Η πρώτη – μετά το 2011 – αύξηση του κατώτατου μισθού, έστω και σε περιορισμένο ποσοστό, σηματοδοτεί  τη «νέα μεταμνημονιακή  εποχή», αλλά ταυτοχρόνως «εγκαινιάζει» έναν άλλον τρόπο καθορισμού των αμοιβών, που δεν συνάδει με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Η αργή – μακρόσυρτη – επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων μόνο σε κλαδικό επίπεδο (αφού η εθνική σύμβαση δεν καθορίζει πλέον τις αυξήσεις των κατώτατων ορίων) κρίνεται εντός του 2019. Ωστόσο, στο υπάρχον δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, οποιαδήποτε βελτίωση και αν επιτευχθεί στον τομέα των συμβάσεων, σε καμία περίπτωση δεν θα πλησιάζει το καθεστώς που ίσχυε στην προ του 2012 περίοδο.

Τα ποσοστά της ανεργίας παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, παρά την υποχώρηση των τελευταίων ετών.

Η πανσπερμία των διαφορετικών συντάξεων που δημιούργησε ο αποτυχημένος νόμος Κατρούγκαλου προκαλεί νέες δικαστικές περιπέτειες, αφού η ανομοιογένεια στις παροχές του συστήματος αναμένεται πολύ σύντομα να απασχολήσει την ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία – πέραν τούτου – θα κρίνει και τη συνταγματικότητα του νόμου.

Χαμηλές προσδοκίες

Τα θέματα αυτά συνθέτουν το σκηνικό του 2019 στον χώρο της αγοράς εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης. Πέραν των προσδοκιών που έχει δημιουργήσει η κυβέρνηση για τη μεταμνημονιακή εποχή, η χρονιά που έρχεται είναι εκλογική και είναι γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει τα θέματα τα οποία έχουν σχέση με τις αμοιβές και την ασφάλιση.

Ωστόσο οι προσδοκίες, τόσο για το περιεχόμενο της αύξησης του κατώτατου μισθού όσο και για τον τρόπο επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων, παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, καθώς οι δεσμεύσεις της χώρας είναι αυστηρές και τα περιθώρια και στους δύο αυτούς τομείς  περιορισμένα.

Η κυβέρνηση, μετά την αποτροπή των περικοπών των συντάξεων, αναμένεται εντός του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Ιανουαρίου να ολοκληρώσει το πακέτο των προεκλογικών παροχών, με την ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου μισθού και την ταυτόχρονη κατάργηση του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού για του νέους κάτω των 25 ετών.

20 έως 25 ευρώ

Η συζήτηση για το θέμα αυτό βρίσκεται στο επίπεδο των τεχνοκρατών, δηλαδή στους εμπειρογνώμονες που θα καταρτίσουν το πόρισμα διαβούλευσης, και η υπουργός θα λάβει εντός του Ιανουαρίου την τελική απόφαση για τις αυξήσεις, την οποία θα εισηγηθεί προς το Υπουργικό Συμβούλιο.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομικών παραγόντων η αύξηση που αναμένεται να δοθεί από τον Ιανουάριο του 2019 δεν θα ξεπερνά τα 20 έως 25 ευρώ μηνιαίως – ήτοι 3,5% ως 4%. Δηλαδή ο νέος κατώτατος μισθός υπολογίζεται να διαμορφωθεί στις αρχές του 2019 στα 606 έως 610 ευρώ από τα 586 ευρώ που είναι σήμερα. Η αύξηση θα είναι υψηλότερη για τους νέους κάτω των 25 ετών αφού αναμένεται να καταργηθεί ο υποκατώτατος μισθός, που ισχύει από το 2012 και φθάνει τα 511 ευρώ. Το συγκεκριμένο ύψος των αυξήσεων – κατά τους οικονομικούς παράγοντες – προκύπτει από τις υφιστάμενες δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.

Οπως και να ‘χει θα πρόκειται για τις πρώτες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό μετά τη δραματική μείωση του 2012, που οδήγησε στην κατάρρευση των μισθών. Η αύξηση αυτή – για πρώτη φορά – θα γίνει με κυβερνητική απόφαση, δηλαδή δεν είναι προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.

Απέχει η ΓΣΕΕ

Πρέπει να σημειωθεί ότι από τη συγκεκριμένη διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού απέχει η ΓΣΕΕ, ζητώντας από την κυβέρνηση να επαναφέρει με νόμο τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα που ήταν πριν από τη μείωσή του το 2012 και ακολούθως να ισχύσουν και πάλι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων προκειμένου να διαμορφώνονται ελεύθερα οι κατώτατες αμοιβές μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Στο σκέλος της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων η «πρόοδος» που συντελείται είναι εξαιρετικά αργή, παρότι η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι με την ολοκλήρωση του Μνημονίου και την αποκατάσταση των αρχών της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης το θέμα αυτό θα προχωρούσε με ταχύτερους ρυθμούς.

Μέχρι το τέλος του 2018 είχαν επεκταθεί 10 κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες καλύπτουν συνολικά 191.000 εργαζομένους. Οι εργοδοτικές οργανώσεις δύσκολα προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις για την επίτευξη νέων συμβάσεων, ενώ όλα δείχνουν πως θα απαιτηθεί μεγάλο χρονικό διάστημα για την επαναφορά της κανονικότητας στον τομέα των διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων.

Η ανεργία

Και στο σκέλος της απασχόλησης-ανεργίας η εικόνα δεν είναι καλή. Η ανεργία φαίνεται να υποχωρεί με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, κάτι που προβλέπεται να συνεχισθεί και το 2019. Επίσης σημαντικό είναι το στοιχείο ότι δεσπόζουσα θέση στις νέες θέσεις εργασίας κατέχουν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής απασχόληση).

Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης, που το 2017 άγγιξε το 2,1% σε ετήσια βάση, φαίνεται πως παρουσιάζει κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 σημάδια επιβράδυνσης, φθάνοντας το 1,7% σε ετήσια βάση. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε 21,5% το 2017, από 23,6% το 2016, και διαμορφώθηκε οριακά κάτω από το 19% το τρίτο τρίμηνο του 2018. Εμπειρογνώμονες προσδιορίζουν ότι το ποσοστό θα πέσει στο 18,2% το 2019, κάτι που επαληθεύει την αργή αποκλιμάκωση του προβλήματος.

Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει μακράν υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό, που εκτιμάται στο 8,6%. Η περαιτέρω αποκλιμάκωσή του αποτελεί ένα από τα «βασικά στοιχήματα της νέας χρονιάς».

Tο άλυτο παζλ των συντάξεων

Η μη περικοπή των συντάξεων μπορεί να έδωσε «ανάσα ζωής» σε εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους, ωστόσο συνέτεινε στη δημιουργία ενός ανομοιογενούς «μωσαϊκού συνταξιούχων».

Ενάμιση χρόνο μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου πληθαίνουν οι ανισότητες μεταξύ συνταξιούχων και πολλαπλασιάζονται τα «νομοθετικά παράθυρα» που μπορούν να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση της συνταγματικότητας και του νέου νόμου με τον οποίο εκδίδονται πλέον όλες οι νέες συντάξεις.

Η συγκεκριμένη εικόνα περιλαμβάνει δικαιούχους, οι οποίοι αφενός έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης – έτη ασφάλισης και εισφορές –, αφετέρου λαμβάνουν διαφορετικές παροχές, με μοναδικό κριτήριο την ημερομηνία εξόδου από τον εργασιακό βίο.

Οπως λένε οι νομικοί, η έλλειψη σχεδιασμού και οι κυβερνητικές παλινωδίες στο Ασφαλιστικό – από το 2016 μέχρι σήμερα – έχουν δημιουργήσει τέτοια ανομοιογένεια στις παροχές του συστήματος, η οποία πολύ σύντομα θα απασχολήσει και θα κριθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη. Επίσης αυτός καθαυτός ο νόμος Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) κρίνεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας εντός των επομένων μηνών, ενώ χιλιάδες συνταξιούχοι έχουν προσφύγει στα δικαστήρια διεκδικώντας αναδρομικά ενός εξαιρετικά υψηλού ποσού που κατ’ ορισμένους φθάνει τα 2,5 δισ. ευρώ και κατ’ άλλους τα 8-9 δισ. ευρώ. Το τελικό ποσό των αναδρομικών εξαρτάται από χρονικό διάστημα που τα δικαστήρια θα αναγνωρίσουν ως ευδόκιμο για επιστροφή των διεκδικήσεων.

Κατά του νόμου Κατρούγκαλου προσφεύγουν και νέοι – μετά τον Μάιο 2016 – συνταξιούχοι, οι οποίοι στρέφονται κατά του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων. Εφόσον – τελικώς – ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, τα ποσά των αναδρομικών διεκδικήσεων θα πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με αντίστοιχες συνέπειες στην (αν)ισορροπία των δημοσιονομικών στοιχείων της χώρας.