τιμωρία του ασώτου).
Στα διηγήματα του Ευσταθιάδη η μουσική θα έχει πολλούς συνομιλητές: από την ψυχανάλυση, τον Μπόρχες, τον Ιούλιο Βερν και τον Παπαδιαμάντη ως τον Μπομαρσέ, τον Ορσον Γουέλς, τον Γούντι Αλεν και τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Ο συγγραφέας θα περάσει ακόμη με τα διηγήματά του από το οικολογικό θρίλερ και το ρομάντζο, θα αναμετρηθεί με τον θεατρικό διάλογο και την παρωδία, ενώ δεν θα διστάσει να παρεμβάλει στην αφήγησή του ποιήματα και ιχνογραφήματα, όπως και καταλόγους ρούχων ή μουσικές νότες.
Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή φιλολογική και ναρκισσιστική διάθεση, σ’ έναν ακούραστα παιγνιώδη σχολιασμό και αυτοσχολιασμό, που μας θυμίζει ότι η λογοτεχνία μπορεί να γίνει αυτοαναφορική χωρίς να χάσει την επικοινωνιακή της ικανότητα και να πέσει σε εγκεφαλικούς σκοπέλους.
Φιλοτεχνώντας τα πορτρέτα ποιητών με μεγάλο εργαστηριακό βάθος ή πεζογράφων με έντονη ποιητική πνοή, που έχουν επηρεάσει ποικιλοτρόπως τη θητεία του στην παράδοση του αισθητισμού, ο Ευσταθιάδης θα αναδείξει στις Πρωσοπολατρίες τους στενούς δεσμούς της μουσικής με την ποίηση: η μουσικότητα ως ποίηση και η ποίηση ως μουσική, η μουσική ως γλώσσα και ως στιχουργική μέθοδος, ως μελοποίηση, ως αφηγηματικός τόνος, ως στίχος που ανάγεται στο ύψος της ποίησης. Και επίσης, η μουσική ως εικαστική (φωτογραφική και ζωγραφική) έκφραση, αλλά και ως (ας μην το ξεχνάμε) παραγνωρισμένο και συνάμα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό έργο.
Ο συγγραφέας σπεύδει να προικίσει τα δοκίμιά του με έναν εύγλωττο μύθο ή με μια παραδειγματική πλοκή, φροντίζοντας παράλληλα να προσδώσει στα πεζά του κάτι από το στοχαστικό ύφος και την αναλυτική λειτουργία του δοκιμίου. Είναι μια ευτυχής σε κάθε περίπτωση σύμπραξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ