Σε λογική απόκρουσης «κράτους δικαστών» κινήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χαράλαμπος Αθανασίου στη συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που παραχώρησε τη Δευτέρα το μεσημέρι. Ο κ. Αθανασίου χαρακτήρισε αστειότητες τα περί πολιτικών διώξεων ως προς το θέμα της Χρυσής Αυγής, εκτίμησε ως υπερβολικές τις εγγυήσεις εκατομμυρίων ευρώ που ορίζουν ανακριτές σε κάποιες περιπτώσεις κατηγορουμένων, ενώ επέμεινε – έναντι του σεναρίου συγχώνευσης – για την ανάγκη αυτοτέλειας τόσο του υπουργείου Δικαιοσύνης, όσο και του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.


«Θα καταργήσουμε την Ποινική Δικονομία, επειδή κάποιος είναι βουλευτής, ως ύποπτος τέλεσης αδικήματος;»
σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Αθανασίου, αναφερόμενος στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής. «Αν κάποιο κόμμα δεν θέλει να εξαφανιστεί, να παραιτηθούν οι διωκόμενοι βουλευτές και να αντικατασταθούν από τους επιλαχόντες. Γιατί δεν το κάνουν; Είναι άλλο ζήτημα αν η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση και άλλο αν εγκληματική οργάνωση δρα στο πλαίσιο της Χρυσής Αυγής».

Ο υπουργός διέψευσε κατηγορηματικά ότι τηλεφώνησε στο Πρωτοδικείο Αθηνών για να παρέμβει κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας βουλευτών της Χρυσής Αυγής. «Δεν διανοούμαι να παρέμβω. Πήρα τηλέφωνο, για να ενημερωθώ» εξήγησε.

Λίγη ώρα μετά τις δηλώσεις Αθανασίου, η Χρυσή Αυγή εξέδωσε απάντηση, με την οποία βάλλει κατά του υπουργού, για «νέα άθλια επίθεση Αθανασίου κατά της Χρυσής Αυγής».

Ως προς το ζήτημα της εγγυοδοσίας ύψους εκατομμυρίων ευρώ που επιβάλλεται σε κάποιες περιπτώσεις από τους ανακριτές, προκειμένου να αφεθούν ελεύθεροι κατηγορούμενοι, ο υπουργός τόνισε: «Ως πολίτης, λέω ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι εγγυήσεις είναι υπερβολικές, είναι αυστηρές. Δεν έχω γνώση όμως κάθε δικογραφίας ξεχωριστά. Οι δικαστές κρίνουν με βάση τα ευρήματα της δικογραφίας, δεν δικάζουν με βάση τη συγκυρία και τα βιώματα τους. Συνιστώ πάντως νηφαλιότητα, ψυχραιμία. Κανείς δεν πρέπει να πιστεύει ότι οι δικαστές θέλουν να φτιάξουν κράτος δικαστών, κάτι που οι ίδιοι αποκρούουν. Αποκρούουμε το κράτος δικαστών». Ο κ. Αθανασίου συμπλήρωσε μάλιστα ότι «προφυλακίσεις πρέπει να γίνονται με φειδώ, ιδίως στα οικονομικά αδικήματα».


Οι φυλακές υψίστης ασφαλείας

Ο κ. Αθανασίου υπογράμμισε ότι ιδρύονται άμεσα φυλακές υψίστης ασφαλείας (Γ’ τύπου, όπως αποκαλούνται), στις οποίες θα παραμένουν έγκλειστοι καταδικασθέντες για σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, μεταξύ άλλων για τρομοκρατία, οι οποίοι και δεν θα λαμβάνουν άδειες επί δέκα χρόνια. Στις συγκεκριμένες φυλακές, εξάλλου, το καθεστώς διαβίωσης θα είναι κατά πολύ αυστηρότερο, ακόμη και για τους υπόδικους.

Αναλυτικότερα, στο σχέδιο νόμου προβλέπεται ότι οι καταδικασθέντες θα κρατούνται για χρονικό διάστημα 4 ή 10 ετών, ανάλογα με τα αδικήματα, το οποίο και μπορεί να ανανεώνεται για άλλα δυο χρόνια, αν και εφόσον συντρέχει θέμα επικινδυνότητας του κρατούμενου. Στα σχετικά αδικήματα, περιλαμβάνεται η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση ενώ ο υπουργός έκανε ειδική αναφορά και σε περιπτώσεις βίαιης απόδρασης, άσκησης βίας κατά του σωφρονιστικού προσωπικού, εύρεσης αιχμηρών αντικειμένων στα προσωπικά αντικείμενα των εγκλείστων.

Στο αυστηρότερο πλαίσιο, εντάσσεται ακόμη και ο περιορισμός στις επισκέψεις συγγενών καθώς και στην τηλεφωνική επικοινωνία – μόνον στις επισκέψεις των συνηγόρων δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή.

Οι φυλακές, που όπως είναι γνωστό θα φιλοξενηθούν στον Δομοκό, θα φρουρούνται από αστυνομικούς τμημάτων της περιοχής και ειδικά αυτοκίνητα.


Έρχονται τα βραχιολάκια, επιστρέφουν τα κλεμμένα

Λίγο απέχει το υπουργείο από την καθιέρωση της ηλεκτρονικής επιτήρησης καταδίκων αλλά και υποδίκων: τα βραχιολάκια έρχονται, με το οικείο πιλοτικό πρόγραμμα να είναι στα σκαριά, περιλαμβάνοντας 200-250 άτομα. Όπως τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, 50 άτομα θα προέρχονται από φυλακές της περιφέρειας, 50 άτομα από τις φυλακές του Αυλώνα (ανήλικοι) και 100 υποδίκους – σε αυτούς ενδεχομένως προστεθούν 50 ασθενείς από το νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» στον Κορυδαλλό. Τα πρόσωπα που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, θα επιλεγούν από τα συμβούλια φυλακών.

Για την ευρύτερη εφαρμογή του μέτρου, το υπουργείο θα διενεργήσει δημόσιο διεθνή διαγωνισμό, όπου και θα αναζητήσει την καλύτερη δυνατή προσφορά.

Σύμφωνα με τον κ. Αθανασίου, στο επίκεντρο βρίσκεται επίσης, με σχετικό νομοθέτημα, η επιστροφή των κλεμμένων, των χρημάτων και όχι μόνον, σε βάρος αυτών που έχουν ζημιώσει το δημόσιο ταμείο.

Παρά το γεγονός ότι ο κακουργηματικός χαρακτήρας των πράξεων δεν αναιρείται, εντούτοις θα τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης όσοι οικειοθελώς επιστρέφουν τα «κλεμμένα»· στην περίπτωση απαλλαγής τους από τις κατηγορίες, μετά την ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας, τα ποσά θα επιστρέφονται, πλην όμως άτοκα.

Όσον αφορά την ποινική μεταχείρισή τους, σε σχέση πάντα με την επιστροφή των χρημάτων, το κριτήριο είναι ένα: όσο πιο γρήγορα ληφθεί η απόφαση για επιστροφή, τόσο πιο ευνοϊκή θα είναι η ποινή. Προβλέπεται για παράδειγμα φυλάκιση μέχρι τριών ετών, αν η επιστροφή συνδεθεί με το στάδιο της απολογίας στον ανακριτή, μέχρι επτά έτη, αν αποφασιστεί μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας σε δίκη πρώτου βαθμού και μέχρι δέκα έτη, αν ταυτιστεί με την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας σε δίκη δεύτερου βαθμού.

Από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις, εξαιρούνται αξιωματούχοι, από υπουργούς έως και γενικούς γραμματείς αποκεντρωμένης διοίκησης.

Το σημαντικό είναι ότι προβλέπεται σχετική μεταβατική διάταξη για τις υποθέσεις που εκκρεμούν_ στο στάδιο που βρίσκεται σήμερα η κάθε μία από αυτές.