Η «φυλή» των κατασκόπων έχει άγραφους κανόνες. Νόμους με τους οποίους εξοικειώνονται από την ώρα μηδέν και μαθαίνουν να ζουν εφ’ όρου ζωής. Αν κάποιος μυστικός πράκτορας τους παραβεί ή αν προδώσει την υπηρεσία, σπάνια ζει μια μακρά και ήσυχη ζωή. Ο θάνατος παραμονεύει παντού. Ακόμα κι αν εγκαταλείψει το πόστο, ακόμα κι αν επιλέξει να περάσει απαρατήρητος, ζώντας με άλλη ταυτότητα, στις σκιές. Η μοίρα είναι αναπότρεπτη. Η υπηρεσία δεν ξεχνά. Οι παλιοί συνάδελφοι περιμένουν την κατάλληλη στιγμή στη γωνία για να «χτυπήσουν» σε ανύποπτο χρόνο.
Στα «θρανία» της KGB
Κάπως έτσι συνοψίζεται η ζωή του Σεργκέι Σκριπάλ. Του ρώσου πρώην πράκτορα που στρατολόγησαν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στα μέσα της δεκαετίας του ’90, λίγο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όταν η Ρωσία προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια της και να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σηματοδοτούσε μια τεράστια αλλαγή, δημιουργούσε νέες ευκαιρίες αλλά και απειλές για τη χώρα που κάποτε ήταν κυρίαρχη στο ένα έκτο των εδαφών της Γης.
Ο Σκριπάλ υπήρξε ομογάλακτος του Βλαντίμιρ Πούτιν. Σχεδόν συνομήλικοι, έλαβαν την ίδια εκπαίδευση στα στρατόπεδα της θρυλικής KGB και δούλεψαν επί σειρά ετών για την υπηρεσία. Οταν η ΕΣΣΔ κατέρρευσε, ο Πούτιν, ο οποίος αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, υπηρέτησε για λίγο ως επικεφαλής της FSB, διαδόχου της σοβιετικής KGB. Εκείνα τα σκοτεινά χρόνια σκοπός της ζωής του ήταν να περισώσει το δίκτυο πληροφοριοδοτών που είχε χτίσει κατά τη θητεία του στη Δρέσδη, όπως αποκαλύπτει πλούσιο αφιέρωμα των «New York Times» με αφορμή τον θόρυβο που έχει ξεσπάσει και πάλι για την υπόθεση του ρώσου πρώην διπλού πράκτορα.
Κυνήγησε το χρήμα
Την ίδια ώρα ο Σκριπάλ βίωνε αυτή την αλλαγή με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Φιλοδοξία του ήταν να βγάλει χρήματα, να βγει από τη μιζέρια που συνόδευε την πλειονότητα των συμπατριωτών του, να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Ενας παλιός του συνάδελφος, ο Ολεγκ Β. Ιβανόφ, με τον οποίο δούλεψαν στο γραφείο του κυβερνήτη στη Μόσχα, όταν πλέον το καθεστώς είχε καταρρεύσει, τον θυμάται περισσότερο ως έναν άνθρωπο που δήλωνε άρνηση να αποδεχθεί το τέλος του status του και αναζητούσε μονάχα την ύλη.
«Ζούσε αυτή την αλλαγή περισσότερο σαν τον ήρωα στον «Θάνατο του Εμποράκου» παρά ως ήρωας του Τζον Λε Καρέ» αναφέρει στην αμερικανική εφημερίδα. Την εποχή εκείνη – συμπληρώνει – καθώς η σοβιετική ιδεολογία πέρναγε στην Ιστορία, υπήρχε ένα σλόγκαν που διαπότισε όλους όσοι κατείχαν κάποιο αξίωμα: «Πλουτίστε». Ο Σκριπάλ δεν έκανε τίποτα περισσότερο από αυτό που γνώριζε καλύτερα: κατασκοπεία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στρατολογήθηκε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και δουλειά του ήταν να αποκαλύπτει για σειρά ετών την ταυτότητα δεκάδων ρώσων μυστικών πρακτόρων που επιχειρούσαν στην Ευρώπη. Ο όρκος στη Σοβιετική Ενωση ήταν για εκείνον πεπερασμένος, όπως για πολλούς άλλους.
Οχι όμως για τον Πούτιν που βίωνε την ίδια απώλεια status. Είχε να πληρωθεί τουλάχιστον τρεις μήνες, δεν είχε πού να μείνει και επέστρεφε στη Μόσχα χωρίς καμία προοπτική. Ωστόσο ουδέποτε σκέφτηκε να απαρνηθεί τις αρχές του και τη φιλοσοφία της «φυλής» του που βασιζόταν στην αρχή της αφοσίωσης και της πίστης. Για τον Πούτιν πρώην συνάδελφοί του που επέλεγαν τον δρόμο της αποστασίας ήταν κατά δήλωσή του «χαφιέδες», «γουρούνια» και «κτήνη». «Η προδοσία», θα δήλωνε αργότερα, «είναι μια αμαρτία που δεν μπορεί να συγχωρεθεί».
Η εκδίκηση του «Τσάρου»
Οταν ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία το 2000, χειρίστηκε τους προδότες όπως όλες τις άλλες «αρρώστιες» και δεινά της χαοτικής δεκαετίας του 1990, από τη διαλυμένη οικονομία και τον πολιτικό διχασμό ως την αναρχία, τους ολιγάρχες και τα αφεντικά της μαφίας. Τους κυνήγησε όλους και τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησής του σηματοδοτήθηκαν από ένα μπαράζ με καταδίκες εναντίον εκείνων που θεωρούσε ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν βλάψει τη χώρα.
O Σκριπάλ καταδικάστηκε σε φυλάκιση και η ζωή της οικογένειάς του πήρε την κατιούσα. Η σύζυγός του Λουντμίλα σχεδόν ικέτευε για λίγη ελεημοσύνη προκειμένου να τα βγάζει πέρα. Δεν μπορούσε καν να στέλνει χρήματα στον σύζυγό της που σάπιζε σε φυλακές κάπου στη Δημοκρατία της Μορδοβίας, παραμέλησε τον εαυτό της, αρρώστησε από καρκίνο του ενδομητρίου και το 2012 πέθανε. Είχε προλάβει να ζήσει ξανά με τον Σεργκέι δύο χρόνια και τρεις μήνες, αφότου δηλαδή το 2010 ελευθερώθηκε επί προεδρίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ ύστερα από συμφωνία ανταλλαγής κατασκόπων με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Την ίδια εποχή ο γιος τους βυθιζόταν στη δική του μαύρη τρύπα. Ο Σάσα Σκριπάλ, ο οποίος είχε χτίσει τη ζωή του, την οικογένεια και τη δουλειά του γύρω από τις επαφές του πατέρα του, αυτές των μυστικών υπηρεσιών, είδε τον κόσμο του να καταρρέει μόλις η «προδοσία» πήρε έκταση και δημοσιότητα. Ξεκίνησε να πίνει και λίγα χρόνια αργότερα, το 2017, πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια σε ηλικία μόλις 43 ετών.
«Θα πρέπει να κρύβεται πάντα»
Ο Σκριπάλ είχε στο μεταξύ μετακομίσει στο Σόλσμπερι της Μεγάλης Βρετανίας και ο μόνος συγγενής που του είχε απομείνει ήταν η κόρη του Γιούλια. Οπως αναφέρουν οι «New York Times», ένας άνδρας εξακολουθούσε να σιγοβράζει.
«Κάποιος δίνει όλη του τη ζωή για την πατρίδα και στη συνέχεια έρχεται κάποιος μπάσταρδος και τον προδίδει» δήλωνε ο Πούτιν όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει πολύ αργότερα αυτή την ανταλλαγή στην τηλεόραση. «Πώς θα μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια των παιδιών του, το γουρούνι; Αυτά τα τριάντα αργύρια που έλαβε θα τον πνίξουν. Πιστέψτε με. Ακόμα κι αν δεν πεθάνει, θα υποφέρει. Θα πρέπει να κρύβεται σε όλη του τη ζωή. Δεν θα μπορεί να μιλάει με άλλους ανθρώπους, με τους αγαπημένους του». Στη συνέχεια γυρνώντας κατευθείαν προς την κάμερα είπε: «Οταν ένας άνθρωπος διαλέγει αυτή τη μοίρα, θα το μετανιώσει χίλιες φορές».