Ενας πατέρας κατηγορείται αβάσιμα ότι βίασε την ανήλικη κόρη του και οδηγείται στην αυτοκτονία. Ρεπορτάζ πολέμου από ειρηνικές περιοχές. Ανύποπτοι άνθρωποι στοχοποιούνται ως μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Αποτρόπαια πρωτοσέλιδα εναντίον του Μάνου Χατζιδάκι. Απαγωγείς που συνομιλούν «ζωντανά» με παρουσιαστές δελτίων ειδήσεων. Οροθετικές γυναίκες που διαπομπεύονται, δημοσιογράφοι που χρηματίζονται και εκβιάζουν. Πρόκειται για μερικές από τις 20+1 ιστορίες κιτρινισμού, 20+1 σκοτεινές σελίδες της ελληνικής δημοσιογραφίας, τις οποίες παρουσιάζει με ψύχραιμο και γλαφυρό τρόπο ο δημοσιογράφος Γιάννης Παντελάκης στο βιβλίο «Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας» (εκδόσεις Θεμέλιο).

Οι άνθρωποι, τα Μέσα
και η απαξίωση

Μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η τέταρτη εξουσία έχει τη δύναμη να δημιουργήσει θύματα, να εξοντώσει υπολήψεις και ανθρώπινες ζωές, να παρασύρει σε ψευδαισθήσεις και να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα και τις αντιλήψεις. Οι ιστορίες ξετυλίγονται σε εφημερίδες και τηλεοπτικά πλατό και – μαζί με πολλές άλλες – δίνουν ίσως απάντηση στο ερώτημα: γιατί έχει καταρρεύσει η εμπιστοσύνη των πολιτών στην αξιοπιστία του Τύπου;

«Ολα αυτά τα χρόνια που εργαζόμουν ως δημοσιογράφος έβλεπα γύρω μου να συμβαίνουν διάφορα περίεργα. Γύρω στο 2014-15 διαπίστωσα ότι υπάρχει γενικά μια απαξίωση στην κοινωνία για τον χώρο μας, η οποία ως έναν βαθμό δικαιολογείται αλλά έως έναν άλλον βαθμό όχι. Τον περασμένο Ιανουάριο δημοσιεύθηκε μια έρευνα από το κέντρο Pew η οποία έγινε σε 38 χώρες και στην τελευταία θέση ήταν η Ελλάδα. Η έρευνα αφορούσε τον βαθμό της εμπιστοσύνης που έχει η κοινωνία στην αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παντελάκης.

Στη συγκεκριμένη έρευνα τα ποσοστά αμφισβήτησης των ΜΜΕ ήταν αξιοσημείωτα σε όλες σχεδόν τις χώρες, αλλά στην Ελλάδα η απώλεια της εμπιστοσύνης ήταν καθολική και αφορούσε σε όλες τις παραμέτρους: αμεροληψία, ακρίβεια πληροφόρησης, ποιότητα ειδήσεων, επίπεδο κάλυψης σημαντικών γεγονότων. «Θέλησα να ψάξω να βρω τις αιτίες για τις οποίες καταγράφεται αυτή η εικόνα. Γιατί έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο; Νομίζω ότι οι αιτίες πρέπει να καταλογισθούν σε αυτούς που έχουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης και να κατονομαστούν. Νομίζω ότι είναι ίσως το πρώτο βιβλίο που αναφέρεται ονομαστικά σε μέσα και δημοσιογράφους» λέει.

Μέσα από την έρευνά του ο κ. Παντελάκης ανασύρει ιστορίες που όσοι τις έζησαν δύσκολα τις ξεχνούν και όσοι δεν τις έζησαν δύσκολα τις πιστεύουν. Τον Σορίν Ματέι, που την ώρα που κρατούσε ομήρους συνομιλούσε με τον Νίκο Ευαγγελάτο. Τον Περικλή Κοροβέση να κατηγορείται ως δολοφόνος του Παύλου Μπακογιάννη. Την «Αυριανή» να αποκαλεί τον Μάνο Χατζιδάκι «σκουληκιασμένο τομάρι». Τις προσωπικές ζωές του Μιχάλη Ασλάνη και του Στέφανου Κορκολή να γίνονται βορά στη δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας. Τη δημοσιογράφο Ιωάννα Σωτήρχου να κατηγορείται ως μέλος της «17 Νοέμβρη». Τις εκπομπές της Αννας Δρούζα και της Τατιάνας Στεφανίδου για τις «φραπελιές» και τα θαυματουργά αποτελέσματα των φύλλων ελιάς.

Η πολιτική
εκμετάλλευση

Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από αυτά τα «αυτογκόλ» είναι, όπως επισημαίνει ο κ. Παντελάκης, πολύ σοβαροί. «Πολιτικές ηγεσίες, κατά βάση λαϊκιστικού χαρακτήρα, χρησιμοποιούν την επιφύλαξη της κοινωνίας απέναντι στα ΜΜΕ – κι αυτό συμβαίνει και στη χώρα μας – για να έχουν πολιτικά οφέλη. Βλέπουμε ότι πολιτικά κόμματα εντάσσουν στη στρατηγική τους αυτή την απαξίωση. Η επίθεση εναντίον των ΜΜΕ, τα οποία παρουσιάζονται πολλές φορές ως ο υπαίτιος για όλα τα δεινά, αρκετά συχνά αποτελεί κεντρικό σύνθημα σε προεκλογικές εκστρατείες. Η περίπτωση του Τραμπ είναι νομίζω η πιο χαρακτηριστική» τονίζει.

Οσον αφορά τη δαιμονοποίηση των μέσων ενημέρωσης από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Παντελάκης σημειώνει ότι «δεν γνωρίζω αν τη βοηθάει στις μέρες μας, αλλά σίγουρα τη βοήθησε στα κρίσιμα χρόνια 2014-15 να κερδίσει την εξουσία, αλλά και μετέπειτα, όταν πια είχε ανέλθει στην εξουσία. Για παράδειγμα, στο δημοψήφισμα του 2015 η στοχοποίηση του Τύπου ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα της καμπάνιας του ΟΧΙ. Δυστυχώς η ρητορική αυτή έβρισκε έρεισμα στον τρόπο με τον οποίο τα μεγάλα κανάλια κάλυψαν την καμπάνια. Τα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιήθηκαν – δυστυχώς και με δική τους ευθύνη – ώστε η απαξίωσή τους να γίνει αντικείμενο πολιτικής τακτικής».

Η εξάπλωση και
η αντιμετώπιση

Μέσα από το βιβλίο του Γιάννη Παντελάκη διαπιστώνει κανείς ότι τα fake news δεν αποτελούν δυστυχώς φαινόμενο της εποχής, αλλά έχουν μια διαχρονική παρουσία στον τομέα της ενημέρωσης. Ωστόσο στις μέρες μας το φαινόμενο έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. «Το μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν σήμερα όσοι διακινούν ψευδείς ειδήσεις είναι η ταχύτητα με την οποία μπορεί να γίνει η διασπορά τους μέσω του Διαδικτύου. Σε ελάχιστο χρόνο ψευδείς ειδήσεις διακινούνται και αναπαράγονται και μπορεί να φθάσουν σε χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους. Η διάψευσή τους απαιτεί περισσότερο χρόνο. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου οι αποδέκτες των fake news έχουν γίνει κοινωνοί και αυτοί που διάβασαν την ψεύτικη είδηση δεν είναι απαραίτητο ότι θα διαβάσουν και τη διάψευσή της. Ακόμα κι αν τη διαβάσουν δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πειστούν για το ψευδές της είδησης. Πολύ συχνά θεωρούν ότι η διάψευση είναι απόδειξη της αλήθειας. Οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν μεγάλη πέραση στην εποχή μας» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πρόσφατες μεγάλες έρευνες έχουν δείξει ότι η δύναμη των fake news είναι τεράστια και η αντιμετώπισή της μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Επηρεάζουν συνειδήσεις, εκλογικές συμπεριφορές και πολιτικές απόψεις. «Εχουν επηρεάσει εκλογές στις ΗΠΑ και στη Βρετανία με το Brexit. Οταν οι ψηφοφόροι έμαθαν ότι πολλές από τις ειδήσεις που τους ώθησαν να ψηφίσουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ήταν ψευδείς ήταν τελικά πολύ αργά: είχαν ήδη ψηφίσει. Το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις τα αποτελέσματα ήταν οριακά δείχνει ακριβώς πόσο σημαντικές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις των ψευδών ειδήσεων» λέει ο κ. Παντελάκης και συμπληρώνει ότι το μεγάλο στοίχημα των δημοσιογράφων στις μέρες μας είναι «το πώς θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την εξάπλωση των fake news, που είναι μια πληγή όχι μόνο για την ενημέρωση, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία».