«Η λύση του Κυπριακού αποτελεί στόχο ζωής…»


ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ.


«Η λύση του Κυπριακού αποτελεί για μένα στόχο ζωής». Αυτή τη φράση επαναλαμβάνει συνεχώς, με τη βαριά κυπριακή προφορά του, ο Δημήτρης Χριστόφιας. Στην αποκλειστική συνέντευξή του στο «Βήμα» στο Προεδρικό Μέγαρο (όπου ο βρετανικός θυρεός με την επιγραφή «Dieu est mon droit» παραμένει άθικτος και οι σφαίρες από το πραξικόπημα του 1974 εναντίον του Μακαρίου είναι ακόμη εμφανείς) ο πρώτος κομμουνιστής ηγέτης χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) τονίζει ότι αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισε να διεκδικήσει και τελικά να κερδίσει την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο κ. Χριστόφιας θεωρεί ότι η καλή σχέση του με τους Τουρκοκυπρίους και κυρίως με τον ηγέτη τους κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ μπορεί να «ξεκολλήσει» το Κυπριακό από το σημερινό τέλμα. Ανθρωπος απλός, ο οποίος δεν ξεχνά να επισημαίνει την ταπεινή καταγωγή του, λατρεύει το σπιτικό φαγητό της συζύγου του Ελσας, βγαίνει στον δρόμο χωρίς φρουρά, χαιρετά τους φίλους του με το μικρό τους όνομα και πιστεύει ότι πέραν του πολιτικού προβλήματος είναι αναγκαία η άσκηση μιας πολιτικής με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν παραλείπει να τονίζει σε όλους τους συνομιλητές του κάθε φορά ότι πρέπει να εξαλειφθεί η φτώχεια, ακόμη και όταν δέχεται στο Προεδρικό Μέγαρο εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου. Εξακολουθεί να είναι παράλληλα γραμματέας του κομμουνιστικού ΑΚΕΛ αλλά σκοπεύει σύντομα να παραιτηθεί από τη θέση αυτή, αφού βεβαίως επιλεγεί πρώτα ο διάδοχός του. Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Χριστόφια έχει ως εξής:




– Υπάρχουν τώρα, κατά τη γνώμη σας, οι προϋποθέσεις για την επίλυση του Κυπριακού και ποιες είναι αυτές;


«Εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Υπάρχουν, δηλαδή, τα περί Κύπρου ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου, το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Από εκεί και πέρα είναι αναγκαίο να υπάρξει πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα τόσο από τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο όσο και ιδιαίτερα από την κατοχική δύναμη, την Τουρκία. Γιατί, αν δεν υπάρξει αλλαγή στην πολιτική της Αγκυρας και βούληση να λυθεί το Κυπριακό στο πλαίσιο που προαναφέραμε, ο δρόμος για τη λύση του δεν θα γίνει κατορθωτό να ανοίξει. Η δική μας πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα είναι δεδομένες. Ευελπιστούμε ότι θα υπάρξει θετική ανταπόκριση και από την άλλη πλευρά».


– Μετά την πρώτη συνάντησή σας με τον κ. Ταλάτ εξακολουθείτε να είστε αισιόδοξος και γιατί;


«Είμαι πάντα συγκρατημένος στις εκτιμήσεις και προσδοκίες μου. Στην πρώτη μας συνάντηση με τον κ. Ταλάτ υπήρξε πολύ καλό κλίμα. Η μακρόχρονη γνωριμία και η σχέση που αναπτύξαμε μεταξύ μας όλα αυτά τα χρόνια αποδεικνύεται ένας επιβοηθητικός παράγοντας. Εγινε μια καλή αρχή. Εχουμε συναποφασίσει μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ας της δώσουμε χρόνο να λειτουργήσει και να παράξει αποτελέσματα».


– Με ποιον τρόπο νομίζετε ότι θα αναθερμανθεί το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για το Κυπριακό;


«Το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για το Κυπριακό είναι ήδη αναβαθμισμένο. Με την εκλογή μας στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα δημιουργήθηκε κινητικότητα. Εχουμε καθήκον να κρατάμε ζωντανό αυτό το ενδιαφέρον. Η συνέπεια στις θέσεις αρχής για τη λύση του Κυπριακού, το μήνυμα ότι είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευθούμε με καλή θέληση και πολιτική βούληση, η συνεχής ανάληψη πρωτοβουλιών και η ευελιξία στη διαχείριση του προβλήματος είναι, νομίζω, τα στοιχεία που μπορούν να κρατήσουν και να αναβαθμίσουν περαιτέρω το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας».


– Εντός του 2009 αναμένεται να αξιολογηθεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και το κατά πόσον έχει υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του Πρωτοκόλλου της Αγκυρας. Θεωρείτε ότι το γεγονός αυτό επηρεάζει τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό θέτοντας ένα άτυπο χρονοδιάγραμμα;


«Κατ’ αρχάς θέλω να τονίσω ότι είναι καιρός η Ευρωπαϊκή Ενωση να γίνει πιο απαιτητική σε ό,τι αφορά την υλοποίηση δεσμεύσεων που η Τουρκία ανέλαβε απέναντί της. Η αξιολόγηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας είναι μια συγκυρία που πρέπει να τύχει αξιοποίησης προκειμένου να προωθηθούν οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. Από εκεί και πέρα θα ήταν λάθος να μιλούμε για τα οποιαδήποτε χρονοδιαγράμματα».


– Τι αναμένετε από τη συνάντησή σας με τον βρετανό πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν και πώς αξιολογείτε και την πρόσκληση προς τον κ. Ταλάτ για να επισκεφθεί και αυτός τη Βρετανία;


«Η Βρετανία είναι ένας από τους παράγοντες που λόγω των δεδομένων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο Κυπριακό. Με τον κ. Μπράουν θα συζητήσουμε τόσο τις εξελίξεις στο Κυπριακό όσο και ευρύτερα τις σχέσεις Λονδίνου – Λευκωσίας. Θα θέσουμε ξεκάθαρα τις θέσεις, τους προβληματισμούς και τις απαιτήσεις μας. Αναμένω να υπάρξει κατανόηση και ότι η εμπλοκή της Βρετανίας θα είναι προς την κατεύθυνση εξεύρεσης μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Θεωρώ φυσιολογικό η βρετανική κυβέρνηση να θέλει να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις απόψεις και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Μέσα από αυτόν τον φακό προσεγγίζουμε την πρόσκληση προς τον κ. Ταλάτ».


– Μετά το άνοιγμα της οδού Λήδρας τι έχει σειρά;


«Στην ατζέντα μας βρίσκεται το άνοιγμα και άλλων οδοφραγμάτων με προτεραιότητα εκείνο του Λιμνίτη. Θα διευκολύνει τα μέγιστα την καθημερινή ζωή των κατοίκων της περιοχής, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Παράλληλα είναι στη σκέψη μας και άλλα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, τα οποία βεβαίως θα συζητήσουμε και με την άλλη πλευρά».


– Λύνουν το πρόβλημα τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης;


«Τα μέτρα αυτά δεν επιλύουν το Κυπριακό ούτε και η προώθησή τους μπορεί να υποκαταστήσει την αναζήτηση συνολικής λύσης. Δημιουργούν όμως ένα καλύτερο κλίμα που βοηθά τόσο στην επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων όσο και στις προσπάθειες εξεύρεσης συμφωνημένης λύσης».


– Με ποιον τρόπο, κατά τη γνώμη σας, θα πρέπει να εμπλακούν η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα μόνιμα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας στο Κυπριακό;


«Το Κυπριακό ως διεθνές πρόβλημα εισβολής, κατοχής και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να παραμείνει στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Η δική μας επιδίωξη είναι τα πέντε μόνιμα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να ασχολούνται συλλογικά και σε συνεργασία με τον ΓΓ με το Κυπριακό και τις εξελίξεις του. Δεν επιθυμούμε να δούμε να αναβιώνει μια κατάσταση όπου ορισμένα μέλη τού ΣΑ είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο και άλλα βρίσκονταν κατά κάποιον τρόπο στο περιθώριο. Παραμένοντας το Κυπριακό στο πλαίσιο του ΟΗΕ δεν σημαίνει ότι η ΕΕ δεν έχει ρόλο και λόγο. Αντίθετα, μια που η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ, και θεμιτό είναι και λογικό είναι, θα έλεγα και αναγκαίο, να εμπλακεί και να βοηθήσει στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού».


– Και πώς αξιοποιείται, κατά τη γνώμη σας, η ΕΕ;


«Εμείς θα αξιοποιήσουμε στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τον παράγοντα ΕΕ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά εκείνες τις πτυχές του Κυπριακού που σχετίζονται με την κατοχύρωση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών».


«Το Σχέδιο Αναν έπαψε να υφίσταται…»


– Εχετε πει πολλές φορές ότι το Σχέδιο Αναν δεν αποτελεί βάση για διαπραγματεύσεις. Αποκλείετε την επιστροφή του;


«Το Σχέδιο Αναν έπαψε να υφίσταται από τη στιγμή που δεν εγκρίθηκε από τον κυπριακό λαό. Αυτό άλλωστε προνοούσε το ίδιο το σχέδιο. Το πλαίσιο αναζήτησης λύσης του Κυπριακού είναι δεδομένο και είναι αυτό που σκιαγραφήσαμε στην πρώτη σας ερώτηση. Από εκεί και πέρα τα Ηνωμένα Εθνη όλες αυτές τις δεκαετίες που ασχολούνται με το Κυπριακό έχουν διαμορφώσει πολλές σκέψεις για τη λύση των διαφόρων πτυχών του. Σκέψεις έχουν και οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων. Ολα αυτά θα συζητηθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».


– Πώς φαντάζεστε το καθεστώς των εγγυήσεων;


«Ο κυπριακός λαός είναι αρκούντως ώριμος για να μη χρειάζεται ούτε εγγυήσεις ούτε εγγυητές. Αλλωστε η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ είναι μια μεγάλη εγγύηση αφ’ εαυτής ότι δεν θα επαναληφθούν τραυματικές καταστάσεις του παρελθόντος που έβλαψαν είτε τον λαό μας στο σύνολο είτε τη μία ή την άλλη κοινότητα. Υπό αυτή την έννοια δεν βλέπουμε την ανάγκη ύπαρξης εγγυήσεων. Αν η κατάργηση των εγγυήσεων είναι ανέφικτη επί του παρόντος, εμείς θα επιμένουμε τουλάχιστον να μην υπάρχει κανένα δικαίωμα της οποιασδήποτε εγγυήτριας δύναμης για μονομερή επέμβαση στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας».