Ο Τσακ Πόλανικ (όπως ορθά προφέρεται το επώνυμό του) έγινε διάσημος από το πρώτο βιβλίο του, το Fight Club. Τα ευρήματα και η δράση εξασφάλισαν την κινηματογραφική μεταφορά, με πρωταγωνιστές τον Εντουαρντ Νόρτον και τον Μπραντ Πιτ. Μια ιστορία φαντασμαγορική, με πλοκή ικανή να καλύψει την ιδεολογική ασάφεια του μυθιστορήματος. Ο αμερικανός συγγραφέας έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα από το 1996 που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τέσσερα, με πιο πρόσφατο το Είμαστε όλοι στοιχειωμένοι, ένα βιβλίο τόσο άρρωστο που στο τέλος γίνεται αστείο – πιθανόν αυτή είναι και η πρόθεση. Πρόκειται για ένα ψηφιδωτό ανωμαλιών που καταγράφεται με πρόσχημα έναν συγγραφικό διαγωνισμό. Δεκαοκτώ άτομα απαντούν σε μια αγγελία: «Καταφύγιο συγγραφέων: Εγκαταλείψτε τη ζωή σας για τρεις μήνες. Εξαφανιστείτε. Αφήστε πίσω σας οτιδήποτε δε σας αφήνει να δημιουργήσετε το αριστούργημά σας. […] Ζήστε με ομοϊδεάτες σας σε ένα περιβάλλον που παρέχει τη δυνατότητα απόλυτης αφοσίωσης στη δουλειά σας». Το καταφύγιο είναι ένα θέατρο στην ερημιά, χτισμένο με απόλυτη ηχομόνωση ώστε να μη διακόπτει κανένας θόρυβος τις παραστάσεις. Οι συγγραφείς καταλύουν στα καμαρίνια και για τρεις μήνες δεν ξαναβλέπουν το φως του ήλιου – κυριολεκτικά.


Οι φιλοξενούμενοι συγγραφείς έχουν πολύ εύγλωττα παρωνύμια. Η Λαίδη Κλοσάρ είναι μια ζάπλουτη που βρήκε ως χόμπι να ντύνεται κλοσάρ ώστε να διαφυλάσσει την ανωνυμία της: «Στον βαρετό καινούργιο κόσμο όπου όλοι ανήκουν στην ανώτερη μέση τάξη αυτό που θα σε κάνει να απολαύσεις τον μπιντέ σου είναι να αναγκαστείς να κατουράς στον δρόμο για μερικές ώρες. Κόψε το μπάνιο μέχρι να αρχίσεις να ζέχνεις, κι ένα ζεστό ντους θα σου φανεί σαν ταξίδι στη Σονόμα της Καλιφόρνιας για ένα αποτοξινωτικό κλύσμα λάσπης». Η Μητέρα Φύση ασχολείται με μασάζ ρεφλεξιολογίας και ειδικεύεται στον οργασμό της πατούσας. Ο Δολοφόνος Σεφ σκοτώνει τους κριτικούς εστιατορίων που γράφουν άσχημα για τη δουλειά του. Ο Αγιος Σπλαχνικός συνήθιζε στην εφηβεία του να αυνανίζεται στην πισίνα ώσπου υπέστη σοβαρό ατύχημα με το φίλτρο νερού: «Οι γονείς μου θα με βρουν τυλιγμένο με μια ματωμένη πετσέτα, να έχω καταρρεύσει στα μισά της απόστασης από την πισίνα ως το τηλέφωνο στην κουζίνα, και το κουρελιασμένο, ξεσκισμένο έντερό μου να βγαίνει από το μπατζάκι της κίτρινης ριγέ βερμούδας μου». Η Συντρόφισσα Οξύθυμη, μετά το διαζύγιο των γονιών της, περιμένει να την κακοποιήσει ο πατέρας της καθώς την έχει προειδοποιήσει επισταμένως η μητέρα της. Αντί για όλα αυτά ο πατέρας της την πήγαινε στον ζωολογικό κήπο, στη σχολή χορού και το βράδυ τη φιλούσε γλυκά όταν πήγαινε για ύπνο: «Αλλά όλη μου τη ζωή, εγώ ήμουν πάντοτε προετοιμασμένη».


Η δυστυχία, η διαστροφή, η τρέλα έχουν πολλά ποδάρια και ο Πόλανικ τα χειρίζεται πολύ εύστοχα αυτή τη φορά. Καθώς είναι πολλά τα πρόσωπα του βιβλίου (18 συγγραφείς και οι οικοδεσπότες του πειράματος) η αφήγηση έχει πολύ καθαρή δομή. Ενα ποίημα για κάθε συγγραφέα, ένα αυτοβιογραφικό διήγημα το οποίο, υποτίθεται, έχει γράψει ο καθένας τους και τα συνδετικά κεφάλαια όπου μαθαίνουμε τι διαδραματίζεται στον χώρο όπου βρίσκονται έγκλειστοι. Τα διηγήματα τα οποία εν πρώτοις λειτουργούν αυτόνομα, μας βάζουν στο νοσηρό κλίμα που βρίσκει κανείς στην καθημερινή ειδησεογραφία των ΗΠΑ. Υπάρχουν ιστορίες για τραβεστί που τις δέρνουν φεμινίστριες, για αστυνομικούς που «παίζουν» με τις κούκλες που χρησιμοποιούνται για να δείχνουν τα κακοποιημένα παιδιά τι τους έχουν κάνει. Παράλληλα τρέχει και η κοινή ιστορία των εγκλείστων, που βλέπουν με μεγάλη χαρά τους συντρόφους τους να σκοτώνονται ένας ένας. Ο εμπνευστής της συγκατοίκησής τους τους οδηγεί στην παράνοια. Σκέφτονται ότι η φυλάκισή τους, παρ’ ότι έγινε με τη συναίνεσή τους, θα γίνει μπεστ σέλερ, και ταινία, και τηλεοπτική σειρά. Αρχίζουν νοερά να μοιράζονται τα πιθανά κέρδη και βλέπουν με ανακούφιση να φεύγουν από τη μέση οι υπόλοιποι. Δεν υπάρχει κάποια λογική σειρά ούτε και η βεβαιότητα ότι αυτά μπορούν να συμβαίνουν πραγματικά.


Ο αναγνώστης του Πόλανικ συχνά θα αηδιάσει, θα ανατριχιάσει, θα εκπλαγεί. Ταυτόχρονα θα προβληματιστεί. Ολα αυτά τα απαίσια που περιγράφονται είναι καταστάσεις ελαφρώς παρατραβηγμένες αλλά εμπνευσμένες από την καθημερινότητα. Είναι ιστορίες από το αστυνομικό δελτίο, διατυπωμένες χωρίς φιληδονία και μάλλον χωρίς συμπάθεια. Η συνάθροισή τους σε έναν τόμο, με το πρόσχημα της συνάντησης των συγγραφέων, δίνει ίσως υπερβολική ποσότητα διαστροφής σε ένα μυθιστόρημα. Πρόκειται όμως για ένα βιβλίο που δεν ξεχνιέται εύκολα: ακόμη και όταν στη μνήμη τα πρόσωπα θα έχουν μπερδευτεί, κάποιες σκηνές θα μείνουν καταγεγραμμένες διά παντός.