Προσπάθεια μείωσης της εξάρτησης των κρατών-μελών της ΕΕ από την αμερικανική βιομηχανία όπλων βλέπουν αρκετοί αναλυτές πίσω από την πρώτη ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική στον τομέα της άμυνας, την οποία παρουσίασε την περασμένη Τρίτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Βασικά σημεία άλλωστε της στρατηγικής αποτελούν ο στόχος για προμήθεια τουλάχιστον 40% του αμυντικού εξοπλισμού με συλλογικό τρόπο έως το 2030 και η διασφάλιση ότι οι αγορές αμυντικού υλικού εντός της Ενωσης θα αντιπροσωπεύουν το 35% της συνολικής αξίας της ευρωπαϊκής αμυντικής αγοράς. Παράλληλα, η στρατηγική ζητεί από τα κράτη-μέλη να σημειώσουν την ανάλογη πρόοδο έτσι ώστε το 50% του αμυντικού προϋπολογισμού τους να αφορά ευρωπαϊκό αμυντικό υλικό μέχρι το 2030 και το 60% μέχρι το 2035.

Τι ισχύει μέχρι σήμερα

Οσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί μέχρι σήμερα, η Επιτροπή παρουσίασε στοιχεία τα οποία δείχνουν πως σχεδόν το 80% των όπλων αγοράζεται από ξένες εταιρείες, εκ των οποίων ένα ποσοστό άνω του 60% αγοράζεται από τις ΗΠΑ. Εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα πως η χάραξη κατεύθυνσης προς μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αυτάρκεια στον τομέα της άμυνας θα ζημιώσει πρωτίστως τις αμερικανικές εταιρείες – οι οποίες σημείωσαν ρεκόρ πωλήσεων παγκοσμίως το 2023.

Κληθείσα να σχολιάσει το εάν η στρατηγική της ΕΕ είναι κακή είδηση για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, η εκτελεστική αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργκρέτε Βεστάγκερ σχολίασε: «Η Ευρώπη θα είναι πιο αυτάρκης, αλλά προφανώς όχι πλήρως αυτάρκης».

Από την πλευρά του, ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν ανέφερε πως η αμερικανική αμυντική βιομηχανία δεν μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες της Ευρώπης, ιδίως όσον αφορά τα πυρομαχικά. Ο κ. Μπρετόν καθησύχασε επίσης όσους ανησυχούν ότι η στρατηγική θα μπορούσε να έρθει σε αντίθεση με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ. «Ολα αυτά γίνονται σε στενή συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Τα πρότυπα που αναπτύσσουμε στην Ευρώπη είναι πρότυπα της Συμμαχίας» τόνισε ο επίτροπος.

Οσον αφορά τις επικρίσεις απέναντι στην ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική στον αμυντικό τομέα, αυτές εστιάζονται κυρίως στο οικονομικό σκέλος, καθώς το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Επενδύσεων στην Αμυνα (EDIP) που παρουσιάστηκε διαθέτει πόρους που ανέρχονται σε 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ.

Πολύ μικρό το ποσό

Το ποσό αυτό θεωρείται πολύ μικρό σε σχέση με τις απαιτήσεις της φιλόδοξης στρατηγικής, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για ανάγκη εκταμίευσης περίπου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την πλήρη εφαρμογή της.

Για τον σκοπό αυτόν έχουν ήδη αρχίσει να εξετάζονται διάφορες πιθανές επιλογές, όπως η χρήση από τα φτωχότερα κράτη-μέλη πόρων του Ταμείου Συνοχής, έτσι ώστε να καλύψουν τη διαφορά στον προϋπολογισμό με τις πλουσιότερες. Η Επιτροπή πιέζει επίσης την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αλλάξει τη δανειοδοτική της πολιτική και να επιτρέψει την έγκριση δανείων για επενδύσεις στον τομέα της άμυνας, κάτι που δεν συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερης σημασίας θεωρείται η συμπερίληψη της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή στρατηγική. Συγκεκριμένα, η Ουκρανία αντιμετωπίζεται σχεδόν σαν μέλος της ΕΕ και μπορεί να συμμετέχει στις κοινές προμήθειες, ενώ οι ουκρανικές εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν χρήματα από το EDIP. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε και η κυρία Βεστάγκερ, «η επιλογή αυτή είναι ένα μήνυμα για το μέλλον της Ουκρανίας ως κράτους-μέλους της ΕΕ».