Μπερναρντίν Εβαρίστο, «Τα πράγματα για τα οποία δεν μιλάμε είναι και τα πιο ενδιαφέροντα»
Η βραβευμένη με Booker συγγραφέας δεν σταματά να μάχεται για το φύλο, το χρώμα, την κοινωνική θέση και για το διαβατήριό της: τη δημιουργικότητα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η Μπερναρντίν Εβαρίστο ήταν ανέκαθεν μια μαχόμενη γυναίκα. Προορισμένη για την αορατότητα από όταν μεγάλωνε σε μια λευκή γειτονιά του νότιου Λονδίνου τη δεκαετία του ’60, έβαζε πάντα στο επίκεντρο των αγώνων της καθεμία από τις υποεκπροσωπούμενες πτυχές της ταυτότητάς της, «…ούσα γυναίκα, έγχρωμο άτομο, με καταβολές από την εργατική τάξη και μελαψούς μετανάστες και πρόσφατα μεγαλύτερη γυναίκα», όπως γράφει στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Μανιφέστο. Πώς να μην τα παρατάς ποτέ» (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Ρένα Χατχούτ).
Δεν ήταν κάτι που την κράτησε πίσω, αλλά που την οδήγησε τελικά και στο βραβείο Booker το 2019, γεγονός που την κατέστησε την πρώτη μαύρη γυναίκα στην οποία αποδόθηκε αυτή η τιμή. Στο νέο βιβλίο της αναλύει διεξοδικά την πορεία της από το σπίτι της πολύτεκνης, μεικτής οικογένειας (μητέρα Αγγλίδα, πατέρας Νιγηριανός) που δεχόταν επιθέσεις από εξοργισμένους γείτονες μέχρι τη βραδιά της απονομής, όταν περπάτησε χέρι-χέρι με τη Μάργκαρετ Ατγουντ, με την οποία κέρδισαν από κοινού το πολυπόθητο βραβείο – εκείνη για το αριστουργηματικά πολυπρισματικό «Κορίτσι, Γυναίκα, Αλλο» (εκδόσεις Gutenberg). Το μανιφέστο της, μια λέξη με ειδική βαρύτητα που σε προδιαθέτει για μια διακήρυξη με επαναστατικό χαρακτήρα, είναι επί της ουσίας μια απάντηση σε ένα ερώτημα που απευθύνεται σταθερά σε άτομα σαν εκείνη. Πώς χτίστηκαν αυτά τα ακλόνητα θεμέλια της δημιουργικότητας μέσα από αναμνήσεις και αναστοχασμούς πάνω στη ζωή της.
Γιατί αποφασίσατε να αποκαλύψετε τα πάντα για τον εαυτό σας µε αυτό το βιβλίο; Συνήθως οι συγγραφείς προτιµούν να υπάρχει ένα σχετικό, ας το πω, µυστήριο γύρω από τη ζωή τους, που δεν θα αποκαλύπτει σε ποιον βαθµό είναι τα βιβλία τους βασισµένα στη ζωή τους.
«Δεν αποκάλυψα τα πάντα. Κράτησα για τον εαυτό μου ένα 30%. Σίγουρα αποκάλυψα πολύ περισσότερα από όσα περίμενα όταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο. Πιστεύω όμως ότι όταν γράφεις ένα memoir, πρέπει να αποκαλύψεις ποια είσαι, αλλιώς ποιο το νόημα; Εχω διαβάσει αντίστοιχα βιβλία από λογοτέχνες όπου στο τέλος του βιβλίου δεν έχεις μάθει ποιοι είναι στ’ αλήθεια γιατί θόλωσαν τα νερά σε μεγάλο βαθμό. Ο λόγος που ήθελα να αποκαλύψω τον εαυτό μου είναι ότι όταν κέρδισα το Booker και άρχισα να δίνω συνεντεύξεις, είδα ότι ο κόσμος ενδιαφερόταν να μάθει ποια είμαι, ποια είναι η ιστορία μου, από πού έρχομαι, πώς έφθασα ως εδώ. Ηταν λογικό να τα βάλω όλα αυτά σε ένα βιβλίο, το οποίο είναι επί της ουσίας η καταγραφή της δημιουργικότητάς μου μέχρι σήμερα. Αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να γράψω ορισμένα πράγματα – για τις σχέσεις μου, για τις συνθήκες διαβίωσής μου -,
αλλά αποφάσισα να το κάνω. Γιατί πιστεύω ότι πολύ συχνά τα πράγματα για τα οποία δεν μιλάμε είναι και τα πιο ενδιαφέροντα».
Κερδίσατε το βραβείο Booker στα 60 σας χρόνια και λέτε στο βιβλίο ότι ήταν «η τέλεια ηλικία». Για ποιον λόγο;
«Νομίζω ότι όταν κερδίζεις το Booker στα 60 σου έχοντας εκδώσει βιβλία ήδη από τη δεκαετία του ’90 – υπ’ όψιν, βρίσκομαι στον χώρο των τεχνών από τη δεκαετία του ’80 -, τότε νομίζω ότι η χαρά αυτού του μεγάλου δώρου είναι απίστευτη. Γιατί στα 60 μου είμαι ακόμα δυνατή και υγιής, δεν είμαι 80 για να σκέφτομαι: «Μακάρι να το είχα πάρει στα 60 μου». Δεν βρίσκομαι ακριβώς στη μέση της ζωής μου, αλλά όλα λειτουργούν για εμένα από πολλές απόψεις, οπότε μπορώ να το χαρώ. Αν ήμουν στα 20 μου, θα το είχα θεωρήσει, νομίζω, ως δεδομένο, γιατί όταν τα πράγματα συμβαίνουν στους ανθρώπους με ευκολία σε αυτή την ηλικία μπορεί να το θεωρήσουν ως κάτι δεδομένο, γιατί είναι το μόνο που γνωρίζουν. Αν κέρδιζα το βραβείο όταν ήμουν 30, νομίζω θα με είχε διαλύσει, γιατί βρισκόμουν στην αρχή της καριέρας μου και οι προσδοκίες για το επόμενο βήμα μου θα ήταν ένα βάρος, το ίδιο και αν το κέρδιζα στα 40 μου. Μπορεί να ήταν ωραίο να το κερδίσω στα 50 μου, αλλά τελικά νομίζω ότι τα πράγματα συμβαίνουν όταν είναι γραφτό να συμβούν».
Είναι και ένα από τα καλά τού να µεγαλώνεις.
«Οταν έφθανα στα 50, αποφάσισα να αλλάξω τη νοοτροπία μου και να σταματήσω να τρέμω το γεγονός ότι θα μεγαλώσω. Λέω την ηλικία μου, προσπαθώ να την αποδέχομαι και ταυτόχρονα φροντίζω τον εαυτό μου, βάφω τα μαλλιά μου, γιατί δεν μπορώ να με δω με γκρίζα μαλλιά. Εχω πλήρη επίγνωση ότι ζούμε σε μια κοινωνία που δεν αγαπά το γήρας, ότι οι γυναίκες που μεγαλώνουν πρέπει να είναι αόρατες και ακόμα και όταν βρεθούν σε εξώφυλλο περιοδικού πρέπει να φαίνονται τριάντα χρόνια νεότερες. Υπάρχει βαθύς μισογυνισμός για τις γυναίκες που μεγαλώνουν, ο οποίος είναι αποδεκτός από όλους και αυτό είναι πολύ προβληματικό, είναι μέρος του αγώνα: να σταματήσουν οι νέες γυναίκες να φοβούνται ότι θα μεγαλώσουν και οι μεγαλύτερες να πάψουν να μισούν την ηλικία στην οποία βρίσκονται. Πρέπει να χαιρόμαστε τους εαυτούς μας σε κάθε φάση της ζωής και της ηλικίας μας».
Γιατί θα δίνατε στον νεότερο εαυτό σας να διαβάσει το «Κορίτσι, Γυναίκα, Αλλο» όπως αναφέρετε στο βιβλίο;
«Διότι θα με είχε βοηθήσει να καταλάβω ένα ευρύτερο φάσμα της εμπειρίας τού να είσαι μαύρη γυναίκα στη Μεγάλη Βρετανία και αυτό θα ήταν μια πολύ χρήσιμη εμπειρία για εμένα. Θα έβλεπα έναν χαρακτήρα, για παράδειγμα την Αμα, ο οποίος θα ήταν μια αντανάκλασή μου, κάτι που δεν έχω δει ποτέ στη λογοτεχνία, ακόμα και στα βιβλία μαύρων γυναικών συγγραφέων. Θα μου έδινε λοιπόν μια προοπτική για το ποια μπορώ να γίνω σε αυτόν τον κόσμο ως μια νέα γυναίκα».
Γίνατε όµως η γυναίκα που θέλατε να γίνετε, πετύχατε αυτό που επιθυµούσατε στη ζωή. Τι παραπάνω θα είχατε µάθει που δεν το βρήκατε µόνη σας µέσα από τις εµπειρίες σας;
«Ω, αυτή είναι καλή ερώτηση. Δεν ξέρω αν θα είχε αλλάξει η πορεία της ζωής μου, αλλά θα με είχε βοηθήσει να εμβαθύνω στην κατανόηση του εαυτού μου. Η πορεία της ζωής μου είναι αυτή που είναι και με έκανε τον άνθρωπο που είμαι, αλλά θα μου άρεσε όταν ήμουν νεότερη να είχα δει τον εαυτό μου να αντικατοπτρίζεται σε ένα βιβλίο. Δεν ξέρω τι επίδραση θα είχε στη ζωή μου, αλλά θα μου άρεσε, θα μου είχε προσφέρει ένα είδος ενδυνάμωσης».
Είναι ικανοποιητικός ο αριθµός αντίστοιχων φωνών που υπάρχουν σήµερα στη Μ. Βρετανία;
«Δεν ξέρω αν θα αισθανθώ ποτέ ικανοποιημένη από το επίπεδο εκπροσώπησης των μαύρων γυναικών στη βρετανική λογοτεχνία. Σίγουρα τα πράγματα είναι καλύτερα από ό,τι ήταν και υπάρχουν ευκαιρίες για να εκδοθεί κάποια συγγραφέας, περισσότερες από όσες έχουν ποτέ υπάρξει τα τελευταία έτη και αυτό συνέβη τα τελευταία 2-3 χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε εκεί που πρέπει όσον αφορά την κλίμακα των ανθρώπων που πρέπει να βρίσκονται εκεί έξω. Οταν βγήκε το «Κορίτσι, Γυναίκα, Αλλο» το 2019 είχαν εκδοθεί μόλις 2 ή 3 άλλα βιβλία από μαύρες συγγραφείς εκείνη τη χρονιά. Αυτός δεν είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός αν αναλογιστεί κανείς ότι στη Μ. Βρετανία κυκλοφορούν χιλιάδες βιβλία κάθε χρόνο. Η κουλτούρα αρχίζει και αλλάζει και γνωρίζω ότι οφείλεται και σε εμένα, γιατί έχω κάνει ακτιβισμό για τη συμπερίληψη εδώ και πολλά χρόνια και όταν κέρδισα το Booker όλοι άρχισαν να με ακούνε με τρόπο που δεν είχε συμβεί μέχρι τότε».
To κίνηµα «Black Lives Matter» υπήρξε καταλύτης προς αυτή την κατεύθυνση;
«Δεν είμαι σίγουρη ότι ήταν ένα «κίνημα». Κάποιες φορές το αποκαλώ «μια στιγμή», γιατί δεν πιστεύω ότι είναι οργανωμένο, όπως για παράδειγμα το Κίνημα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα τις δεκαετίες ’50 και ’60. Το «BLM» ήταν μια στιγμή που εξαπλώθηκε στον κόσμο και είχε να κάνει με τη συμμετοχή πολλών και διαφορετικών κοινοτήτων που μίλησαν για τις φυλετικές αδικίες όχι μόνο στην Αμερική αλλά και σε άλλες χώρες. Νομίζω ότι όλη η ιδέα αυτού που αποκαλώ «λευκή συμμαχία» και «λευκοί άνθρωποι που είναι ενεργά αντιρατσιστές», υπήρχε πάντα, αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα. Νομίζω ότι αυτό που συνέβη με το «BLM» ήταν η περφόρμανς του αντιρατσισμού, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου εκεί λαμβάνουν χώρα αντίστοιχες «επιτελέσεις» που είναι μάλλον επιφανειακές. Το αληθινό ενδιαφέρον και ο αγώνας εναντίον του ρατσισμού απαιτεί πολύ περισσότερη δουλειά από το να ποστάρεις tweets, κάτι που ήταν πολύ δημοφιλές μετά τη δολοφονία του Φλόιντ, ή να μαυρίζεις τη σελίδα σου στο Instagram. Νομίζω ότι οι περισσότεροι – και πρέπει να προσέξω τι θα πω εδώ – αγωνίζονται για κοινωνικές αλλαγές όταν επηρεάζονται και οι ίδιοι. Ο ρατσισμός ως σύστημα θα ατονήσει μόνο όταν περισσότεροι λευκοί αναλάβουν την ευθύνη του και νομίζω ότι όταν κινήσεις σαν το «BLM» ατονούν, ο κόσμος επιστρέφει στον συνήθη τρόπο σκέψης και ζωής του. Είναι σαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ολοι ανέβαζαν posts στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ξεκίνησε και μετά σταμάτησαν να το κάνουν γιατί δεν τους αφορούσε πραγματικά, δεν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τους ίδιους».
Λέτε ότι πρέπει «να προσέξετε τι θα πείτε». Παλαιότερα όµως «πετάγατε πέτρες στο κάστρο» του κατεστηµένου. Η µεγάλη αναγνωρισιµότητα έχει ως τίµηµα ότι δεν µπορείτε να αγνοήσετε την πολιτική ορθότητα;
«Δεν πιστεύω στον όρο «πολιτική ορθότητα». Πιστεύω ότι είναι επινόηση της Δεξιάς στην προσπάθειά της να αποδυναμώσει προοδευτικές ιδέες. Eίναι προσβολή, όπως και ο όρος «woke» που χρησιμοποιείται ευρύτατα στα media για τους προοδευτικούς ανθρώπους που αγωνίζονται για μια πιο δίκαιη κοινωνία για κοινότητες που υποεκπροσωπούνται. Ναι, αισθάνομαι ότι είμαι πιο προσεκτική ομιλήτρια πλέον. Υποθέτω ότι εκφραζόμουν μέσα από την καρδιά μου στο παρελθόν και δεν νοιαζόμουν για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες όσων έλεγα. Οσο ωριμάζω και αναλαμβάνω θέσεις ευθύνης, έχω πλήρη επίγνωση ότι αυτά που θα πω μπορεί να παρερμηνευθούν, να σχολιαστούν εκτός πλαισίου. Υπάρχει μια βαρύτητα σε αυτά που λέω, οπότε είναι δύσκολο να μιλάω για ασήμαντα πράγματα, να είμαι ειρωνική, γιατί όσα πω μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον μου ή εναντίον των αξιών που πρεσβεύω και πιστεύω. Πρέπει να είμαι μια προσεκτική, σκεπτόμενη γυναίκα και ομιλήτρια. Το λέω ως κάτι πολύ θετικό».
Νιώθετε ότι το αναβαθµισµένο προφίλ σας επηρεάζει και τον τρόπο µε τον οποίο επικοινωνείτε µε τους αναγνώστες σας µέσα από τα βιβλία σας;
«Κοιτάξτε, το «Κορίτσι, Γυναίκα, Αλλο» πούλησε γύρω στο 1 εκατομμύριο αντίτυπα στη Μ. Βρετανία, ενώ τα υπόλοιπα βιβλία μου είχαν πουλήσει γύρω στις 20.000. Η αναγνωσιμότητα του έργου μου εκτοξεύθηκε. Αυτό όμως που θα κάνω είναι να γράψω το βιβλίο που θέλω εγώ και δεν θα προσπαθήσω να μαντέψω τι θέλουν να διαβάσουν οι αναγνώστες μου, γιατί αυτό δεν έχει νόημα για εμένα. Ούτως ή άλλως δεν επαναλαμβάνομαι στα βιβλία μου. Και αυτή τη φορά θα είναι κάτι φρέσκο και διαφορετικό και το βιβλίο θα έχει την υποδοχή που θα έχει. Σε κάποιους θα αρέσει, σε άλλους όχι. Η μόνη ευθύνη που αισθάνομαι ότι έχω είναι απέναντι στη δημιουργικότητά μου. Αυτή με έφερε εδώ που είμαι».
Διδάσκετε δηµιουργική γραφή στο Πανεπιστήµιο Brunel του Λονδίνου και λέτε ότι οι επίδοξοι συγγραφείς επωφελούνται γενικά πολύ από τέτοιου είδους διδασκαλία. Ωστόσο, από πολλούς αντιµετωπίζεται ως κάτι µη απαραίτητο, γιατί θεωρούν τη συγγραφή µια πιο οργανική διαδικασία.
«Νομίζω ότι οι άνθρωποι που το πιστεύουν αυτό προέρχονται συνήθως από μια συγκεκριμένη γενιά και φύλο. Είναι άνδρες, συχνότατα με βρετανικό υπόβαθρο, οι οποίοι πιστεύουν στη φυσική διάνοιά τους, ότι έγιναν συγγραφείς γιατί το είχαν μέσα τους και δεν χρειάζονταν κανέναν να τους βοηθήσει. Η αλήθεια όμως είναι ότι πολύ συχνά διαθέτουν μια συγκεκριμένη μόρφωση και προέρχονται από ένα περιβάλλον που κατέστησε το γράψιμο κάτι εφικτό γι’ αυτούς. Επειτα, κάθε μορφή τέχνης διδάσκεται. Οι εικαστικοί πάνε στην Καλών Τεχνών, οι χορευτές σε σχολές χορού, οι ηθοποιοί σε δραματική σχολή – όχι όλοι αλλά πολλοί από αυτούς. Οταν μιλάμε για τη λογοτεχνία, γιατί πρέπει απλώς να έχεις ένα δώρο σταλμένο από τον Θεό; Με τη δημιουργική γραφή δουλεύουμε πάνω στο ταλέντο που έχουν οι σπουδαστές και μετά τους βοηθάμε να το εξελίξουν. Δεν δίνουμε μια συνταγή αλλά τους/τις εισάγουμε στη λογοτεχνία, στην ανάλυσή της από τη σκοπιά της δημιουργικής γραφής, τους μιλάμε για τα εργαλεία που χρειάζονται για να γίνουν επαγγελματίες συγγραφείς. Επίσης, τους εμπνέουμε και τους ενθαρρύνουμε με τρόπο που δεν θα τους συμβεί συχνά στη ζωή τους. Ιδίως αν δεν είναι λευκοί άνδρες της μεσαίας τάξης από προνομιούχα περιβάλλοντα».

