Το έτος 1992 τιμήθηκαν τα 2.500 χρόνια της δημοκρατίας, λαμβάνοντας ως αφετηρία αυτού του διαχρονικού ταξιδιού θεσμών και ιδεών τη συμβατική χρονολογία της μεταρρύθμισης του αθηναϊκού πολιτεύματος από τον Κλεισθένη το 508 π.Χ. Το μήνυμα του εορτασμού των 2.500 χρόνων στο τέλος του 20ού αιώνα υπήρξε η καθολική, παγκόσμια αναγνώριση της δημοκρατίας ως του μοναδικού πολιτεύματος που διασφαλίζει την πολιτική νομιμότητα και εγγυάται τη συνύπαρξη των ανθρώπων σε πολιτισμένες κοινωνίες.


Τα πράγματα στην πράξη μπορεί να εμφανίζονται πολύ διαφορετικά στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, σε επίπεδο κανονιστικού λόγου όμως η καθολικότητα της αποδοχής και η απουσία σοβαρής θεωρητικής αμφισβήτησης της δημοκρατίας ως του μόνου νόμιμου και επιθυμητού πολιτεύματος είναι πράγματι εντυπωσιακή και συνιστά μια από τις πολλές αντιφάσεις του λήγοντος αιώνα μας. Ας μην ξεχνούμε ότι στη διαδρομή του αιώνα αυτού η δημοκρατία δεν ευτύχησε ιδιαίτερα, και στο μεγαλύτερο μέρος του, όπως και στο μέγιστο μέρος του πλανήτη, κατά τη διάρκειά του η δημοκρατία σημείωσε δραματική απουσία ως ιστορική πράξη. Ωστόσο ο αιώνας τελειώνει με τον ιδεολογικό θρίαμβο της δημοκρατίας σε πλανητική κλίμακα και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος της παράδοξης, θα έλεγα, επικαιρότητας του βιβλίου που μας απασχολεί ­ ενός βιβλίου που δείχνει ανάγλυφα τις αφετηρίες της δημοκρατίας στην πολιτική εμπειρία του αρχαίου ελληνικού κόσμου.


Στη συνοπτική αυτή παρουσίαση θα ήθελα να θίξω τρία ζητήματα. Πρώτον, ως προς το ίδιο το έργο θα μπορούσε χωρίς κίνδυνο σοβαρής υπερβολής να λεχθεί ότι πρόκειται για ένα πραγματικό ταμείον σοφίας, που κωδικοποιεί σε μια συναγωγή πράγματι εντυπωσιακή το σύνολο των γνώσεών μας για την αρχαία δημοκρατία. Νομίζω ότι από την άποψη αυτή η προσφορά του έργου του κ. Μ. Β. Σακελλαρίου είναι πράγματι ανεκτίμητη. Στα οκτώ μέρη, στα οποία είναι κατανεμημένο το υλικό που το απαρτίζει, το βιβλίο παρουσιάζει σφαιρικά, σε συνεχή διάλογο με τις πηγές, πρώτον, τα χαρακτηριστικά και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την Αθηναϊκή Δημοκρατία, δεύτερον, την ανέλιξη των θεσμών του αθηναϊκού πολιτεύματος από τη νομοθεσία του Σόλωνα (600 π.Χ.) ως το τέλος της δημοκρατίας (322 π.Χ.), τρίτον, τον χαρακτήρα του πολιτεύματος (σύνταξη της πολιτείας), τέταρτον, τις λειτουργίες της πολιτείας (νομοθεσία, διοίκηση, δικαιοσύνη), πέμπτον, τις αντιλήψεις των αρχαίων για τη δημοκρατία, περιλαμβανομένης κυρίως της κριτικής της δημοκρατίας από τους φιλοσόφους του 4ου αιώνα. Στο έκτο μέρος εξετάζεται η πολιτική λειτουργία της δημοκρατίας, δηλαδή οι δημοκρατικοί θεσμοί ως πλαίσιο της αδιάλειπτης και ατέρμονης πολιτικής διαμάχης στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα. Στο έβδομο μέρος παρουσιάζονται οι πολιτισμικές εκφράσεις της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (τραγωδία, ιστοριογραφία, ρητορική, πολιτική θεωρία, αρχιτεκτονική, εικαστικές τέχνες) και το βιβλίο κλείνει με το όγδοο μέρος όπου επιχειρείται ο απολογισμός της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, στον οποίο εξετάζονται τα επιτεύγματα, η παθολογία και τα όρια του δημοκρατικού πολιτεύματος στην αρχαία πόλη και η θέση του στον διάλογο αρχαίων και νεοτέρων.


Με αυτή την καταπληκτική ευρύτητα το έργο εκπληρώνει πλήρως τους σκοπούς του, όπως εκτίθενται στον πρόλογο, και καθίσταται από την πρώτη στιγμή της έκδοσής του ουσιαστικό συστατικό και όργανο της παιδείας στη χώρα μας.



Αυτή η διαπίστωση με οδηγεί στο δεύτερο ζήτημα στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ. Πρόκειται για το ζήτημα της αρχαιογνωσίας στη σημερινή Ελλάδα, την Ελλάδα που αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με την κλασική αρχαιότητα και επαίρεται για έναν πολιτισμό τον οποίο αγνοεί και αδυνατεί να καλλιεργήσει με οποιοδήποτε σοβαρό τρόπο. Είναι πράγματι εντυπωσιακή η αντίφαση αυτή, την οποία εικονογραφεί αφενός η ευκαιριακή εκδήλωση της φιλοτιμίας και της φιλαρέσκειάς μας για την αρχαιότητα και αφετέρου η ουσιαστική ανυπαρξία, με εξαιρέσεις βεβαίως, σύγχρονης ελληνικής παρουσίας στους διάφορους κλάδους της αρχαιογνωσίας. Η έκδοση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του Μ. Β. Σακελλαρίου αντιπροσωπεύει μία σπάνια εξαίρεση θεμελιώδους συμβολής στην προαγωγή της αρχαιογνωσίας στη χώρα μας. Προσωπικά, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος της ιστορίας των πολιτικών θεωριών, αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση γιατί θα μπορώ πλέον να διδάσκω περί αρχαίας δημοκρατίας παραπέμποντας τους φοιτητές μου και στο έργο ενός έλληνα συγγραφέα πλάι στα βιβλία της πλειάδας των ξένων μελετητών της αρχαίας πόλης και της δημοκρατίας, από τον Gustave Glotz ως την Claude Mosse και την Cynthia Furrar, όσα έχουν μεταφρασθεί στα ελληνικά.


Θα μπορούσε κανείς να επεκταθεί πολύ στο ζήτημα της αρχαιογνωσίας, ζήτημα που άπτεται του γενικότερου κρίσιμου και επίμαχου θέματος της θέσης της αρχαίας Ελλάδας στη νεοελληνική παιδεία. Το ζήτημα έχει απασχολήσει αδιάλειπτα τη νεοελληνική διανόηση από την εποχή του Διαφωτισμού ως τις ημέρες μας χωρίς επιτυχή έκβαση, αλλά δεν είναι της στιγμής. Θα στραφώ έτσι στο τρίτο ζήτημα, το οποίο ανακύπτει σε σχέση με το βιβλίο το ζήτημα της ίδιας της δημοκρατίας ως έννοιας και ως κανονιστικού ιδεώδους της πολιτικής ζωής. Πρόκειται για μια έννοια που δεν έχει παύσει να αποτελεί ανεξάντλητη πηγή προβληματισμού, από την εποχή της συζήτησης των επτά μήδων σατραπών που συναντούμε στο Γ’ βιβλίο του Ηροδότου ως τις ημέρες μας. Πάντα πηγή προβληματισμού, συχνά στην ιστορία στόχος καταδίκης και απόρριψης, στις ημέρες μας αντικείμενο καθολικής αποδοχής και επιθυμίας, η δημοκρατία δεν έχει παύσει να βρίσκεται στο επίκεντρο ισχυρών συγκινήσεων. Οι συγκινήσεις αυτές πηγάζουν κυρίως από τη συναίσθηση των πολλών δυνατοτήτων που εμπεριέχει η δημοκρατία ως τρόπος αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι κυρίως ο συμβολισμός της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και αυτός ο συμβολισμός την έχει αναδείξει ως προσδιοριστικό στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και συγχρόνως στις ημέρες μας το περιπόθητο ζητούμενο άλλων πολιτισμών, που από πολύ διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες και γεωγραφικές κοιτίδες σήμερα συγκλίνουν προς κανονιστικά αιτήματα που εκπορεύονται από την ευρωπαϊκή εμπειρία.


Βεβαίως στις ιστορικές της πραγματώσεις η δημοκρατία στον αρχαίο κόσμο και στις ποικίλες εκδοχές της που συνδέθηκαν με τη νεωτερικότητα παρουσιάζει πολυμορφία και πολλαπλότητα, που ίσως να δικαιολογεί την επιφυλακτικότητα των στοχαστών του 19ου αιώνα, όσων αμφέβαλλαν αν η δημοκρατία των νέων χρόνων θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόσημη με εκείνη της αρχαιότητας. Είναι γνωστή η περίφημη σχετική επιχειρηματολογία του Benjamin Constant αλλά και πολλών άλλων πολιτικών στοχαστών σε σχέση με τις πολλαπλές έννοιες της ελευθερίας που συνδέονται με διαφορετικά είδη δημοκρατίας. Ωστόσο παρά τις αποκλίσεις των ιστορικών πραγματώσεων και του βιωματικού τους περιεχομένου, η δημοκρατία ως πολίτευμα όπου άρχει ο δήμος, οι πολλοί, και πραγματώνεται η ισονομία, παραμένει το αναντικατάστατο πλαίσιο θεσμών και κοινωνικής οργάνωσης που συντηρεί ζωντανή και αμετάβλητη μέσα στον χρόνο την ελπίδα της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου. Αυτή η προσδοκία κυρίως εμπνέει τους θιασώτες της δημοκρατίας στην αρχαιότητα και αυτή είναι η πηγή της ελπίδας, του θαυμασμού αλλά και του φθόνου για την αρχαιότητα που διακρίνει τους θεωρητικούς της δημοκρατίας μεταξύ των νεοτέρων, από τον John Milton ως τον Hegel και την Hannah Arendt. Αν και οι δικές τους απόψεις για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου ως πολιτικού όντος σε ένα αυτοκυβερνώμενο πολίτευμα δεν είναι ούτε καθολικά αποδεκτές ούτε ταυτίζονται με το ευρύ φάσμα των δημοκρατικών πεποιθήσεων της εποχής μας, το ίδιο το αίτημα, όπως το συμβολίζει η Αθηναϊκή Δημοκρατία, εξηγεί γιατί αυτή η συγκεκριμένη εκδοχή της δημοκρατίας κατορθώνει πάντα να μας συγκινεί.


Ο κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.