«Αυτό που χρειάζεται είναι να προσαρμόσουμε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στη νέα πραγματικότητα» είπε στο «Βήμα» ο κ. Κώστας Συνολάκης, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Με δεδομένο ότι η κλιματική αλλαγή θα φέρει έντονα φαινόμενα όπως προβλέπουν οι επιστήμονες, τι πρέπει να γίνει σε επίπεδο πρόληψης για τις υποδομές, τα συστήματα ενέργειας, τις καλλιέργειες, τις παράκτιες περιοχές;
«Αυτό που χρειάζεται είναι να προσαρμόσουμε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στη νέα πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, η Εθνική Επιστημονική Επιτροπή και την Κλιματική Αλλαγή έχει εισηγηθεί μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο -55% σε σχέση με τις εκπομπές το 1990, και κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, δηλαδή θα απορροφούμε «τεχνικά» ή με δάση όσο διοξείδιο παράγουμε.
Οσον αφορά την ενέργεια, το πρώτο βήμα έγινε στη χώρα μας με την ανακοίνωση της απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2025. Σε ενδιάμεσο χρόνο, δηλαδή μέχρι το 2040, το πολύ, το ενδιάμεσο καύσιμο θα είναι το φυσικό αέριο, μετά θα επικρατήσουν οι ανανεώσιμες πηγές και το υδρογόνο. Οσον αφορά τις μεταφορές, για τα επιβατικά αυτοκίνητα θα είναι ηλεκτρικά, τα μέσα μαζικής μεταφοράς θα χρησιμοποιούν υδρογόνο ή βιοκαύσιμα.
Ενα μεγάλο θέμα είναι η ναυτιλία, και εδώ χρειάζονται πρωτοβουλίες από τον ελληνικό εφοπλισμό. Στις περισσότερες οικιστικές κατασκευές θα επικρατήσει το ξύλο, ή η πέτρα, εκτός αν βρεθούν τεχνολογίες που να κάνουν την παραγωγή τσιμέντου λιγότερο ρυπογόνα, ή βρεθούν τρόποι άμεσης απορρόφησης του διοξειδίου που εκλύεται κατά τη διαδικασία παραγωγής.
Η προσαρμογή στις παράκτιες περιοχές θα είναι πιο δύσκολη. Στην ανακοίνωση του ΟΗΕ αυτής της εβδομάδας διαφαίνεται αύξηση της μέσης στάθμης της θάλασσας κατά 15-30 εκ. μέχρι το 2050, ό,τι και να κάνουμε. Σκεφτείτε μια αμμώδη παραλία με κλίση 1 στα 100 όπως οι περισσότερες παραλίες μας. Στην καλύτερη περίπτωση το ενεργό πλάτος της παραλίας θα μειωθεί κατά 15 μέτρα, όταν πολλές παραλίες μας είναι ήδη μόλις 10 μέτρα, και θα επιταχυνθεί η διάβρωση.
Αν δεν αρχίσουμε άμεσα τον εμπλουτισμό, δηλαδή τροφοδότηση των παραλιών με άμμο που παίρνουμε από τα βαθιά νερά, μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, οι περισσότερες ακτές της Ελλάδας θα προστατεύονται με κρηπιδότοιχους, όπως τώρα το Φάληρο – που ήταν κάποτε ποταμίσιο δέλτα με φυσικές παραλίες. Κανένας δεν θέλει οι παραθαλάσσιες περιοχές μας να κρύβονται πίσω από τείχη το 2050 για να προστατευτούμε από τις ακραίες καταιγίδες.
Οι καλλιέργειες και οι αναδασώσεις είναι οι μόνες άμυνές μας στην ερημοποίηση. Ενα μεγάλο ζητούμενο της αποτελεσματικής διαχείρισης κατά την κλιματική κρίση είναι η διατήρηση των εδαφών, δηλαδή του χώματος. Με τις μεγαπλημμύρες που μας επιφυλάσσονται – παράδειγμα το τι έγινε στην Γερμανία – ένα ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης θα εξαφανιστεί. Η επανεξέταση της κτηνοτροφίας είναι εξίσου σημαντική, τα ζώα ελευθέρας βοσκής και οι αγελάδες παράγουν πολύ μεθάνιο που είναι ακόμη πιο καταστροφικό για το κλίμα από το διοξείδιο του άνθρακα.
Μαζί με όλες αυτές τις προσαρμογές που αποφασίζονται πριν από εμάς για εμάς, χρειάζεται να αναλάβουμε και τις προσωπικές μας ευθύνες και να μειώσουμε την υπερκατανάλωση, να ανακυκλώνουμε, να επαναχρησιμοποιούμε προϊόντα και να απαιτούμε τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε να παράγονται και να μεταφέρονται με πράσινη ενέργεια. Θυμάστε το σλόγκαν ότι για το προϊόν αυτό δεν χρειάστηκαν τεστ σε ζώα, κάτι ανάλογο χρειάζεται και εδώ, φέρ’ ειπείν «με το προϊόν αυτό δεν αυξήθηκαν οι εκπομπές διοξειδίου».
Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι όπως και με την πανδημία που η εξάπλωση εξαρτάται από εμάς, έτσι και με την κλιματική αλλαγή μπορούμε σαν άτομα να συμβάλουμε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόμαστε στη σταθεροποίηση του κλίματος».
Στη χώρα μας έχουμε
δει τα τελευταία χρόνια
πολύ ακραία φαινόμενα,
από τις φονικές πλημμύρες στη Μάνδρα και την τραγωδία στο Μάτι, μέχρι τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές σε Εύβοια, Πελοπόννησο
και Βορειοανατολική Αττική. Πόσο πιο συχνά μπορεί
να είναι αυτά τα φαινόμενα στο μέλλον και πόσο πιο καταστροφικά;
«Η ερώτησή σας είναι εξαιρετική αλλά μάλλον αναπάντητη – πριν από μία δεκαετία, τα υπάρχοντα κλιματικά μοντέλα υποδείκνυαν ότι ακραίοι καύσωνες διαρκείας όπως εφέτος στον Καναδά και στη Σιβηρία, αλλά και στην Ελλάδα, και ακραίες πλημμύρες όπως στη Γερμανία μπορεί να συνέβαιναν μετά το 2040. Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι ακραία φαινόμενα με επαναλειψιμότητα κάθε 50 χρόνια, μπορεί να συμβαίνουν κάθε 25 χρόνια και κάποτε ίσως και κάθε πέντε χρόνια, με εντάσεις που ενώ μεν μπορούμε να υπολογίσουμε, δεν γνωρίζουμε αν τις υπολογίζουμε με την ακρίβεια που πιστεύαμε, γιατί τα κλιματικά δεδομένα αλλάζουν.
Αυτό που καταλαβαίνουμε καλά πλέον είναι ότι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε αυτό που χαρακτηρίζουμε σαν ακραίο φαινόμενο – η παλιά επιστημονική έννοια του ακραίου ήταν ένα φαινόμενο που θα συναντούσε κανείς ίσως μία φορά στη ζωή του, φυσικά δεν μπορούμε πλέον να χαρακτηρίσουμε ακραίο κάτι που γίνεται κάθε δέκα χρόνια ή λιγότερο.
Αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ότι υπάρχουν σημεία καμπής στο κλίμα, που αν ξεπεραστούν οι επιπτώσεις δεν είναι προβλέψιμες. Κάτι ανάλογο συνέβη στην πανδημία, από ένα σημείο και μετά η εξέλιξή της δεν ήταν προβλέψιμη, ευτυχώς που κυκλοφόρησαν τα εμβόλια. Την τελευταία φορά που υπήρχαν παρόμοιες συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα όπως τώρα, δεν υπήρχαν άνθρωποι.
Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα εξαφανιστούμε σαν είδος, σαν ζώα είμαστε ιδιαίτερα ευκαιριακά και προσαρμοστικά, ζούμε από τον αρκτικό κύκλο μέχρι τον Ισημερινό. Αυτό που φοβούμαι είναι ότι η ποιότητα της ζωής όσων ανθρώπων επιβιώσουν – αν τα πιο δυσοίωνα σενάρια για την κλιματική αλλαγή για το 2100 συμβούν – θα είναι πολύ χειρότερη από τη δική μας».