Η κρίση κρατά χαμηλά τις τιμές του πετρελαίου
Η ζήτηση είναι χαμηλή και τα διαθέσιμα παραμένουν υψηλά – Σε μαρασμό οι επιχειρηματικοί κολοσσοί του κλάδου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών μηνών κυμάνθηκαν την εβδομάδα που πέρασε οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, καθώς η αύξηση των κρουσμάτων του κορωνοϊού σε χώρες μεγάλης ενεργειακής κατανάλωσης (Ινδία, Βρετανία, Ισπανία αλλά και ΗΠΑ) και οι αντιφατικές ειδήσεις σε ό,τι αφορά την πρόοδο για την παρασκευή εμβολίου απομάκρυναν τις ελπίδες της αγοράς για έξοδο από την οικονομική κρίση και για ουσιαστική ανάκαμψη της παγκόσμιας πετρελαϊκής ζήτησης.
Την περασμένη Τρίτη η τιμή του Brent έκανε μια βουτιά 5% και υποχώρησε κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά από τον Ιούνιο, ενώ στη Νέα Υόρκη η τιμή του αργού κυμάνθηκε καθ’ όλη την εβδομάδα στην περιοχή των 35-38 δολαρίων το βαρέλι. «Η ζήτηση παραμένει χαμηλή, τα διαθέσιμα παραμένουν υψηλά και τα περιθώρια των διυλιστηρίων είναι στενά» εκτίμησε την Τετάρτη η Morgan Stanley, που παρά ταύτα αισιοδοξεί ότι τον χειμώνα το Brent θα ενισχυθεί στα 50 δολάρια το βαρέλι λόγω της αναμενόμενης (από την ίδια) εξασθένησης του δολαρίου και της αύξησης του πληθωρισμού.
Το σοκ της ExxonMobil
Το «ποντάρισμα» όμως στην ανάκαμψη της πετρελαϊκής ζήτησης μοιάζει παρακινδυνευμένο, παρά τον τσουχτερό χειμώνα που προβλέπουν όσοι μελετούν τα μερομήνια και διαβάζουν τον καφέ. Η δραματική προειδοποίηση για έλλειμμα της τάξεως των 48 δισ. δολαρίων το 2021 που προανήγγειλε προ ημερών η ExxonMobil σοκάροντας την αγορά αποδίδεται από τη «Wall Street Journal» εκεί ακριβώς: στις άστοχες εκτιμήσεις της για αύξηση της ζήτησης.
Ακόμα μεγαλύτερο, θα πει κάποιος, ήταν το σοκ που επιφύλαξε στη Wall Street η κορυφαία σε παραγωγή πετρελαϊκή εταιρεία των ΗΠΑ προ δύο εβδομάδων, όταν η μετοχή της εξοστρακίστηκε από τον δείκτη Dow Jones που συγκροτούν οι μετοχές των 30 μεγαλύτερων σε κεφαλαιοποίηση εισηγμένων στο νεοϋορκέζικο χρηματιστήριο εταιρειών. Η μετοχή της ExxonMobil μετείχε αδιαλείπτως στον Dow Jones από το 1928! Και η «υποβάθμισή» της στον S&P 500 συνέπεσε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία οι ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί στη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο. Ξεπέρασαν ακόμα και τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία χάρη στη μεγάλη εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων – πρόκειται για την έντονα αμφισβητούμενη, λόγω των επιπτώσεων στο περιβάλλον, άντληση υδρογονανθράκων με τη μέθοδο της υδραυλικής ρωγμάτωσης.
Η κρίση των εταιρειών
Από το 2010 η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου έχει αυξηθεί κατά 125% και η παραγωγή φυσικού αερίου κατά 60%. Αλλά οι μεγάλες πετρελαϊκές δεν επωφελούνται όσο θα υπέθετε κανείς, διότι στον χώρο του σχιστολιθικού πετρελαίου έχουν εμφανιστεί και δραστηριοποιούνται εκατοντάδες μικρές εταιρείες. Επιπλέον, για πολιτικούς λόγους, οι επενδύσεις αμερικανικών και μη εταιρειών σε παραδοσιακά πετρελαϊκά κοιτάσματα χωρών χαμηλού κόστους, όπως είναι το Ιράν και η Βενεζουέλα, έχουν σταματήσει.
Αν συνυπολογίσει κανείς και τη στοχοποίηση των ορυκτών καυσίμων ως βασικών υπευθύνων για την κλιματική αλλαγή και τη δυσφήμηση του κλάδου στο σύνολό του απέναντι σε μια μεγάλη μερίδα περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένων καταναλωτών της Δύσης, υποψιάζεται ότι ο μόνος δρόμος για μακροημέρευση και ευημερία της ExxonMobil και των άλλων πετρελαϊκών κολοσσών είναι να μετατραπούν από κεντρικοί δημιουργοί σε μέρος της λύσης του περιβαλλοντικού προβλήματος. Να μετατραπούν εν προκειμένω σε παραγωγούς ανανεώσιμης ενέργειας.
COVID-19 και κλιματική αλλαγή απειλούν με εκτροχιασμό τις αγορές
Η κλιματική αλλαγή συνιστά έναν συστημικό κίνδυνο για τη σταθερότητα του αμερικανικού χρηματοοικονομικού συστήματος ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας. Και για την αντιμετώπιση του κινδύνου απαιτείται η έγκαιρη ανάληψη δράσης από τους αρμόδιους θεσμούς και τις ρυθμιστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Αυτό είναι το κεντρικό πόρισμα έκθεσης που συνέταξε 35μελής επιτροπή επιχειρηματικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων των ΗΠΑ, η οποία συστάθηκε με πρωτοβουλία της εποπτικής αρχής της αμερικανικής προθεσμιακής αγοράς εμπορευμάτων και παραγώγων (US. Commodity Futures Trading Commission).
Πρόκειται για μια επιτροπή που συστάθηκε προ 10μήνου με εκπροσώπους μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, όπως η κορυφαία τράπεζα της Wall Street, Goldman Sachs, αλλά και η πετρελαϊκή ΒΡ, επαγγελματικές ενώσεις όπως η Dairy Farmers of America, το Κογκρέσο με βουλευτές και γερουσιαστές και βεβαίως μη κυβερνητικές οργανώσεις περιβαλλοντικού προσανατολισμού όπως η Nature Conservancy.
«Οι φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν ήδη τις Ηνωμένες Πολιτείες και η μετάβαση στην εποχή των μηδενικών εκπομπών ρύπων θα επηρεάσει πολλούς τομείς της οικονομίας. Τόσο οι φυσικές επιπτώσεις όσο και η μεταβατική περίοδος απειλούν να προκαλέσουν συστημικά και υπο-συστημικά σοκ, που ίσως δημιουργήσουν άνευ προηγουμένου ανατροπές στη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών και των θεσμών» σημειώνεται στην έκθεση της επιτροπής, που αριθμεί 196 σελίδες.
«Φορολογήστε τον άνθρακα»
Οι ειδικοί κάνουν λόγο για μεγάλες πυρκαγιές και καταστροφικούς τυφώνες που μπορεί να προκαλέσουν απότομη πτώση των τιμών των ακινήτων, κάτι που θα επιδεινώσει άρδην τη ζωή των ανθρώπων και την ευημερία των κοινωνιών και αναπόφευκτα θα επηρεάσει σοβαρά τις αγορές. «Η πανδημία COVID-19 έχει εξαντλήσει τους πόρους των νοκοκυριών, τους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου η οικονομία είναι πιο ευάλωτη από όσο στο παρελθόν και πιο ευεπίφορη σε σοκ με συστημικές επιπλοκές» υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Πρώτη πρόταση της επιτροπής είναι η φορολόγηση του άνθρακα, «μέτρο που θα πιέσει τις επιχειρήσεις και τις αγορές να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων που προκαλεί η χρήση ορυκτών καυσίμων». Η επιτροπή προτείνει επίσης στις τράπεζες να υιοθετήσουν την έννοια του «περιβαλλοντικού ρίσκου» για τις εισηγμένες επιχειρήσεις. Και επίσης καλεί τις εποπτικές αρχές «να ενσωματώσουν το κριτήριο του περιβαλλοντικού ρίσκου στη διαχείριση και αξιολόγηση των ισολογισμών και στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, κυρίως εταιρικών και δημοτικών ομολόγων».
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης δύο μήνες πριν από τη διεξαγωγή προεδρικών εκλογών δεν έμεινε ασχολίαστη από τον αμερικανικό Τύπο, δεδομένου ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι αρνητής της κλιματικής αλλαγής, ενώ ο Τζο Μπάιντεν τη θεωρεί «υπαρκτή απειλή».

