Τέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψη του τζιχαντιστή Σαλάχ Αμπντεσλάμ από τη βελγική αστυνομία, ο εφιάλτης της τρομοκρατίας «πάγωσε» και πάλι την Ευρώπη –αυτή τη φορά με μία διπλή βομβιστική επίθεση στο αεροδρόμιο και στο μετρό των Βρυξελλών, που άφησε πίσω της περισσότερους από 30 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Ο συμβολισμός του χτυπήματος στη βελγική πρωτεύουσα είναι ισχυρός: όχι μόνο είναι η πόλη όπου χτυπάει η θεσμική καρδιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), αλλά υπήρξε και το επίκεντρο των αντιτρομοκρατικών ερευνών μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι τον περασμένο Νοέμβριο. Η Ευρώπη βρίσκεται πια αντιμέτωπη με άλλα δύο επιτακτικά και αλληλένδετα προβλήματα: αφενός με τη συστηματική στοχοποίησή της από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, αφετέρου με τον κίνδυνο να γιγαντωθούν περαιτέρω οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές διαθέσεις, σε μία ήπειρο όπου τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα κερδίζουν έδαφος, φλερτάροντας με τα κλειστά σύνορα για την ανθρωποθάλασσα των προσφύγων πολέμου και την επικίνδυνη εθνικιστική εσωστρέφεια.
Οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν, σχεδόν με απόλυτη βεβαιότητα, ότι η επίθεση στις Βρυξέλλες δεν θα είναι η τελευταία επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ηδη μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 2005 (αλλά και νωρίτερα με την επίθεση στην Ισπανία το 2004, όπου βρέθηκε ότι ένας εκ των δραστών, μαροκινής καταγωγής, είχε σχέσεις με πυρήνες ισλαμιστών στο προάστιο των Βρυξελλών Μολενμπέκ), η Δυτική Ευρώπη είχε αρχίσει να παίρνει μία ιδέα για το πρόβλημα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας από τους αποκαλούμενους «homegrown» («εγχώριους») τζιχαντιστές – άτομα που μεγάλωσαν ή και γεννήθηκαν σε ευρωπαϊκά κράτη και ριζοσπαστικοποιήθηκαν στην πορεία, εντασσόμενοι πρώτα στην Αλ Κάιντα και, αργότερα, στο Ισλαμικό Κράτος.
«Ούτε η Ευρώπη ούτε η Αμερική είναι ασφαλείς από την εγχώρια τρομοκρατία. Είναι προφανές ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για να καταστρέψει τα δίκτυα των τζιχαντιστών τρομοκρατών. Αλλά θα πρέπει να κάνει και καλύτερη δουλειά στη συνεργασία με τους ηγέτες της μουσουλμανικής κοινότητας για την αντιμετώπιση της μηδενιστικής ισλαμιστικής ιδεολογίας που δικαιολογεί τον θάνατο αθώων ανθρώπων» λέει στο «Βήμα» ο Μπρεντ Νέλσεν, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και ειδικός σε ευρωπαϊκά ζητήματα στο Πανεπιστήμιο Φούρμαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλοι 400 μαχητές έτοιμοι να χτυπήσουν
«Αν θέλεις να επιτεθείς στην Ευρώπη στο σύνολό της, επιτίθεσαι στους θεσμούς της Ενωσης. Οι Βρυξέλλες φιλοξενούν μεγάλο ποσοστό μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Πολλές από αυτές τις γειτονιές μαστίζονται από την ανεργία, το έγκλημα και την κοινωνική απομόνωση. Είναι γόνιμα εδάφη για τους τζιχαντιστές που θέλουν να στρατολογήσουν κόσμο» προσέθεσε. Σύμφωνα με πληροφορίες που έβγαλε στη δημοσιότητα το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press, το Ισλαμικό Κράτος έχει εκπαιδεύσει τουλάχιστον 400 μαχητές για επιθέσεις στην Ευρώπη, παρόμοιες με αυτές στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, με εντολή να επιλέξουν οι ίδιοι τον χρόνο, τον τόπο και τη μέθοδο της επίθεσης για την επίτευξη του μέγιστου αποτελέσματος. Λίγες ώρες μετά την επίθεση στη βελγική πρωτεύουσα, βρετανοί ευρωσκεπτικιστές πολιτικοί αποκάλεσαν το χτύπημα αποτέλεσμα των «χαλαρών συνοριακών ελέγχων της ΕΕ», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η συμμετοχή της χώρας στην Ενωση βάζει σε κίνδυνο την ασφάλειά της.
Πρόσφυγες, ασφάλεια και ανθρωπισμός
«Η προσφυγική κρίση θα μπει στο μικροσκόπιο: δεν θα αντιμετωπίζεται στη βάση της ως ανθρωπιστικό πρόβλημα αλλά ως ένα πρόβλημα ασφάλειας, επειδή οι προσφυγικές ροές χρησιμοποιήθηκαν από τρομοκρατικές οργανώσεις. Οι επιθέσεις θα αυξήσουν τον φόβο της Δυτικής Ευρώπης για τους ξένους εν γένει και για τους μουσουλμάνους συγκεκριμένα» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Εντβιν Μπάκερ, καθηγητής Σπουδών για την Τρομοκρατία και την Αντιτρομοκρατία, στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία.
Και καταλήγει: «Το μήνυμα της επίθεσης στις Βρυξέλλες ήταν απλό: μείνετε μακριά από τη Μέση Ανατολή και μην επιτίθεστε στο Ισλαμικό Κράτος. Στο Βέλγιο δεν είχαν αντιληφθεί σωστά την κατάσταση. Είναι ανησυχητικό και ειδικά για τις γειτονικές χώρες, όπως η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία. Η μάχη κατά της τρομοκρατίας είναι πρωτίστως εσωτερική υπόθεση».
Η εξαιρετική σημασία των σχέσεων στον σύγχρονο ισλαμιστικό ακτιβισμό
Από τους Τσαρνάεφ στους Ελ Μπακραουί: αδέρφια στη ζωή και στον «ιερό πόλεμο»
Μετρήστε αδέλφια: Χαλίντ και Μπραχίμ Ελ Μπακραουί· Ιμπραήμ και Σαλάχ Αμπντεσλάμ· Σαΐντ και Σερίφ Κουασί, Ταμερλάν και Τζοχάρ Τσαρνάεφ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δράστες των πιο πρόσφατων ισλαμιστικών τρομοκρατικών επιθέσεων στον δυτικό κόσμο ήταν αδέλφια, συμπεραίνεται πως ο «ιερός πόλεμος» των τζιχανιστών στη Δύση αποτελεί οικογενειακή υπόθεση. Οι αδελφοί Ελ Μπακραουί αιματοκύλησαν τις Βρυξέλλες ενώ οι Αμπντεσλάμ τον περασμένο Νοέμβριο έσπειραν τον τρόμο στο Παρίσι. Νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2015, οι Κουασί είχαν ξεκληρίσει τη συντακτική ομάδα του «Σαρλί Εμπντό» και οι Τσαρνάεφ ήταν οι δράστες του μακελειού στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, τον Απρίλιο του 2013.
Αδέλφια είναι συχνά και όλοι όσοι πηγαίνουν να πολεμήσουν στα πεδία των μαχών του Ιράκ και της Συρίας. Ερευνα που πραγματοποίησε η ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης New America –αναφέρει ο βρετανικός «Γκάρντιαν» –αποκάλυψε ότι περισσότεροι από το 1/4 των δυτικών μαχητών στη Συρία είχαν κάποιον οικογενειακό δεσμό με το τζιχάντ ενώ τα 3/5 αυτών έχουν έναν συγγενή που έχει επίσης μεταβεί στη Συρία.
Αλλά το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη καθώς οι ειδικοί γνωρίζουν εδώ και καιρό την εξαιρετική σημασία των οικογενειακών δεσμών για τον σύγχρονο ισλαμιστικό ακτιβισμό. Οι συγγενείς και ειδικά οι αδελφοί είναι πιστοί ο ένας στον άλλον και διατεθειμένοι να αλληλοβοηθηθούν όποτε χρειαστεί και ανεξάρτητα από τις όποιες συνθήκες. Μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν κοινά βιώματα μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει, συνήθως, η απουσία νοήματος στη ζωή στη Δύση.

«Η συμμετοχή, άμεση ή έμμεση, στις δράσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης που ελέγχει τεράστιες εκτάσεις του Ιράκ και της Συρίας είναι μια στροφή σε μια άλλη αποκλίνουσα συμπεριφορά, η οποία ανοίγει μια συναρπαστική διάσταση στις ζωές τους. Από άτομα με παραβατική συμπεριφορά, δίχως μέλλον, μετατρέπονται σε μουτζαχεντίν με σκοπό, κατά την άποψή τους τουλάχιστον»
επισημαίνει σε πρόσφατη μελέτη του ο διακεκριμένος βέλγος ειδικός σε ζητήματα τρομοκρατίας Ρικ Κουλσαέτ.
Ζιλιέν Ζαντεμπό, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
«Να συζητήσουμε για την ανάμειξη της ΕΕ σε πολέμους»

«Δεν μπορούμε να μιλάμε για την ευρωπαϊκή αντίδραση στην τρομοκρατία αν δεν συζητήσουμε σοβαρά για την ανάμειξη κρατών-μελών της ΕΕ σε διάφορες στρατιωτικές συγκρούσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Ζιλιέν Ζαντεμπό, καθηγητής στο κέντρο Repi (Ερευνας και Διδασκαλίας της Διεθνούς Πολιτικής) στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών.


–Εχουν γίνει οι Βρυξέλλες το επίκεντρο του τζιχαντισμού στην Ευρώπη;
Δεν υπάρχει μία και μοναδική εξήγηση γιατί οι άνθρωποι αποφασίζουν να διαπράξουν αυτού του είδους τη βία. Ορισμένες περιοχές των Βρυξελλών, κυρίως το Μολενμπέκ, ξεχώρισαν και μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου στο Παρίσι, αλλά συλλήψεις, έρευνες σε σπίτια και βίαιες συγκρούσεις με τη αστυνομία σημειώθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως στο Βερβιέ τον Ιανουάριο του 2015. Τα πρώτα άτομα που γνωρίζουμε ότι έφυγαν από το Βέλγιο για τη Συρία ήταν από τη Βιλβόρντ και την Αμβέρσα. Στη Βρετανία τον περασμένο χρόνο γινόταν μεγάλη συζήτηση για τους Al-Britani Brigade Bangladeshi Bad Boys, μια ομάδα πέντε νεαρών που έφυγαν από το Πόρτσμουθ για να ενταχθούν στο Ισλαμικό Κράτος. Επομένως είναι δύσκολο να καταδείξουμε ένα συγκεκριμένο μέρος, κοινότητα ή κράτος, καθιστώντας τα υπεύθυνα για ό,τι έχει συμβεί.
Οπως δείχνει η δουλειά του συναδέλφου μου Φρανσέσκο Ραγκάτσι από το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν για τη ριζοσπαστικοποίηση, είναι δύσκολο να απομονώσουμε έναν παράγοντα που οδηγεί σε αυτές τις βίαιες ενέργειες. Είναι ένας συνδυασμός παραγόντων: η προσωπική πορεία, το κοινωνικό περιβάλλον, η αντιμετώπιση κοινωνικού αποκλεισμού και διακρίσεων, η έλλειψη οικονομικών και πολιτικών ευκαιριών. Κανείς δεν μεγαλώνει για να γίνει τρομοκράτης.
Τι μέτρα μπορεί να λάβει η Ευρώπη για τη λεγόμενη «εγχώρια»» ισλαμιστική τρομοκρατία;
Αυτό που έχουμε υποστηρίξει με άλλους συναδέλφους, μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι τον Ιανουάριο και τον Νοέμβριο του 2015, είναι ότι προτού αρχίσουμε να εξετάζουμε τους τρόπους αντίδρασης, πρέπει πρώτα να αξιολογήσουμε τι έχουν και τι δεν έχουν επιτύχει τα υπάρχοντα μέτρα. Η ευρωπαϊκή αντίδραση ήταν από τη μία η ενίσχυση των προγραμμάτων κατά της ριζοσπαστικοποίησης, ώστε να εντοπιστούν άτομα επιρρεπή στις βίαιες ενέργειες. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτά τα προγράμματα έφεραν αποτελέσματα.
Από την άλλη, η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην ενίσχυση των δυνατοτήτων της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών για συλλογή και ανάλυση πληροφοριών. Αυτό συνδυάστηκε με την επιθυμία για έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, για παράδειγμα με την εκ νέου συζήτηση για το «Μητρώο Ονόματος Επιβάτη» («Passenger Name Record» – PNR). Χάθηκε η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων μέσω της νόμιμης οδού, διασφαλίζοντας τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό που συνέβη, ειδικά στη Γαλλία, είναι η εξάρτηση από τις έκτακτες εξουσίες, οι οποίες είναι προβληματικές. Και διότι δεν φέρνουν αποτέλεσμα, αλλά και διότι έχουν συνέπειες για τον πληθυσμό, τον οποίον υποτίθεται ότι προστατεύουν.
Δεν μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για την ευρωπαϊκή αντίδραση αποφεύγοντας τη συζήτηση για την ανάμειξη των κρατών-μελών της ΕΕ σε διάφορες στρατιωτικές συγκρούσεις, από τη Συρία και το Ιράκ ως τη Λιβύη και το Μάλι. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς θα μπει ένα τέλος σε αυτό που ο καθηγητής Ντιντιέ Μπιγκό αποκάλεσε «κύκλο της εκδίκησης». Η ενίσχυση των υπαρχόντων μέτρων ασφαλείας ή νέα μέτρα μπορεί βραχυπρόθεσμα να είναι καθησυχαστικά, αλλά τελικά απαντούν στη βία με βία και συμβάλλουν στην κλιμάκωση της σύγκρουσης. Ιστορικά παραδείγματα τού πώς ευρωπαϊκά κράτη αντιμετώπισαν την πολιτική βία, συμπεριλαμβανομένων της ETA και του IRA, αποδεικνύουν ότι η επίλυση έρχεται αφήνοντας πίσω κοντόφθαλμες αντιδράσεις θυμού.
Πώς θα επηρεάσει η επίθεση στις Βρυξέλλες τις συζητήσεις για το Προσφυγικό;
Εχει γίνει μια σύνδεση της αντιτρομοκρατίας με τον έλεγχο της μετανάστευσης και των συνόρων, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου που η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίζει την άφιξη των ανθρώπων που ζητούν προστασία στην Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα. Το πώς έγινε αυτή η σύνδεση ωστόσο δεν το γνωρίζουμε. Αλλά να αναφερόμαστε στο πρόβλημα ως καθαρά ευρωπαϊκό είναι αποπροσανατολιστικό και ενισχύει την αντίληψη ότι πρόκειται για μια κατάσταση «εμείς απέναντι σε αυτούς». Οι πρόσφατες επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, στην Αγκυρα ή στο Γκραν Μπασάμ αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για αποκλειστικά ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Μπιλ Ντουροντί, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ
«Κινητήρια δύναμη της σύγκρουσης η απουσία αξιών»

«Κινητήρια δύναμη της τρομοκρατίας είναι η απουσία οράματος και αξιών. Δεν μπορεί να δοθεί μια λύση που θα αφορά την ασφάλεια για ένα πρόβλημα που αφορά την κοινωνία» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο βρετανός καθηγητής Μπιλ Ντουροντί, επικεφαλής του Τμήματος Πολιτικής, Γλωσσών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπαθ.


–Αποτελούν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες σημάδι «αδυναμίας συνύπαρξης» μεταξύ Ευρωπαίων και μουσουλμάνων;
«Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι στο Μολενμπέκ, όπως επίσης στο Βέλγιο και σε ολόκληρη την Ευρώπη, αποδοκιμάζουν όλα όσα συμβαίνουν στο όνομα του Ισλάμ. Είναι οι σύμμαχοί μας στις μάχες που μας περιμένουν. Η σύγκρουση στο εσωτερικό (της Ευρώπης) δεν είναι ανάμεσα σε διαφορετικές κοινότητες. Κινητήρια δύναμη αυτής της σύγκρουσης είναι η απουσία οράματος και αξιών που απορρέει από την κορυφή των κοινωνιών μας. Οι ηγέτες μας έχουν αποτύχει όσον αφορά την κινητοποίηση και την ενσωμάτωση των ισλαμιστών φοβούμενοι μην τυχόν τους προσβάλλουν ή προκαλέσουν αντίποινα.
Η παντελής απουσία προσανατολισμού για την κοινωνία ενθαρρύνει τους νέους ανθρώπους να αναζητήσουν αλλού νόημα και σκοπό. Είναι αυτή η εγχώρια ηθική συνθηκολόγηση και η δειλία που πρέπει να αντιμετωπιστούν περισσότερο από τους ίδιους τους τρομοκράτες οι οποίοι, μακροπρόθεσμα, αποτελούν μικρότερη απειλή για τις αξίες του πολιτισμένου κόσμου. Οταν οι καθηγητές φοβούνται να διδάξουν τη δημοκρατία ή να μιλήσουν για το Ολοκαύτωμα, τότε πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος έγκειται στο εσωτερικό των κοινωνιών μας. Δεν πρόκειται για ένα αλλότριο πρόβλημα ή μια αλλότρια ιδεολογία. Εμείς στερούμαστε οποιασδήποτε δικής μας ιδεολογίας».

–Θα μπορούσε ο φόβος να καταλήξει να αποτελεί το κύριο στοιχείο της πολιτικής στην Ευρώπη;
«Η έλευση μιας κουλτούρας και μιας πολιτικής του φόβου στον δυτικό κόσμο είναι ιδιαίτερα τεκμηριωμένη. Καθώς κατέρρεε η παλιά, ψυχροπολεμική, παγκόσμια τάξη –η οποία σχηματίστηκε μέσω της σύγκρουσης ανάμεσα σε μια Δεξιά της ελεύθερης αγοράς και μια σοσιαλιστική Αριστερά –εναλλακτικές προτάσεις έπρεπε να καλύψουν το κενό. Αυτές, κατά κύριο λόγο, έχουν πάρει τη μορφή ταυτοτικών πολιτικών οι οποίες γίνονται καλύτερα κατανοητές ως ένας αγώνας όσων μπορούν να ισχυριστούν ότι η ταυτότητά τους ή η ομάδα τους είναι περισσότερο καταπιεσμένη και κατατρεγμένη. Περισσότερο από το να προκαλέσουν την κρατική εξουσία, επιθυμούν να αναγνωριστούν από αυτήν. Ολες οι ομάδες παίζουν τώρα αυτό το παιχνίδι, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών που λένε ότι θα μας προστατέψουν από τους φόβους μας. Ολοι, από τον Τζορτζ Μπους ως την Greenpeace, είναι υπεύθυνοι για αυτή την κατάσταση. Αντί να επιχειρηματολογούν με βάση αρχές και ηθικές αξίες, επικαλούνται τον φόβο ή τον κίνδυνο ως καθοριστική δύναμη στην κοινωνία».
Πώς κρίνετε όσους ζητούν καταπολέμηση της τρομοκρατίας ακόμη και με κίνδυνο να περιοριστούν περαιτέρω οι αστικές ελευθερίες;
«Μετά από κάθε τρομοκρατική ενέργεια ακούμε την παλιά και παρωχημένη επωδό από τους αποκαλούμενους «ειδικούς σε θέματα ασφαλείας», ότι είναι απαραίτητο να αυξηθούν τα μέτρα ασφαλείας σε αεροδρόμια και αλλού. Είναι ξεκάθαρο πως η στρατηγική αυτή δεν έχει αποτελέσματα. Θα πρέπει πλέον να αναγνωρίσουμε ότι κάποια άτομα θα καταφέρνουν πάντα να περνούν από τους όποιους ελέγχους. Δεν μπορεί να δοθεί μια λύση που θα αφορά την ασφάλεια για ένα πρόβλημα που αφορά την κοινωνία και τώρα είναι η ώρα να σταματήσουν οι πολιτικοί και οι αξιωματούχοι να κρύβονται πίσω από επιχειρησιακά ζητήματα και να αναγνωρίσουν την ανάγκη αρτιότερης κατανόησης των κοινωνικών αιτίων της τρομοκρατίας. Φυσικά, κανείς δεν θέλει να καθίσει δίπλα σε ένα παραπλανημένο φαντασιόπληκτο στο μετρό, οπότε οι καλές υπηρεσίες πληροφοριών εξακολουθούν να αποτελούν προϋπόθεση. Ωστόσο, μόνο όταν αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά ζητήματα –την απουσία οράματος και αξιών από την πλευρά των πολιτικών ιθυνόντων και όχι το συχνά υποτιθέμενο αίσθημα αδικίας των δραστών –θα έχουμε επιτέλους μια ευκαιρία να στρέψουμε εκείνους που θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι σε μια πιο ουσιαστική πορεία για τις ζωές τους».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ