Νέες προοπτικές για το σύνολο των γνωστών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική ­ και όχι μόνο για το Κυπριακό ­ ανοίγονται μετά τη ρύθμιση της εκκρεμότητας των πυραύλων S-300. Το ερώτημα όμως είναι πότε θα εκδηλωθούν οι αναμενόμενες από καιρό νέες πρωτοβουλίες ­ κυρίως από την πλευρά της Ουάσιγκτον ­ οι οποίες συνεχώς μετατίθενται χρονικά, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο σκεπτικισμό.


Η Αθήνα πιστεύει ότι η απαρχή των νέων εξελίξεων θα πρέπει να τοποθετηθεί στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Απρίλιο στην Ουάσιγκτον. Ως τότε θα έχουν διεξαχθεί και οι εκλογές στην Τουρκία με την ελπίδα ότι θα προκύψει ένα σταθερότερο καθεστώς από το σημερινό, γεγονός που θα επιτρέψει να ξεπαγώσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.


Οπως συνήθως συμβαίνει στις συνόδους αυτές μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διμερείς επαφές στο περιθώριο παρά η σύνοδος αυτή καθαυτή. Οπως δείχνουν τα πράγματα ο κ. Ετζεβίτ θα κατορθώσει τη φορά αυτή να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία όμως θα έχει μοναδικό στόχο τη διεξαγωγή των εκλογών. Το ερώτημα είναι τι θα προκύψει από τις εκλογές αυτές, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι πρώτο κόμμα θα είναι και πάλι το Ισλαμικό και μάλιστα με ενισχυμένα ποσοστά σε σύγκριση με τα προηγούμενα εκλογικά αποτελέσματα. Πώς θα αντιδράσουν τη φορά αυτή οι στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν προκαλέσει το καλοκαίρι του 1997 την πτώση του ισλαμιστή πρωθυπουργού κ. Ερμπακάν;


Ευνόητο είναι ότι για να υπάρξει προοπτική βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα πρέπει να υπάρξει και μια ισχυρή πολιτική κυβέρνηση στην Αγκυρα. Στην αντίθετη περίπτωση οι σχέσεις αυτές, αν δεν χειροτερέψουν ακόμη περισσότερο λόγω της αυξανόμενης τουρκικής αδιαλλαξίας, θα παραμείνουν στην ίδια κατάσταση στασιμότητας. Οι Αμερικανοί το γνωρίζουν αυτό καλά και γι’ αυτό δεν πρόκειται να αναλάβουν καμία πρωτοβουλία πριν από τον Απρίλιο.


Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι συναντήσεις που θα έχει στην Ουάσιγκτον ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης με τον πρόεδρο Κλίντον αλλά πιθανότατα και με τον νέο πρωθυπουργό της Τουρκίας θα έχουν καθοριστική σημασία, καθώς μάλιστα η ελληνική πλευρά (μετά τη ματαίωση της εγκατάστασης των S-300 στην Κύπρο) προσέρχεται στις συνομιλίες αυτές διπλωματικά ενισχυμένη και δικαιούμενη πλέον να ζητήσει την ανάλογη χειρονομία καλής θελήσεως από την άλλη πλευρά, δηλαδή την Αγκυρα. Μόνο που η χειρονομία αυτή εξαρτάται ευθέως από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και από την προοπτική να σχηματισθεί επιτέλους η πολυπόθητη ισχυρή κυβέρνηση.


Ανεξάρτητα όμως από την πορεία που θα ακολουθήσουν μετά τον Απρίλιο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το βέβαιο είναι ότι η Κύπρος (έστω και αν οι οπαδοί του ενιαίου αμυντικού δόγματος θεωρούν το αντίθετο και το εξέφρασαν ήδη με τις εντονότατες αντιδράσεις τους) μπορεί τώρα με ιδιαίτερα ενισχυμένη τη διαπραγματευτική θέση της να διασφαλίσει την ενταξιακή της πορεία. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραγγελία των S-300 είχε δοθεί μεγάλο διάστημα προτού ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις τον περασμένο Μάρτιο, που δημιούργησαν το νέο σκηνικό στην Κύπρο. Ενα σκηνικό όπου η διπλωματική μάχη παίρνει το προβάδισμα έναντι της αδιέξοδης στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία.


Οσοι αντιδρούν ακόμη στη Λευκωσία σκέφτονται ασφαλώς με βάση τα παλαιά δεδομένα και δεν αντιλαμβάνονται τις δυνατότητες που έχει τώρα πλέον η Κύπρος να αξιοποιήσει τα πολιτικοδιπλωματικά πλεονεκτήματα που διανοίγονται με την προοπτική της ένταξης. Υπό το πρίσμα αυτό όσο οδυνηρή και αν υπήρξε η απόφαση για τη μη εγκατάσταση των S-300 (επειδή ελήφθη πολύ καθυστερημένα και μέσα σ’ ένα ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα) θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμα ορθή, επειδή η Κύπρος παίζει από ‘δώ και πέρα σ’ ένα πεδίο όπου μπορεί να είναι πραγματικά ισχυρή.