Μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος της σύγχρονης μελέτης της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είναι η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη θεατρική ανάπλαση του μυθολογικού χρόνου και στο ιστορικό περικείμενο των αττικών δραμάτων. Ηδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η περίφημη σχολή του Παρισιού, με κύριους εκπροσώπους της τους διαπρεπείς ελληνιστές J.-Ρ. Vernant και Ρ. Vidal-Naquet, προσέδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύζευξη της μυθολογικής πραγματικότητας με το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της Αθήνας του 5ου αιώνα π.X. Ενώ μέχρι τότε το ενδιαφέρον των ερευνητών ήταν στραμμένο κατά κύριο λόγο στην ανίχνευση με σύγχρονα κριτήρια του δραματικού συναισθήματος, που αναδύεται μέσα από την τραγική σκηνογράφηση του μυθικού υλικού, οι ρηξικέλευθες θεωρίες της παρισινής σχολής, συνεπικουρούμενες από τα πολύτιμα διδάγματα της αισθητικής της πρόσληψης, αποπειράθηκαν να αποκαταστήσουν έναν δίαυλο επικοινωνίας με τη συγκινησιακή δεκτικότητα των αθηναίων θεατών του 5ου αιώνα π.X.


Το τραγικό corpus


H Christiane Sourvinou-Inwood, διακεκριμένη κλασική φιλόλογος και συγγραφέας πολυάριθμων μονογραφιών και άρθρων σχετικά με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, υιοθέτησε και ακολούθως εφάρμοσε, πάντοτε σχεδόν με οξύτατο κριτικό πνεύμα και εντυπωσιακή ευρύτητα σκέψης, τις παραπάνω θεωρίες στη μελέτη της για την περίπλοκη και πολυδιάστατη σχέση ανάμεσα στην αττική τραγωδία και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις της αρχαίας εποχής. Μολονότι επικρατούσε μέχρι πρόσφατα έντονος σκεπτικισμός ανάμεσα στους ερευνητές σχετικά με την ύπαρξη θρησκευτικών ενδείξεων και νύξεων στο τραγικό corpus, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα επί σκηνής δρώμενα και αποσκοπούν στη θεολογική κατάφαση των αθηναίων θεατών, η διεξοδική ανάλυση της Sourvinou-Inwood αποκαλύπτει το θεοκρατικό περίβλημα των έργων και προσπαθεί να το εντάξει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο θρησκευτικής αναζήτησης και προβληματισμού. Με άλλα λόγια, οσοδήποτε δυσδιάκριτα είναι τα όρια ανάμεσα στην ψυχική ευφροσύνη, που αποκομίζουν οι θεατές από την παράσταση μιας τραγωδίας, και στην εκστασιακή προδιάθεση που αφορμάται από τη σφοδρή σύγκρουση του θεϊκού μεγαλείου με τον ανθρώπινο ηρωισμό, δεν παύουν να υπάρχουν ως όρια, τα οποία είναι δυνατόν να νοηθούν απογυμνωμένα από μορφικά σύμβολα και θεατρικές συμβάσεις. Οπως υποστηρίζει, και μάλιστα τόσο πειστικά, η Sourvinou-Inwood, οι θεοί της τραγωδίας δεν αποτελούν απλώς ισχυρούς μοχλούς, που σε κρίσιμα σημεία του έργου κινούν αποφασιστικά την πλοκή προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αλλά δρουν με απροσδόκητο δυναμισμό, ενδυναμώνοντας τη θρησκευτικότητα, εμπλουτίζοντας το τελετουργικό και πομπικό τυπικό και σφραγίζοντας ανεξίτηλα τις μεταφυσικές ανησυχίες των αθηναίων πολιτών.


Βεβαίως, θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε ότι η συνύπαρξη θρησκευτικού ενθουσιασμού και πολιτικού σχολιασμού εξαντλείται σε ένα νοερό μεταίχμιο θεοκρατίας και δημοκρατίας. Στο βιβλίο της, το οποίο βασίστηκε σε σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, η συγγραφέας επιμελώς αποφεύγει αυθαίρετες γενικεύσεις και μονιστικές θεωρήσεις. Αντίθετα, διατείνεται ότι οι θεολογικοί προβληματισμοί των τραγικών ποιητών αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός γενικότερου προβληματισμού σχετικά με την επεισοδιακή σχέση μεταξύ θεών και ανθρώπων. H παραπάνω άποψη ενισχύεται εάν λάβουμε υπόψη μας την πληθώρα αναφορών σε θρησκευτικές αντιλήψεις, λατρευτικές δοξασίες και αναμνηστικές τελετές, οι οποίες στήνουν γέφυρα επικοινωνίας με τη συναισθηματική ζωή του 5ου αιώνα π.X. Εξάλλου, σε αρκετές περιπτώσεις, ο τελετουργικός απόηχος επιτελεί τον ρόλο χειραγωγού προς τον θεματικό πυρήνα των δραμάτων. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικό μέρος της μελέτης αφιερώνεται σε μια εμβριθέστατη συζήτηση για την προέλευση της αττικής τραγωδίας και σε μια αξιοθαύμαστη απόπειρα ανασύνθεσης των Μεγάλων Διονυσίων, τα οποία, σύμφωνα με τη συγγραφέα, έλκουν την καταγωγή τους από το τελετουργικό σχήμα του ξενισμού (φιλοξενίας) του θεού Διονύσου στην Αθήνα. Αξίζει να υπογραμμίσουμε τη σπουδαιότητα που προσδίδει η Sourvinou-Inwood και σε άλλα λατρευτικά σύμβολα και τελεστικά σχήματα, όπως το ελευσίνιο ιερό δράμα, τα οποία προσδέχτηκε το αρχαίο θέατρο με απαράμιλλη αφομοιωτική ικανότητα.


Θεολογικές αναζητήσεις


Ενα άλλο σημαντικό επίτευγμα του βιβλίου είναι η αναλυτική παρουσίαση του έντονα θρησκευτικού στοιχείου των σωζόμενων τραγικών έργων. Ειδικότερα, η συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή της στις θεολογικές αναζητήσεις του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Κάποια από τα συμπεράσματα, τα οποία συνάγονται στο εκτενέστατο αυτό μέρος του βιβλίου έρχονται σε αντίθεση με παραδεδομένες απόψεις για τους τρεις τραγικούς ποιητές. Ο Ευριπίδης δεν παρουσιάζεται πλέον ως ένθερμος προπαγανδιστής σοφιστικών ιδεών, πάντοτε έτοιμος να επικρίνει παρωχημένες αντιλήψεις και λατρευτικές δοξασίες μέσα από τους νευρώδεις διαλόγους του, όπως γνωρίζουμε από την παραδοσιακή κριτική. H Sourvinou-Inwood όχι μόνο ανατρέπει με υποδειγματική μέθοδο την εικόνα του Ευριπίδη ως εκπροσώπου μιας στείρας σοφιστικής διαλεκτικής, αλλά αντίθετα τον εντάσσει σε ένα κοινό ψυχικό πλαίσιο θρησκευτικής κατάνυξης, χωρίς όμως να του αφαιρεί το δικαίωμα να στοχάζεται με πνεύμα ανεξαρτησίας και να διαπαιδαγωγεί κιόλας τους συμπολίτες του.


Ανιχνεύοντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά του τραγικού ποιητή από τη Σαλαμίνα, η συγγραφέας παρουσιάζει με εμπερίστατη φιλολογική γνώση και αξιέπαινη βιβλιογραφική ενημέρωση ένα ευρύτατο φάσμα ζητημάτων που άπτονται της ουσίας του αττικού θεάτρου. Παρά τις όποιες ακρότητες στη γενικότερη επιχειρηματολογία, τη συχνά μονότονη επαναδιατύπωση του θεωρητικού υπόβαθρου της εργασίας της ή την αδικαιολόγητα δογματική απόρριψη περαιτέρω τελετουργικών απηχήσεων σε συγκεκριμένα δράματα, όπως ο αμφισβητούμενος Ρήσος – που αναμφίβολα διαπνέεται από ορφικο-διονυσιακές και ελευσίνιες αντιλήψεις για τη ζωή και τον θάνατο – η Sourvinou-Inwood αποδεικνύει ότι η αρχαία ελληνική τραγωδία δεν είναι πενιχρή σε αναμόχλευση θρησκευτικών συναισθημάτων, αλλά αποτελεί ένα αναντικατάστατο πορθμείο που μας διαπεραιώνει στον λατρευτικό πυρήνα της αθηναϊκής θρησκευτικής ζωής.


Ο κ. Ανδρέας Μαρκαντωνάτος είναι λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.