Λίγοι άνθρωποι ένιωσαν τον κόσμο όπως ο Ντριέ Λα Ροσέλ, και ας απατήθηκε πολλές φορές οικτρά. Ο τρόπος με τον οποίο ανέλυσε την κοινωνική παρακμή του Μεσοπολέμου στο μυθιστόρημά Μια γυναίκα στο παράθυρό της συνιστά ένα μάθημα μοναδικό. Το έργο, που μεταφέρθηκε με επιτυχία στην οθόνη το 1976 από τον Πιερ Γκαρνιέ-Ντεφέρ, με τη Ρόμι Σνάιντερ στον κεντρικό ρόλο, μεταφράστηκε τώρα και στα ελληνικά.


Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ελλάδα που ο Ντριέ εξερεύνησε σε ένα από τα ταξίδια του το 1928. Επίκεντρο του βιβλίου μια νέα, όμορφη, πλούσια γυναίκα, μια μαρκησία, παντρεμένη με έναν ιταλό διπλωμάτη που υπηρετεί στην Αθήνα. Βρισκόμαστε στον Μεσοπόλεμο, στο ξενοδοχείο Ακρόπολις. Από τις πρώτες σελίδες δίνεται ο τόνος: «Τους Γάλλους τους αναγνώριζες από το στενόχωρο ύφος τους, την ευτελή αυστηρότητα του κουστουμιού τους. Σε τούτο το χωλ, όπου η κυρίως γλώσσα ήταν τα γαλλικά, φάνταζαν αλλόκοτοι. Κι όμως, γύρω τους, τα παράσημα της Λεγεώνος της Τιμής άστραφταν πάνω στα ελληνικά σακάκια». Ο Ντριέ είναι ανελέητος. Ιχνογραφεί τους αστούς με μιαν αμείλικτη διαύγεια. Τους απεχθανόταν, όπως και ολόκληρη την κοινωνία. Και αυτό γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ντριέ αποτύπωσε θαυμαστά την πολιτική, ηθική και σεξουαλική κρίση που σφράγισε μια γενιά τραυματισμένη από τον πόλεμο του ’14. Τη γενιά του. Το έργο του συνιστά ένα πελώριο και μεγαλειώδες κατηγορώ απέναντι στην κοινωνική παρακμή που τον περιέβαλλε. Ταυτόχρονα όμως ­ το πιο σημαντικό ­ αναζητούσε με ενθουσιασμό εκείνο που θα μπορούσε να φέρει την ανανέωση. Σε όλη του τη ζωή όχι μόνο δεν παραδέχθηκε τη «λαμπρή απομόνωση του καλλιτέχνη», αλλά και στρατεύτηκε στα πολιτικά κινήματα του καιρού του. Μετά τον υπερρεαλισμό, τον μαγνήτισε ο πειρασμός της Αριστεράς (ακριβώς την περίοδο που γράφει το βιβλίο), κι αφού μεταστράφηκε και ασπάστηκε τον φασισμό, έφτασε να συνεργαστεί ακόμη και με την εθνικοσιαλιστική Γερμανία. Σύντομα, όμως, οι χιτλερικές θηριωδίες τον γέμισαν τρόμο, κι έτσι αφέθηκε, αχαλίνωτος, τυφλωμένος, να πέσει στις πιο ακραίες αντιφάσεις.


Στα τελευταία του κείμενα επιστρέφει στο όνειρο του κομμουνισμού, έστω κι αν ως άνθρωπος επικοινωνούσε δύσκολα με τη σκληροτράχηλη αμεσότητα της εργατικής τάξης, κάτι που τον εμπόδιζε κατά βάθος να έρθει σε επαφή με το κίνημα. Οταν η αστή Μαργκό στο Μια γυναίκα στο παράθυρό της ερωτεύεται έναν νεαρό κομμουνιστή που τον σώζει από τα νύχια της αθηναϊκής αστυνομίας, λέει κάτι χαρακτηριστικό: «Η τύχη, βέβαια, είχε παίξει μαζί τους, τους είχε αναγκάσει να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους και να κοιταχτούν στα μάτια, ανθρώπινα». Εκείνη, πάντως, νιώθει πολύ γρήγορα ήσυχη καθώς βλέπει ότι ο άνθρωπος με τον οποίο σχετίστηκε είναι κομψός «ούτε μικροπρεπής ούτε χυδαίος» και δεν έχει πάνω του τίποτα που να αποκαλύπτει «αυτό που ήτανε πριν».



Ο Ντριέ σε όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος των αντιφάσεων. Είναι αδύνατο να τον κρίνεις επιφανειακά, αγνοώντας την εποχή. Η φιλία του με τον Αραγκόν και τον Μαλρό είναι ενδεικτική. Ο Ντριέ ονειρεύτηκε μια Ευρώπη αριστοκρατική και συνάμα κοινωνική, που να είναι σε θέση να νικήσει τον καπιταλισμό. Και τι μπορεί να αποκομίσει κανείς από έναν τέτοιο άνθρωπο, με τόσες και τόσες αντιφάσεις, θα μου πείτε. Την αναγκαιότητα της αναζήτησης μιας νέας πολιτικής φιλοσοφίας μέσα σε μια κοινωνία σε πλήρη διάλυση. Το να μην παραιτείσαι ποτέ. Φυσικά η δράση του στην Ελλάδα δεν είναι κάτι τυχαίο. Υπάρχει ένας πολύ ωραίος συμβολισμός. Στο στόμα ενός από τους ήρωές του βάζει τα εξής λόγια: «Νιώθετε την ομορφιά του Παρθενώνα, αλλά οι άνθρωποι που έχτισαν τον Παρθενώνα δεν νοιάζονταν για την ομορφιά του, έχτιζαν μονάχα το σπίτι που χρειάζονταν για να στεγάσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τη θεά τους και τους θησαυρούς τους, την ιδέα που τους επέτρεπε να εξηγούν τη ζωή και άρα να ζουν, καθώς και τα μέσα που διέθεταν για να ζήσουν. Ο Παρθενώνας μπορεί να μου διδάξει ένα μόνο πράγμα: να του στρέψω τα νώτα μου για να προσπαθήσω να κάνω κάτι εξίσου δυνατό». Αλλά και στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν λαμπρές σελίδες για τους Δελφούς, τον ομφαλό της γης, τον τόπο του μυστηρίου και της εξέγερσης, εκεί όπου η Μαργκό και ο Μπούτρος θα δεθούν με έναν έρωτα αμοιβαίο και σημαδιακό για τη μοίρα τους. Νικήτρια θα βγει η πανίσχυρη φύση, ίδια με τον άγριο και αδιάλλακτο Μπούτρο που θα νικήσει με τον έρωτά του την ανάλαφρη, την επίπλαστη, την αστή Μαργκό.


Η περίπτωση του Ντριέ είναι συναρπαστική, αφού εκφράζει την άρρηκτη σχέση του ανθρώπου με το έργο, καθώς η γραφή του ήταν γεμάτη από ζωή, κι η ζωή του ήταν εναρμονισμένη με τις αισθητικές και λογοτεχνικές του ανησυχίες. Από τη δύναμή του, τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις του επηρεάστηκαν συγγραφείς. Αλλά και ιστορικοί, ψυχίατροι, κινηματογραφιστές ­ από τον Λουί Μαλ ως τον Γκαρνιέ Ντεφέρ ­ εντρύφησαν εξίσου στην περίπτωσή του. Οπως και η σημερινή ελληνίδα μεταφράστρια Σεσίλ Μαργέλλου, που υπηρέτησε έξοχα το έργο.


Ο Ντριέ σε αυτό το μυθιστόρημα, όπως και σε όλα τα σύντομα αφηγήματά του, παραμένει μαγευτικός, και ας μην μπορείς εύκολα να αναφέρεις ακόμη και σήμερα το όνομά του στη Γαλλία. Αναγκασμένος να κρύβεται σε σπίτια φίλων μετά την απελευθέρωση, με την προστασία του πιστού φίλου του Μαλρό, θα αυτοκτονήσει όταν θα μάθει ότι πρόκειται να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Αυτή ήταν η μοίρα ενός ανθρώπου της δράσης και ενός μεγάλου συγγραφέα.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι υπεύθυνη για το βιβλίο στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.