Ο πολυβραβευμένος Μισέλ Βόλκοβιτς, γεννημένος το 1947 στο Παρίσι, είναι σήμερα ο επιφανέστερος μεταφραστής των ελληνικών στη Γαλλία και παραμένει ένας από τους πλέον γνωστούς στο εξωτερικό. Ξεχωριστή και ανεκτίμητη η προσφορά του στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. «Εχω μεταφράσει διακόσιους πενήντα έλληνες δημιουργούς» είπε ο ίδιος προς «Το Βήμα», με απροσποίητη φυσικότητα και ένα περήφανο χαμόγελο, καθισμένος δίπλα στη συνεργάτιδά του Ελένη Ζέρβα.
Συναντηθήκαμε στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, στο Παγκράτι, στον φιλόξενο χώρο του «Λεξικοπωλείου», λίγο προτού αρχίσει μια όμορφη εκδήλωση προς τιμήν του, υπό την αιγίδα του Γαλλικού Ινστιτούτου, την οποία παρακολούθησαν αρκετοί εξέχοντες ποιητές και πεζογράφοι.
Δεν ήταν όμως η μοναδική, γιατί δύο ημέρες αργότερα ήταν προγραμματισμένη άλλη μία εκδήλωση στο κεντρικό βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», με αφορμή την κυκλοφορία του έκτου και τελευταίου τόμου της ανθολογίας «Ελληνες ποιητές του 21ου αιώνα» από τις εκδόσεις «Το μέλι των αγγέλων» (Le miel des anges) που ο Μισέλ Βόλκοβιτς ίδρυσε το 2013. Αυτός είναι ο δικός του ανεξάρτητος οίκος, ο οποίος κλείνει πέντε χρόνια λειτουργίας τον μήνα που διανύουμε, και συγχρόνως γιορτάζει τον πεντηκοστό τίτλο του και τον εκατοστό συγγραφέα του. Χαρακτηρίζεται ασφαλώς από μια ιδιαιτερότητα που εναρμονίζεται πλήρως με τη μεγάλη αγάπη του ιδιοκτήτη του: εκεί δημοσιεύονται (μεταφρασμένα στα γαλλικά προφανώς) αποκλειστικά και μόνο έργα ελλήνων συγγραφέων, κυρίως αυτά που οι περισσότεροι εκδότες (και όχι μόνο οι Γάλλοι) αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα τουλάχιστον: ποίηση, διηγήματα, θέατρο.
«Το ελληνικό καλοκαίρι»
Ο Μισέλ Βόλκοβιτς άρχισε να μαθαίνει ελληνικά το 1978 και το 1979 έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. «Η ιστορία αυτή ξεκίνησε πριν από σαράντα χρόνια. Δεν είχα καμία σχέση με τη χώρα σας. Τη γλώσσα σας την έμαθα για να μην αισθάνομαι χαμένος εδώ, σαν τουρίστας. Υστερα από περίπου τρία χρόνια συστηματικής προσπάθειας, άρχισα να μεταφράζω. Και ανακάλυψα αυτόν τον πλούτο της ελληνικής λογοτεχνίας, της σύγχρονης προπαντός. Στη Γαλλία εκείνη την περίοδο ήταν ελάχιστες οι ελληνικές μεταφράσεις, ενώ παράλληλα οι μεγαλύτεροι μεταφραστές είχαν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Οπότε ήμουν σχεδόν μόνος τότε και, όπως φαίνεται, επωφελήθηκα από ένα παρθένο πεδίο».
Είχαν πέσει στα χέρια του οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Αυτό όμως που τον επηρέασε βαθύτατα ήταν η ανάγνωση του βιβλίου Το ελληνικό καλοκαίρι του Ζακ Λακαριέρ, με τον οποίο κάποια στιγμή μετέφρασε και ρεμπέτικα τραγούδια. Η ενδιαφέρουσα πορεία του Μισέλ Βόλκοβιτς προς την Ελλάδα δεν είναι η συνηθισμένη, δεν συνδέεται λ.χ. με τη μελέτη του αρχαίου πολιτισμού, «εγώ έκανα κατευθείαν μια βουτιά στη σημερινή, ζωντανή Ελλάδα, κι αυτή ακριβώς είναι που με ελκύει ακόμα, η καθημερινότητα, οι άνθρωποι, οι πόλεις της» υπογράμμισε όλο νόημα.
Το πρώτο ελληνικό κείμενο με το οποίο ασχολήθηκε ήταν το Τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή. «Αυτά τα διηγήματα κυριολεκτικά με συνάρπασαν και άρχισα να τα μεταφράζω χωρίς να είμαι ακριβώς καταρτισμένος. Εδειξα ό,τι είχα καταφέρει στον καθηγητή μου στο πανεπιστήμιο και εκείνος μου είπε ότι θα μπορούσα να συνεχίσω». Και, ευτυχώς, το έκανε. Γιατί όμως; Ακόμη και τώρα δεν υπάρχει κάποια εξήγηση για ό,τι συνέβη, τότε υπήρχε απλώς μια «ανάγκη, σχεδόν σωματική» να προχωρήσει, η οποία σταδιακά μετατράπηκε σε μια ακαταπόνητη δημιουργικότητα.
«Με γοητεύει η μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας. Εχω την αίσθηση πως αυτό που λέω γενικά για τη χώρα ισχύει και για τη γλώσσα της. Για μένα, που είμαι Γάλλος, η Ελλάδα είναι αρκετά μακριά για να χαθώ μέσα της και, ταυτόχρονα, αρκετά κοντά για να ξαναβρώ σε αυτήν τον εαυτό μου. Συνιστά, με λίγα λόγια, την ιδανική απόσταση. Είναι κάτι ξένο και την ίδια στιγμή οικείο».
Ωστόσο, συνέχισε ο Μισέλ Βόλκοβιτς, «δεν θα άλλαζα τίποτα στη διαδρομή μου. Σε κάμποσες περιπτώσεις ήταν αρκετά δύσκολη, αλλά δεν έχω παράπονο. Ημουν αρκετά τυχερός ώστε να έχω πια μεταφράσει σχεδόν όλα τα βιβλία που ονειρευόμουν». Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει και μεταφραστικά απωθημένα. Το βασικό; Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
«Η μετάφραση είναι ηδονή»
«Με ρωτάτε πώς αισθάνομαι όταν μεταφράζω; Θα σας έλεγα ότι, τις περισσότερες φορές, είναι σκέτη ηδονή. Ενίοτε όμως λυπάμαι όταν ακούω ορισμένους συναδέλφους να μιλάνε μόνο για τη δυσκολία και το άγχος αυτής της δουλειάς. Εγώ, επί παραδείγματι, δεν νιώθω τέτοια πίεση, τέτοια αγωνία. Γιατί βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Γιατί γνωρίζω εξ αρχής ότι κάτι θα χάσω. Δεν πειράζει. Αρκεί που κάτι θα σώσω. Και σώζονται πολλά» τόνισε ο Μισέλ Βόλκοβιτς.
«Εμένα δεν με πολυνοιάζει να βάλω μια ταμπέλα σε αυτό που κάνω. Δουλεύω με το ένστικτο. Δεν αποδίδω λέξη προς λέξη. Ο μεταφραστής καλείται να αποδώσει ένα σύνολο από ποιότητες (από την ατμόσφαιρα ως το συναίσθημα) που συναποτελούν την ψυχή του κειμένου, καλείται να καταστήσει συγκινητικό το έργο και στη γλώσσα στην οποία μεταφράζει».
Τι συμβουλή θα έδινε σε έναν νεαρό και επίδοξο μεταφραστή; «Καλός μεταφραστής είναι αυτός που, πρωτίστως, ξέρει καλά τη μητρική του γλώσσα. Θα τον προέτρεπα, λοιπόν, να διαβάζει όσο πιο πολύ μπορεί στη δική του γλώσσα, να διαβάζει μέχρις αηδίας, τα πάντα, κάθε είδους κείμενο, παλαιότερο και συγκαιρινό, ακόμη και τα κακά, κι απ’ αυτά μαθαίνει κανείς, γιατί κι αυτά γίνονται μαθήματα όταν αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί είναι προβληματικά, γιατί δεν λειτουργούν».
Τέλος, οι μεταφράσεις παλιώνουν, κ. Βόλκοβιτς; «Παλιώνουν και τα έργα, αλλά αυτά δεν μπορούμε να τα ξαναγράψουμε. Νομίζω ότι, γενικότερα, πράγματι, οι μεταφράσεις παλιώνουν· υπάρχουν όμως και εξαιρετικές μεταφράσεις που αντέχουν στον χρόνο, εκείνη λ.χ. που έκανε ο Σαρλ Μποντλέρ στον Ε. Α. Πόου, η οποία διατηρεί το άρωμα της εποχής της και παραμένει υπέροχη». Τον πιέσαμε λίγο να προβλέψει ποια από τις δικές του θα ζήσει περισσότερο από τις άλλες. Το συλλογίστηκε και κατέληξε σε αυτές του Κώστα Γ. Καρυωτάκη, τον οποίο επίσης έχει μεταφράσει στα γαλλικά, έμμετρα.