Είναι γεγονός ότι το Χρηματιστήριο αποτελεί προσφιλή πόλο έλξης για έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό επενδυτών. Συχνά παρουσιάζεται σε αρκετούς επενδυτές η ανάγκη για την ερμηνεία των κυριοτέρων οικονομικών στοιχείων των επιχειρήσεων ως βοήθημα στις επενδυτικές τους επιλογές. Η χρήση των πιο σημαντικών αριθμοδεικτών συνιστά ένα χρήσιμο εργαλείο επιλογής και παρακολούθησης των διαφόρων εταιρειών ­ σε συνδυασμό πάντα με επιπρόσθετα εργαλεία ανάλυσης ­, καθώς αυτοί εκφράζουν σχέσεις που παρουσιάζουν οικονομικό ενδιαφέρον και οδηγούν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Οι χρηματοοικονομικοί αριθμοδείκτες παρέχουν ενδείξεις για την πορεία μιας εταιρείας, καθώς και για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που ακολουθούνται από τη διοίκησή της. Ετσι, μπορούμε να πληροφορηθούμε σε γενικές γραμμές για τη ρευστότητα, τη δραστηριότητα, την αποδοτικότητα και τη βιωσιμότητα σε σχέση με τη διάρθρωση των κεφαλαίων μιας επιχείρησης. Εδώ παραθέτουμε τους 10 σημαντικότερους ­ και κατά την άποψή μας πιο χρήσιμους ­ αριθμοδείκτες και τους εφαρμόζουμε με βάση τις λογιστικές καταστάσεις 1997 της εταιρείας ΑΒ Βασιλόπουλος, που παρατίθενται στο τέλος της παρουσίασης.


1 Δείκτης γενικής ρευστότητας: σύνολο κυκλοφορούντος ενεργητικού / σύνολο βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων


15.306 / 31.209 = 0,49 φορές


Ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει το μέτρο ρευστότητας μιας επιχείρησης και το περιθώριο ασφαλείας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην πληρωμή των καθημερινών απαιτητών υποχρεώσεων. Οσο πιο προβλέψιμες είναι οι εισροές χρημάτων μιας επιχείρησης τόσο είναι γενικότερα αποδεκτός ένας πιο χαμηλός δείκτης, αν και αυτό είναι συνάρτηση κυρίως του κλάδου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση.


2 Δείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού: κύκλος εργασιών / γενικό σύνολο ενεργητικού


106.856 / 44.649 = 2,4 φορές


Ο εν λόγω αριθμοδείκτης παρέχει ενδείξεις για το πόσο η επιχείρηση χρησιμοποιεί εντατικά τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να πραγματοποιεί τις πωλήσεις της. Από αυτό φαίνεται αν υπάρχει υπερεπένδυση κεφαλαίων στην επιχείρηση σε σχέση με το ύψος των πωλήσεών της. Βέβαια, τα στοιχεία αυτού του δείκτη επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη μέθοδο των αποσβέσεων που ακολουθεί η διοίκηση της εταιρείας, δηλαδή από το αν ακολουθείται πολιτική αυξανόμενης ή σταθερής απόσβεσης. Γενικότερα, όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης αυτός τόσο πιο αποτελεσματικά έχουν χρησιμοποιηθεί τα περιουσιακά της στοιχεία. Επίσης, είναι χρήσιμο να γίνεται σύγκριση αυτού του δείκτη με τις ισορροπίες του κλάδου.


3 Δείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας αποθεμάτων: κόστος πωλήσεων / αποθέματα


84.347 / 10.523 = 8, 365/8 = 46 ημέρες


Ο αριθμοδείκτης αυτός επιτρέπει να δούμε πόσες φορές ανανεώθηκαν τα αποθέματα της επιχείρησης σε σχέση με τις πωλήσεις της μέσα στη χρήση. Χρησιμοποιείται δηλαδή για να διαπιστωθεί η ταχύτητα με την οποία τα αποθέματα διατέθηκαν και αντικαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια της χρήσης. Αν διαιρέσουμε το 365 (συνολικές ημέρες του έτους) με τον αριθμό αυτόν διαπιστώνουμε τον αριθμό των ημερών που παρέμειναν τα αποθέματα στην επιχείρηση ώσπου να πωληθούν.


4 Δείκτης ταχύτητας είσπραξης απαιτήσεων: κύκλος εργασιών / απαιτήσεις


106.856 / 1.593 = 67 ημέρες


Ο συγκεκριμένος δείκτης καταδεικνύει αν οι απαιτήσεις μιας επιχείρησης είναι πολύ μεγάλες σε σύγκριση με τις πωλήσεις της. Ανάλογος με την ταχύτητα είσπραξης των απαιτήσεων είναι ο χρόνος δέσμευσης των απαιτήσεων. Μεγάλη ταχύτητα στην είσπραξη των απαιτήσεων σημαίνει μικρότερη πιθανότητα ζημιών από επισφαλείς πελάτες. Η παρακολούθηση της τάσης είναι διαχρονικά χρήσιμη για την αξιολόγηση της ποιότητας και της ρευστότητας των απαιτήσεων.


5 Δείκτης κάλυψης τόκων: κέρδη προ τόκων και φόρων / σύνολο χρεωστικών τόκων


2.470 / 338 = 7,3 φορές


Ο αριθμοδείκτης αυτός φανερώνει τη σχέση μεταξύ των καθαρών κερδών μιας επιχείρησης και των τόκων με τους οποίους αυτή επιβαρύνεται μέσα στη χρήση για τα ξένα κεφάλαια. Αποτελεί δηλαδή ένα μέτρο της δανειακής κατάστασής της σε σχέση με τη δυναμικότητά της να επιτυγχάνει κέρδη, καθώς εμφανίζει την ικανότητά της να εξοφλεί τους τόκους των ξένων κεφαλαίων από τα κέρδη της.


6 Δείκτης οικονομικής μοχλεύσεως: γενικό σύνολο ενεργητικού / σύνολο ιδίων κεφαλαίων


44.649 / 12.798 = 3,4 φορές


Με τον εν λόγω δείκτη παρατηρούμε την επίδραση που ασκεί η χρησιμοποίηση των δανειακών κεφαλαίων στην αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας. Ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη ­ μεγαλύτερος, ίσος ή μικρότερος της μονάδας ­ η επίδραση από τη χρήση ξένων κεφαλαίων στα κέρδη της επιχεόρησης είναι αντίστοιχα θετική και επωφελής, μηδενική ή αρνητική.


7 Δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων: καθαρά κέρδη χρήσης / σύνολο ιδίων κεφαλαίων


1.849 / 12.798 = 14,45%


Ο αριθμοδείκτης αυτός απεικονίζει την κερδοφόρα δυναμικότητα μιας επιχείρησης και παρέχει ένδειξη του κατά πόσο επιτεύχθηκε ο στόχος πραγματοποίησης ενός ικανοποιητικού αποτελέσματος από τη χρήση των κεφαλαίων του μετόχου. Με άλλα λόγια, μετρά την αποτελεσματικότητα με την οποία τα κεφάλαια των φορέων της επιχείρησης απασχολούνται σε αυτήν. Αποτελεί τον βασικό δείκτη τον οποίο η διοίκηση μιας εταιρείας σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος τείνει να προβάλει με τον πιο επιφανή τρόπο στον ετήσιο απολογισμό χρήσης.


8 Δείκτης αποδοτικότητας ενεργητικού: καθαρά κέρδη χρήσης / σύνολο ενεργητικού Χ 100


1.849 / 44.649 = 4,14%


Ο συγκεκριμένος αριθμοδείκτης μετράει την απόδοση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης και επιτρέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας της. Ο δείκτης φανερώνει την ικανότητά της να μπορεί να επιζήσει οικονομικά και να προσελκύσει κεφάλαια που προσφέρονται για επένδυση, «ανταμείβοντάς» τα ανάλογα.


9 Δείκτης μεικτού κέρδους: μεικτά κέρδη εκμετάλλευσης / κύκλος εργασιών


22.508 / 106.856 = 21%


Ο αριθμοδείκτης αυτός, γνωστός και ως μεικτό περιθώριο κέρδους, είναι πολύ σημαντικός διότι παρέχει ένα μέτρο αξιολόγησης της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων. Δείχνει δηλαδή τη λειτουργική αποτελεσματικότητα μιας επιχείρησης και την πολιτική τιμών αυτής. Οσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης μεικτού κέρδους τόσο καλύτερη από απόψεως κερδών είναι η θέση της επιχείρησης διότι μπορεί να αντιμετωπίσει, χωρίς δυσκολία, μια ενδεχόμενη αύξηση του κόστους των πωλούμενων προϊόντων της. Ενας υψηλός δείκτης μεικτού κέρδους δείχνει την ικανότητα της διοίκησης μιας επιχείρησης να επιτυγχάνει φθηνές αγορές και να πωλεί σε υψηλές τιμές.


10 Δείκτης καθαρού κέρδους: καθαρά κέρδη χρήσης / κύκλος εργασιών


1.849 / 106.856 = 1,73%


Ο αριθμοδείκτης αυτός, γνωστός και ως καθαρό περιθώριο κέρδους, προσδιορίζει το κέρδος από τις λειτουργικές δραστηριότητες, δηλαδή το ποσοστό κέρδους που μένει στην επιχείρηση μετά την αφαίρεση από τις καθαρές πωλήσεις του κόστους πωληθέντων και των λοιπών εξόδων. Οσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης τόσο πιο επικερδής είναι η επιχείρηση.


Ο δείκτης «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις»


Η σχέση μεταξύ της χρηματιστηριακής αξίας (κεφαλαιοποίησης) και του κύκλου εργασιών (πωλήσεων) μιας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρείας


Ο λόγος «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» – price / sales ρatio (PSR) δείχνει πόσο δημοφιλής είναι μια εταιρεία στους επενδυτικούς κύκλους με βάση την ικανότητά της να «παράγει» πωλήσεις σε μια συγκεκριμένη χρονιά.


Οταν η χρηματιστηριακή αγορά ακολουθεί έντονες ανοδικές τάσεις, οι επενδυτές συνήθως λησμονούν το γεγονός ότι η εικόνα της αγοράς δύναται να έχει διπλή όψη. Μέσω αυτής της εικόνας τείνουν να αυξάνονται οι πιθανότητες κάποιας βίαιης διόρθωσης ή οι καθοδικές τάσεις να παρουσιάζονται με την ίδια συχνότητα με τις ανοδικές. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα τα λογιστικά κέρδη ενός επενδυτή να μετατρέπονται συχνά σε ζημίες, προτού καν προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να μην καθυστερεί στην «υλική» επίτευξη των όποιων σεβαστών αποδόσεών του. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι τα βήματά μας στο περιβάλλον του Χρηματιστηρίου πρέπει να είναι πάντα μεθοδικά και προσεκτικά, ώστε να διασφαλίζουμε όσο γίνεται περισσότερο τη μακροχρόνια αποδοτικότητα των επενδυμένων κεφαλαίων μας. Για τον λόγο αυτόν πρέπει να εμπλουτίζουμε την γκάμα των «εργαλείων» επιλογής των μετοχών του χαρτοφυλακίου μας με διάφορους δείκτες αποτίμησης και αξιολόγησης, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι σε περιόδους μεικτών τάσεων, με σημαντικές προς τα άνω ή προς τα κάτω διακυμάνσεις. Εξάλλου σε περιόδους σταθερής ή έντονης ανόδου των τιμών των μετοχών ενός Χρηματιστηρίου οι όποιοι δείκτες αποτίμησης τείνουν να προσφέρουν ολοένα και μικρότερη χρησιμότητα, καθώς το κύμα και ο ενθουσιασμός της ανόδου περιορίζουν διαρκώς το συστατικό της ορθολογικής σκέψης στο μείγμα των αποφάσεων του κάθε επενδυτή.


Ενα τέτοιο εργαλείο, με χρησιμότητα ακόμη και σε χρηματιστηριακές συγκυρίες μεικτών τάσεων (όπου δεν παρατηρείται απότομη άνοδος ή βίαιη πτώση τιμών), αποτελεί ο δείκτης «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις». Ο εν λόγω δείκτης προσδιορίζεται από τα δύο θεμελιώδη μεγέθη της εταιρείας στην οποία αναφέρεται: α) την κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία σε δραχμές ή ευρώ) που δίνεται από το γινόμενο «συνολικός αριθμός μετοχών της εταιρείας Χ τρέχουσα τιμή μετοχής στο Χρηματιστήριο» και β) τις πωλήσεις (κύκλο εργασιών) της εξεταζόμενης εταιρείας (μέγεθος σε δρχ. ή ευρώ). Υπογραμμίζεται ότι είναι ορθότερο να λαμβάνουμε τις πωλήσεις του τελευταίου διαθέσιμου (δημοσιευμένου) ισολογισμού της εταιρείας, ώστε ο παρονομαστής του κλάσματος να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά χρονικώς με την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση (που αποτελεί τον αριθμητή του κλάσματος). Ο εν λόγω δείκτης, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένος στην ελληνική επενδυτική κοινότητα, προσφέρει αποτελέσματα τα οποία είναι ιδιαιτέρως αξιόλογα και αρκετά πιο αξιόπιστα από τον μεγαλύτερο αριθμό των διαφόρων δεικτών αξιολόγησης, που εμφανίζονται σχετικά ευρύτερα στην αγορά. Επίσης μοιάζει αρκετά με τον δείκτη Ρ/Ε («τιμή προς κέρδη / μετοχή» ή πιο απλά «κεφαλαιοποίηση εταιρείας / κέρδη εταιρείας») και σύμφωνα με τους «οπαδούς» του λειτουργεί αποτελεσματικότερα από τον περισσότερο διαδεδομένο δείκτη Ρ/Ε.


Η πρακτική εφαρμογή του δείκτη


Οι τιμές του συγκεκριμένου δείκτη στο ελληνικό χρηματιστήριο κινούνται σήμερα από 0 ως 20 φορές (για τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία των εισηγμένων εταιρειών), υποδηλώνοντας πόσες φορές υπερβαίνει ή υπολείπεται η χρηματιστηριακή αξία τις πωλήσεις (ή κύκλο εργασιών) της κάθε εταιρείας. Για ελληνικούς εισηγμένους κλάδους, όπως οι τράπεζες, οι εταιρείες επενδύσεων και οι εταιρείες συμμετοχών, δεν συνιστάται γενικώς η χρήση αυτού του δείκτη, ενώ αντίθετα η χρησιμοποίηση αλλά και η χρησιμότητα του δείκτη βελτιώνεται σημαντικά στις εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι όσο πιο χαμηλός παρουσιάζεται ο δείκτης «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» τόσο πιο ευνοϊκά είναι τα εξαγόμενα συμπεράσματα για την εταιρεία και επακόλουθα για τη μετοχή της, από την οποία ο επενδυτής προσδοκά κεφαλαιακά κέρδη. Από την άλλη πλευρά σε επιχειρήσεις οι οποίες εμφανίζουν ένα ιδιαίτερα μικρό καθαρό περιθώριο κέρδους (κάτω του 5% κατά κύριο λόγο) η εφαρμογή του δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» δεν έχει τη μέγιστη δυνατή αξιοπιστία σε σύγκριση με τις περιπτώσεις υψηλών περιθωρίων κέρδους εταιρειών, των οποίων οι πωλήσεις αντανακλώνται σε ικανοποιητικά κέρδη βάσει των απόλυτων μεγεθών τους. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο δείκτης «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» εκφράζει τη δημοτικότητα της επιχείρησης στον οικονομικό κόσμο και ταυτοχρόνως προϊδεάζει την αγορά για τον βαθμό στον οποίο είναι διατεθειμένη να επενδύσει στις πωλήσεις της συγκεκριμένης εταιρείας. Η αξιοπιστία του παραπάνω δείκτη αντλείται ουσιαστικά από τη διαχρονική σταθερότητα των πωλήσεων σε σχέση με τις άλλες μεταβλητές της εταιρείας. Επίσης η αποτελεσματικότητα του ίδιου δείκτη ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο αριθμητής του κλάσματος είναι η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας, μέγεθος το οποίο πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τον επενδυτή, καθώς αποτελεί τη βαθμολόγηση της εταιρείας σε αξία (δραχμές ή ευρώ) από το ευρύ επενδυτικό κοινό ­ που προβαίνει σε αγορές ή πωλήσεις της μετοχής της και έμμεσα διαμορφώνει την τρέχουσα τιμή αυτής.


Οι τρεις βασικοί κανόνες που συνδέονται με την εφαρμογή του δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» και πιστοποιούνται κατά ένα μεγάλο μέρος από την τρέχουσα πρακτική είναι οι εξής:


­ Εξαγωγή του μέσου δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» της χρηματιστηριακής αγοράς (αθροιστική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων εταιρειών προς αθροιστικές πωλήσεις των εισηγμένων εταιρειών), ο οποίος αποτελεί ένα καθοριστικό μέτρο σύγκρισης της κάθε εταιρείας με το σύνολο της αγοράς. Στα τέλη του 1998 ο δείκτης αυτός (με πωλήσεις χρήσης 1997) κυμαινόταν στο εύρος των 4-5 φορών.


­ Αποφυγή μετοχών που έχουν δείκτη σημαντικά μεγαλύτερο από το μέσο επίπεδο της αγοράς (π.χ., 8 ή 10 φορές) και συγκρατημένη επένδυση σε μετοχές με δείκτη κοντά στο μέσο επίπεδο της αγοράς.


­ Αναζήτηση μετοχών που εμφανίζονται με δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» χαμηλότερο των 1-2 φορών. Τέτοιες περιπτώσεις καταλήγουν συνήθως σε ευχάριστες εκπλήξεις για τους επενδυτές που επέλεξαν τις συγκεκριμένες μετοχές, ιδιαίτερα στο μακροπρόθεσμο διάστημα.


Προχωρούμε σε πώληση των μετοχών που υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιό μας και των οποίων ο δείκτης βρίσκεται σημαντικά υψηλότερα του μέσου επιπέδου ή και ανώτερα των 10 φορών. Στην περίπτωση που δεν «αντιδρούμε» κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναλαμβάνουμε υψηλό ρίσκο για το μέλλον των επενδυόμενων κεφαλαίων μας λόγω μιας ενδεχόμενης διόρθωσης των ακριβών αποτιμήσεων που χαρακτηρίζουν το χαρτοφυλάκιό μας.


Με την ως τώρα παρουσίαση του δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» μπορούμε να καταλήξουμε σε μερικά συνοπτικά συμπεράσματα: 1) Οι εταιρείες με μεγάλη κεφαλαιοποίηση προσπαθούν ­ τείνουν ­ να εμφανίσουν υψηλότερες τιμές του δείκτη. 2) Οι μεγάλες ευχάριστες εκπλήξεις προέρχονται από εταιρείες οι οποίες παρουσιάζουν δείκτη μικρότερο του 1 ή και του 2 και οι περισσότερες απογοητεύσεις προέρχονται από εταιρείες που διαπραγματεύονται με υψηλό δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις».


Μέσω των διαφόρων ερευνών έχει διαπιστωθεί ότι οι υψηλότερες τιμές του δείκτη εμφανίζονται στις εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης και συνήθως η δραστηριότητά τους αφορά κλάδους με ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως είναι σήμερα η πληροφορική και η υψηλή τεχνολογία. Αυτό το γεγονός δικαιολογείται, διότι οι μεγάλες εταιρείες, εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού, προσπαθούν πολύ περισσότερο να επιτύχουν την «ευημερία» των θεμελιωδών μεγεθών τους σε σχέση με το μεγαλύτερο ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων.


Οταν επικρατούν ανοδικές τάσεις στη χρηματιστηριακή αγορά με ιδιαίτερα αισιόδοξες προβλέψεις και διαθέσεις ενθουσιασμού, υπάρχουν αρκετές ως και υψηλές πιθανότητες να επιτευχθούν κέρδη από μια μετοχή η οποία παρουσιάζει υψηλό δείκτη «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις». Σε αισιόδοξη αγορά (αγορά-«ταύρο» ή bull market) ο συσχετισμός του συγκεκριμένου δείκτη με τη μετοχή της εταιρείας εξασθενεί σε σημαντικό ορισμένες φορές βαθμό λόγω του θετικού κλίματος που ωθεί την αγορά υψηλότερα χωρίς να καθιστά αναγκαία την ορθολογική ή επιστημονική προσέγγιση των τιμών. Αντίθετα, όταν το κλίμα αντιστρέφεται και υφίσταται μια απαισιόδοξη αγορά (αγορά-«αρκούδα» ή bear market), τότε οι πιθανότητες για μεγαλύτερες ζημιές θα προέλθουν από τις εταιρείες με μεγάλους δείκτες, καθώς ολοένα και περισσότερο η αγορά θα αντιδρά ορθολογικά και βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων αξιολόγησης.


Ο μέσος δείκτης της αγοράς


Πολλές φορές είναι χρήσιμο να συγκρίνεται ο δείκτης «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» μιας μετοχής με τον μέσο δείκτη της αγοράς, έτσι ώστε να εξάγονται ασφαλέστερα συμπεράσματα για την κάθε εταιρεία σε σχέση με τις εν γένει ισορροπίες του Χρηματιστηρίου.


Η αξιολόγηση του δείκτη ανάλογα με το «αίσθημα» της αγοράς


Η ικανότητα αξιολόγησης ενός δείκτη όσον αφορά την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων του αποδεικνύεται σε περιόδους όπου οι ανοδικές και καθοδικές τάσεις στη χρηματιστηριακή αγορά ισοδυναμούν. Σε τέτοιες χρονικές περιόδους ο δείκτης «κεφαλαιοποίηση / πωλήσεις» εμφανίζεται σαν ένα ισχυρό εργαλείο στα «χέρια» του επενδυτή, καθώς μπορεί να παρέχει κατά ένα μεγάλο ποσοστό ιδιαιτέρως αξιόπιστες πληροφορίες χωρίς τη συμβολή επιπρόσθετων παραμέτρων.


Ο δείκτης «Price Earnings Growth»


Ο δείκτης αποτίμησης που συνδυάζει τον λόγο «Τιμή προς Κέρδη ανά Μετοχή» με τους διαχρονικούς ρυθμούς ανόδου της κερδοφορίας μιας εταιρείας


Μέσα στα πλαίσια που υπαγορεύει η διεθνής επενδυτική κοινότητα για αποδοτικότερη και ακριβέστερη αξιολόγηση της τιμής των μετοχών προκύπτει ένας νέος δείκτης, ο PEG, συνδυασμός των αρχικών γραμμάτων των λέξεων Price, Earnings, Growth (Τιμή, Κέρδη, Μεγέθυνση). Ο νέος δείκτης καταξιώνεται από την εμπιστοσύνη των επενδυτών διεθνώς και αυτό διότι σύμφωνα με τους υποστηρικτές του εμφανίζεται πληρέστερος από τους προϋπάρχοντες και ικανός να επιλύσει αρκετά προβλήματα που ανακύπτουν από τη χρήση άλλων δεικτών αποτίμησης. Τα παραπάνω προβλήματα «ενσαρκώνονται» στην περίπτωση του δείκτη Ρ/Ε που αντιπροσωπεύει τον γνωστό λόγο «Τιμή προς Κέρδη ανά Μετοχή». Το αρνητικό σημείο της υπόθεσης του Ρ/Ε προκύπτει από την αδυναμία του ίδιου του δείκτη να λάβει υπόψη τη δυναμική πορεία και την ενδεχόμενη δυναμική μεγέθυνση μιας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρείας. Υποστηρικτές βέβαια του δείκτη Ρ/Ε εικάζουν ότι το πρόβλημα δεν υφίσταται, καθώς η χρηματιστηριακή αγορά έρχεται να προσφέρει μόνη της τη λύση στο θέμα αυτό, ανταμείβοντας με μεγάλο Ρ/Ε τις εταιρείες που παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανόδου στην κερδοφορία τους και αντίστοιχα με χαμηλό Ρ/Ε τις εταιρείες που εμφανίζουν στασιμότητα.


Στην περίπτωση όμως που οι ρυθμοί αύξησης της κερδοφορίας διακοπούν απροσδόκητα σε μία και μόνο χρονιά (ενώ σε μακροχρόνιο επίπεδο εξακολουθεί να υπάρχει μεγέθυνση), τότε ο δείκτης Ρ/Ε λειτουργεί υπο-πολλαπλασιαστικά στην πτώση της τιμής της μετοχής που ενδεχομένως να επακολουθήσει. Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί εύκολα να αντιμετωπισθεί από τον δείκτη PEG αφού σκοπός του είναι να σταθμίσει τη σχέση «Τιμή/Κέρδη ανά Μετοχή» (δηλαδή το Ρ/Ε) με τη διαχρονική πορεία των κερδών. Η χρησιμότητά του προκύπτει ουσιαστικά από τη διαίρεση του λόγου Ρ/Ε με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των κερδών (ΜΕΡΑ ή Compounded Average Growth Rate) της εξεταζόμενης χρονικής περιόδου (3ετίας, 5ετίας κτλ.). Με τον τρόπο αυτόν, το εξαγόμενο αποτέλεσμα είναι πιο «συμβατό» και ευέλικτο σε απότομες αλλαγές μεγεθών. Τέλος, επισημαίνεται ότι η εξεταζόμενη χρονική περίοδος θα πρέπει να είναι κατά προτίμηση η 5ετία και να περιλαμβάνει έτος ή έτη τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Για παράδειγμα εαν βρισκόμαστε στο έτος του 1998, τότε ενδιαφέρουσες 5ετείς χρονικές περίοδοι θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες: 1994-1998 ή 1995-1999.


Υπολογισμός του δείκτη PEG


Ο δείκτης Ρ/Ε αντιπροσωπεύει τον λόγο: Τιμή/(Κέρδη/Μετοχή), όπου


Τιμή: Τρέχουσα τιμή μετοχής


Κέρδη: Αναμενόμενα κέρδη τρέχοντος έτους


Μετοχή: Συνολικός αριθμός (κοινών και προνομιούχων) μετοχών κατά το τρέχον έτος


Αφού υπολογισθεί ο δείκτης Ρ/Ε, το επόμενο στάδιο για τον υπολογισμό του δείκτη PEG αποτελεί η εύρεση του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης των κερδών της εξεταζόμενης εισηγμένης εταιρείας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ως εξής:


[(Αναμενόμενα κέρδη τελευταίου έτους / κέρδη αρχικού έτους) ^(1/(n-1))] ­ 1.


Οπου «n» είναι ο συνολικός αριθμός των ετών που καλύπτει η συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Π.χ. στην περίοδο 1995-1998 (4ετία) το «n» ισούται με 4.


Αξίζει να σημειωθεί ότι:


* Οταν μια μετοχή έχει δείκτη PEG = 0,5 τότε προτείνεται η αγορά της, ενώ αν ο δείκτης PEG = 2 (ή ανώτερος του 2) τότε προτείνεται η πώληση της μετοχής.


* Ο δείκτης λειτουργεί σαν εργαλείο για μακροχρόνιες επενδυτικές επιλογές και σε μετοχές με ικανοποιητική εμπορευσιμότητα. Αντίθετα δεν προσφέρει ιδιαίτερα σημαντικό έργο στην αναζήτηση επιλογών βραχυχρόνιας διάρκειας.


* Ο δείκτης PEG δεν είναι «εξαντλητικός» ως κριτήριο, γεγονός που σημαίνει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται αυτόνομα αλλά σε συνδυασμό και με άλλα κριτήρια αποτίμησης.