Η ξηρά που κατοικούμε είναι ήδη η «μεγίστη νήσος» της υδρογείου· μόλις τα τρία δέκατα του συνόλου της επιφανείας της, αφού τα άλλα επτά είναι το «υδαρές κενόν», η θάλασσα. Αυτή η έννοια της «νήσου» φαίνεται ότι κατέχει μια φύσει υπαρξιακή διάσταση στην Ιστορία και στη Γεωγραφία, τουλάχιστον στον ευρύτερα «δικό μας» πολιτισμό, κατ’ εξοχήν θαλασσινό, αλλά και σε άλλους μακρινούς που με τις νήσους ζούσαν, πριν από την «ανακάλυψή» τους. Νήσοι κυριαρχούν στην ομηρική περιπέτεια, νήσος η οικουμένη των ιωνικών αναπαραστάσεων, νήσοι τα γεωγραφικά οριακά σημεία των ακρότατων του γνωστού τότε κόσμου, στο τέλος της Δύσης και στον απώτερο Βορρά, νήσος η αρχή των παγκόσμιων αποστάσεων στους ελληνικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Νήσος αργότερα και η χριστιανική οικουμένη, νήσος ο επίγειος παράδεισος, νήσος για τους Αραβες η αρχή της δικής τους γεωγραφίας. Και αργότερα νήσος η Ουτοπία της ανθρώπινης αναζήτησης, νήσοι οι αιωρήσεις της φιλοσοφίας, της τέχνης και της ποίησης, ως τις ημέρες μας. Αλλά και για τον ελληνικό κόσμο και για την προβολή του στην παγκόσμια πολλαπλότητα μήπως τα ελληνικά νησιά δεν ήταν και δεν είναι η ταυτότητά μας, οι ανάσες, το παζλ της διαχρονικής συνέχειάς μας; Τα ελληνικά νησιά ήταν και το μέγα κυρίαρχο πλήθος στα ωραία νησολόγια (τα ιζολάρια) της μεγάλης γεωγραφικής «μόδας» από την Αναγέννηση και ύστερα.


Με τα νησολόγια λοιπόν ασχολείται ο Γιώργος Τόλιας στο νέο του βιβλίο, εισηγητής της απόδοσης του όρου στα ελληνικά. Σ’ αυτό ορίζει, για πρώτη φορά με τέτοια ακρίβεια και πληρότητα, αλλά και διασταυρώνει εσωτερικά, το κατά τον ίδιο «ρευστό» αυτό είδος στο πλαίσιο «του ασαφούς περιθωρίου της γεωγραφικής, της ιστορικής και της περιηγητικής φιλολογίας που σηματοδοτούν μια νησιωτική και θραυσματική πρόσληψη του χώρου». Βέβαια το «μυστήριο» των νησολογίων νομίζω ότι επιμένει και περιμένει αρκετές ακόμη απαντήσεις. Γιατί άραγε, σε μια εποχή άνθησης της χαρτογραφίας, τα νησολόγια παραμένουν στο περιθώριό της; Μήπως η χαρτογραφία είναι το άλλοθι και απλώς τα νησολόγια εκφράζουν τις ευρύτερες «ανησυχίες της Αναγέννησης», όπως επεσήμανε και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος στη γοητευτικά στοχαστική του παρουσίαση του τόμου στο Μουσείο Μπενάκη; Και από την άλλη, είναι άραγε τα νησολόγια μόνο «αναφορά σε αυτοτελείς μικρόκοσμους, με την ξεχωριστή τους κάθε φορά μυθολογία, γεωγραφία και ιστορία» ή μήπως η προνομιακή αναφορά τους στον ελληνικό νησιωτικό χώρο, αιγαίο και ιόνιο, υποδηλώνει άλλες «ανησυχίες» της αναγεννησιακής Δύσης γι’ αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο, που έτσι αποκτά και μια υπερβατική συνέχεια και συνδεσμολογία στη συνείδησή της;


Το βιβλίο του Γ. Τόλια, πλουτισμένο με ένα στερεό επιλεγόμενο του Σπύρου Ι. Ασδραχά για την ελληνική πολυθεματική νησιωτική γεωγραφία και με διαλεγμένη αντιπροσωπευτική και εντυπωσιακή εικονογράφηση από παγκόσμια σημαντικά αρχεία και συλλογές, είναι υποδειγματικά δομημένο και νομίζω σε υψηλό επίπεδο διεθνούς πρωτοτυπίας, για την πληρότητα και τη μέθοδο με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα και τους 30 περίπου νησολόγους, από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα. Αν το προηγούμενο βιβλίο του, για τους «ελληνικούς» αναγεννησιακούς ναυτικούς πορτολάνους χάρτες (του ίδιου εκδοτικού οίκου), ήταν μια μικρή «συμφωνία», αυτό είναι ένα πραγματικό «κουαρτέτο» που αξίζει να απολαύσει κανείς. Τα τέσσερα μέρη – «Ο καιρός των νησιών», «Τα νησιά του αρχαίου και του νέου κόσμου», «Ο περίπλους νήσων» και «Ο πόλεμος στα νησιά» – διασταυρώνουν τα περιεχόμενά τους με μια εξαιρετική αφήγηση και καλύπτουν πλήρως το θέμα με τους ορισμούς και τις καταβολές των νησολογίων, τις χρήσεις και λειτουργίες τους, την πρωταγωνιστική παρουσία των ελληνικών νησιών, τον ρόλο της λόγιας Φλωρεντίας και της εκλαϊκευτικής Βενετίας, την κοσμογραφική, εθνογραφική και ποιητική διάσταση αλλά και τη ναυτική τεχνική που εμπεριέχεται, την επικοινωνιακή τους και ειδησεογραφική διάσταση ως την τελευταία άνθηση του 18ου αιώνα με την οποία συμπληρώνονται περίπου τρεις αιώνες ζωής των νησολογίων, από την πρώτη υποβλητική εισαγωγή τους από τον Buondelmonti στις αρχές του 15ου αιώνα.


Ενα σημαντικό και ταυτόχρονα απολαυστικό βιβλίο, χάρη και στην ευάερη καλλιτεχνική επιμέλεια του Δημήτρη Καλοκύρη, που τιμά την ελληνική βιβλιογραφία και αξίζει να προσεχθεί πολύ, όχι μόνο από τους ενημερωμένους αλλά κυρίως από το ευρύτερο κοινό, το οποίο πιστεύω ότι θα το χαρεί ιδιαίτερα.


Ο κ. Ευάγγελος Λιβιεράτος είναι καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Εθνικής Χαρτοθήκης.