Το είδος του αρχιτέκτονα με θεωρητικά δομημένη σκέψη ικανή να τεκμηριωθεί γραπτά με σαφήνεια δεν συναντάται συχνά στον τόπο μας. Ακόμη λιγότερο συχνή είναι η περίπτωση του θεωρητικού του σχεδιασμού με επαρκή γνώση του αρχιτεκτονικού πολιτισμού της εποχής του «μοντέρνου».


Ο Κωνσταντίνος Πατέστος δείχνει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας σχεδιαστικής ανάλυσης που βασίζεται στη γνώση και στη μέθοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ανώτατες σπουδές, η διδακτορική διατριβή και η πανεπιστημιακή του δραστηριότητα έχουν πραγματοποιηθεί στην Ιταλία, μεταξύ Μιλάνου, Βενετίας και Τουρίνου, σε έναν χώρο δηλαδή που καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο έχει διακριθεί διεθνώς τόσο για την παραγωγή ιστορικού λόγου όσο και για την ανάδειξη αληθινών προσωπικοτήτων στο πεδίο της αρχιτεκτονικής παραγωγής.


Είναι προφανές ότι η συστηματική παιδεία σε έναν πολιτισμικά τόσο φορτισμένο χώρο έχει αφήσει τα ανεξίτηλα ίχνη της στη σκέψη του συγγραφέα αυτού του βιβλίου, που αποτελείται από κείμενα δημοσιευμένα κυρίως στις «Νέες Εποχές» του Βήματος της Κυριακής.


Ο Πατέστος «μπαίνει στον κόπο να γράψει» και έχει το θάρρος της γνώμης του. Η έκθεση αυτή των προσωπικών ιδεών αποτελεί πραγματική συμβολή στον περίφημο «διάλογο για την αρχιτεκτονική» που όλοι επικαλούνται αλλά που προτιμούν να αναλώνουν χωρίς κόστος στα υπαίθρια τραπεζάκια της παρέας. Ο συγγραφέας, με τη γλαφυρή άλλωστε γραφή του, αποδεικνύεται ευχάριστα, εκτός από χρήσιμα, «αντιδραστικός»: αποδεικνύεται πολέμιος των κοινών τόπων, ενώ τα κείμενά του ­ κάποτε καυστικά, αν όχι προκλητικά ­ μετατρέπονται σε καταγγελία και αναθεώρηση απόψεων μονίμως ανακυκλωμένων ή καινοφανών.


Η «ελληνικότητα» και ο «κριτικός τοπικισμός» συγκαταλέγονται μεταξύ των πρώτων στόχων του συγγραφέα. Από την άλλη όμως ο Πατέστος δείχνει να προχωρεί στην επισήμανση ενός φαινομένου που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική κουλτούρα: την αγωνία του νέου, τη σπασμωδική αναζήτηση κάθε μορφοπλαστικού εντυπωσιασμού, κάθε εικονογραφικής εξυπνάδας που εμφανιζόμενη ως trendy και σύμφωνη με τις επιταγές του lifestyle και των φερομένων ως έγκυρων ξένων περιοδικών επιδιώκει να μεταφέρει το κλίμα της καφετέριας της 5ης Λεωφόρου στο αστικό(;) σαλόνι του Μοσχάτου ή της Καλαμαριάς. Τα ίχνη μιας λόγιας τεκτονικής παράδοσης, με την οποία κάθε νεότερη εμπειρία αναγκαστικά συνδιαλέγεται ­ όπως για παράδειγμα ο μιλανέζικος νεοκλασικισμός των αρχών του 19ου αιώνα που οδήγησε, κατά τον επόμενο, στην εμπειρία του Novecento του Giovanni Muzio, στον ρασιοναλισμό της «ομάδας των Επτά» και στις προτάσεις της «Tendenza» του Aldo Rossi και του Giorgio Grassi στη δεκαετία του ’60 ­, δείχνουν σε μεγάλο βαθμό να μην υφίστανται για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική.


Η ευρηματική θεματολογία του Πατέστου δεν περιορίζεται στην ανάδειξη ζητημάτων της ελληνικής αρχιτεκτονικής και παραδειγματικών έργων ελλήνων αρχιτεκτόνων αλλά προχωρεί στην ανάλυση της προσφοράς σημαντικών ξένων προσωπικοτήτων, ενώ παράλληλα αναλύει τη σημασία διεθνών αρχιτεκτονικών γεγονότων ή απασχολείται με ζητήματα διδασκαλίας των συνθέσεων. Κινείται στο ολισθηρό πεδίο της θεωρίας του σχεδιασμού με προϋπόθεση τη γνώση της ιστορίας της αρχιτεκτονικής: πρόκειται για μια προσέγγιση αντιπροσωπευτική της ιταλικής αρχιτεκτονικής παιδείας, η οποία έτσι απομακρύνεται από το αγγλοσαξονικό μοντέλο και κατ’ επέκταση από τον κίνδυνο θεωρητικών τερατογενέσεων. Ο Πατέστος διευκρινίζει το περιεχόμενο της «μνημειακότητας», υποστηρίζει την αξία της συμμετρίας, ειρωνεύεται την απόπειρα καταδίκης της «φασιστικής»(!) ορθομαρμάρωσης και την εξύμνηση του «δημοκρατικού» σκυροδέματος, υπεραμύνεται, σε πολεοδομικό επίπεδο, της σημασίας νέων αστικών σχηματισμών κατά την περίοδο του ιταλικού φασισμού καθώς και παρεμβάσεων όπως η πανεπιστημιούπολη της Ρώμης (1932) ή οι εγκαταστάσεις για την Ε42 νοτίως της Ρώμης. Ο Πατέστος βέβαια δεν είναι ύποπτος αναθεωρητικών προθέσεων, αλλά στις επεμβάσεις αυτές αναγνωρίζει μια «κρίσιμη απόπειρα επίλυσης ζητημάτων μεσαίας ή μεγάλης κλίμακας με όρους αρχιτεκτονικής σύνθεσης, με όρους αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού». Η ανάλυση αυτή εκφράζει φυσικά τις θέσεις του ιταλικού νεορασιοναλιστικού κινήματος (Rossi, Grassi κ.ά.), με μεγάλη επιρροή στην Ευρώπη και στην Αμερική, κινήματος που έλκει την καταγωγή του από τον γαλλικό Διαφωτισμό (Boullee, Ledoux) και το έργο των Schinkel, Loos, Asplund, Tessenow, ενώ είχε στόχο τη διάσωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και πόλης από τον καταναλωτισμό και την ισοπέδωση του διεθνούς στυλ, συνδέοντας παράλληλα την αρχιτεκτονική με τη λόγια παράδοση του τόπου.


Η προσπάθεια σχεδιαστικής εξυγίανσης έχει μια ηθική διάσταση που χαρακτηρίζει και το βιβλίο, ειδικά σε μια εποχή όπου κάθε έρεισμα δείχνει να έχει απολεσθεί. Στη «διεθνή των φιγουρατζήδων» άλλωστε ο Πατέστος αφιερώνει και τη φράση του Ludwig Wittgenstein που υποστήριζε (1930) ότι «η διαφορά μεταξύ ενός καλού και ενός κακού αρχιτέκτονα συνίσταται σήμερα στο γεγονός ότι ο μεν κακός υποκύπτει σε κάθε πειρασμό, ενώ ο καλός αντιστέκεται».


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.