Στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος το παρασκήνιο είναι εξίσου εντυπωσιακό με ό,τι φαίνεται. Οι μεγάλες αίθουσες δοκιμών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ολόλευκες και ευήλιες, γεμίζουν κάθε πρωί με αγόρια και κορίτσια που φορούν φόρμες, πουέντ, φανελάκια και κορμάκια. Τα μπουκαλάκια με νερό είναι ακροβολισμένα σε κάθε γωνιά. Οι πυρετώδεις προετοιμασίες αφορούν την πρώτη εφετινή μεγάλη παραγωγή του Μπαλέτου, ένα ανέβασμα της «Λίμνης των Κύκνων» υπό την επιμέλεια του (διευθυντή της ομάδας) Κωνσταντίνου Ρήγου, το οποίο θα κάνει πρεμιέρα στις 10 Νοεμβρίου.
Σε ένα σύντομο διάλειμμα από την πρόβα, του θέτουμε δύο εύλογα ερωτήματα: Τι τον γοητεύει πιο πολύ στο συγκεκριμένο έργο; Ποια είναι η αγαπημένη του σκηνή; «Είναι σημαντικό να τονίσω ότι με γοητεύει ο ίδιος ο Τσαϊκόφσκι ως συνθέτης. Το μελωδικό του υλικό είναι τέτοιο που σου επιτρέπει να μαγευτείς και να ονειρευτείς. Δεν είναι τυχαίο ότι έχω χορογραφήσει και τα τρία σημαντικά του έργα για μπαλέτο. Τη «Λίμνη» και την «Ωραία Κοιμωμένη» για το Χοροθέατρο του ΚΘΒΕ και τον «Καρυοθραύστη» για την ΟΚΤΑΝΑ. Δεκαεπτά χρόνια μετά την πρώτη φορά, ξαναδιαβάζω τη «Λίμνη των Κύκνων» σε μια συνομιλία με την πρωτότυπη χορογραφία των Πετιπά και Ιβάνοφ, δημιουργώντας μια μετα-κλασική χορογραφία. Θα έλεγα ότι η ιστορία είναι αυτό που με γοητεύει πολύ, ενώ το στοιχείο της μαγείας και της μεταμόρφωσης είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει αυτό το έργο από τα άλλα. Το ίδιο το παραμύθι πάνω στο οποίο είναι βασισμένο το έργο έχει μεγάλο ενδιαφέρον και κυρίως λόγω του δραματικού του φινάλε. Αγαπημένη μου σκηνή από την κλασική χορογραφία είναι το ντουέτο από τη δεύτερη πράξη ανάμεσα στον Ζίγκφριντ και την Οντέτ. Από τη δική μου εκδοχή νομίζω ότι αγαπημένη μου είναι ολόκληρη η τέταρτη πράξη, αλλά με βεβαιότητα θα μπορώ να το πω αφού ανέβει η παράσταση».

Η απόφαση για το έργο

Πώς προέκυψε η απόφαση για τη συνομιλία με μια παλιά, κλασική χορογραφία; «Η απόφαση αυτή προέκυψε ως απάντηση στον προβληματισμό μου για το πώς θα ήταν σωστό να χορογραφήσω ένα τέτοιο κλασικό έργο για τη μοναδική κλασική ομάδα χορού που υπάρχει στην Ελλάδα, το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά μου ως διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ, προτεραιότητά μου ήταν, και παραμένει, να κάνω χορογραφίες που συνδέονται και σέβονται την ταυτότητα και την κλασική κατεύθυνση του Μπαλέτου και όχι να πειραματιστώ σε δρόμους ξένους προς τους χορευτές μας. Στις πρώτες κουβέντες που έκανα με τους χορευτές, αντιλήφθηκα ότι ήθελαν να χορέψουν ένα κλασικό έργο. Με αυτό ως δεδομένο, επέλεξα τη «Λίμνη» ως εναρκτήριο έργο, η οποία ενδείκνυται για μια τέτοια διαλεκτική εκδοχή».
Το να χαζεύεις τους χορευτές να κάνουν πρόβες είναι απόλαυση. Τεστάρουν τις αντοχές και τα όριά τους, προσπαθούν να συντονιστούν όποτε χρειάζεται, μιλούν με τα μάτια. Ο αλβανικής καταγωγής πρώτος χορευτής Ντανίλο Ζέκα, ένας από τους Ζίγκφριντ της παράστασης, έχει παίξει τρεις φορές αυτό το έργο: «Kάθε φορά είναι μια πρόκληση. Σπούδασα στην Ακαδημία Χορού στα Τίρανα, το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό – ειδικά τότε επί κομμουνισμού – και θυμάμαι πως όταν πρωτοείδα το έργο ένιωσα κάτι σαν έρωτα με την πρώτη ματιά». Για την πρώτη χορεύτρια Βίκυ Ισακίδου: «Ο Ρήγος είναι απίθανος και δίνει πάντα μια άλλη ματιά στα πράγματα. Νομίζω ότι θα υπάρξουν πολλές ευχάριστες εκπλήξεις για το κοινό. Το έργο είναι το αγαπημένο από τα αγαπημένα μου. Το έχω ξαναχορέψει και ήταν η πιο δυνατή εμπειρία της ζωής μου. Πρόκειται για μια πολύ απαιτητική παράσταση και η προσθήκη σύγχρονων στοιχείων δίνει φυσικά μια άλλη προοπτική, μια ελευθερία, δυσκολεύοντας ταυτόχρονα τη δουλειά μας πολύ περισσότερο». Ο ρομαντισμός του έργου βρίσκει τους δύο συναδέλφους να διαφωνούν. Ο Ζέκα λέει πως οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν πια από έρωτα, ενώ η Ισακίδου πιστεύει πως «κάθε εποχή έχει τους δικούς της τρόπους έκφρασης, τους δικούς της κώδικες, τα συναισθήματα παραμένουν ίδια, η ουσία του ανθρώπου δεν αλλάζει, αλλάζουν οι συνθήκες».
Στο corps de ballet υπάρχουν και ξένοι χορευτές, όπως ο Ιταλός Τζιορντάνο Μπότσα και η Γιαπωνέζα Αγιούκα Νίτα, οι οποίοι είχαν δουλέψει παλιότερα μαζί και στην Τσεχία. Κοσμοπολίτικες πινελιές σε μια ομάδα που ποντάρει τα τελευταία χρόνια στην εξωστρέφεια. Ο σολίστ Στέλιος Κατωπόδης από τη Λευκάδα, ο οποίος ξεκίνησε μάλιστα μπαλέτο σχετικά αργά, στα 18 του, ακούει με μεγάλο ενδιαφέρον το πιάνο. «Με γοητεύει πάρα πολύ η μουσική, ο λυρισμός και ο δυναμισμός της» λέει. H σολίστ Πόπη Σακελλαροπούλου συνδέεται από παλιά με το συγκεκριμένο έργο: «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έχω αναμνήσεις από τη «Λίμνη των Κύκνων». Είχαμε τον δίσκο με τη μουσική στο σπίτι, έχω μια εικόνα από ένα μαύρο εξώφυλλο με κάτι φτερά, έβλεπα και τις βιντεοκασέτες με τη Μακάροβα όπου έλεγε πως κάνει τις ασκήσεις του πιλάτες για να γίνει το εξτένσιον στην πλάτη, για να γίνει δηλαδή κύκνος». Στην παράσταση βρίσκει ενδιαφέροντα τα στοιχεία που σχετίζονται με «την πολυεπίπεδη φύση των ανθρώπων, το φαίνεσθαι που δεν συμπίπτει απαραίτητα με το είναι». Η Σακελλαροπούλου ανήκει στους τυχερούς που έχουν δει το θρυλικό ανέβασμα του Μάθιου Μπάρνεϊ με αποκλειστικά άνδρες χορευτές, ενώ ξεχωρίζει και την εκδοχή του Ζακλίνσκι με τη Μεζέντσεβα. Ολοι τους πάντως δείχνουν να έχουν αδυναμία σε μια σύγχρονη ερμηνεύτρια της «Λίμνης», στην αργεντίνα χορεύτρια του Βασιλικού Μπαλέτου Μαριανέλα Νούνιεζ.