Σε μία από τις αρκετές αξιομνημόνευτες σκηνές της ταινίας «Ανατομία μιας πτώσης» της Ζιστίν Τριέ, ο ίδιος ο δικηγόρος υπεράσπισης της κεντρικής ηρωίδας, μιας γυναίκας που κατηγορείται για τη δολοφονία του συζύγου της και που υποδύεται θαυμάσια η Σάντρα Χίλερ, της αναφέρει ότι «η αλήθεια δεν έχει σημασία· σημασία έχει το πώς ο κόσμος θα σε δεχθεί, τι εντύπωση θα προκαλέσεις».

Αυτή η σκηνή δεν μπήκε τυχαία στην ταινία. Σύμφωνα με την ίδια τη σκηνοθέτρια, την οποία συναντήσαμε στο περασμένο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, λίγες ημέρες πριν από τη βράβευση της «Ανατομίας μιας πτώσης» με τον Χρυσό Φοίνικα, στην έρευνα που διεξήγαγε πριν από τη δημιουργία της, οι περισσότεροι δικηγόροι με τους οποίους συναντήθηκε της είπαν ότι αν όχι πάντα, σχεδόν πάντα, συμβαίνει αυτό ακριβώς το πράγμα.

«Αρα πού βρίσκεται η πραγματική αλήθεια και τελικά ποιος ενδιαφέρεται για την πραγματική αλήθεια;» αναρωτήθηκε η Τριέ. «Στην πραγματικότητα κανείς, γιατί κανείς δεν γνωρίζει την αλήθεια, όπως νομίζω ότι συμβαίνει και στη ζωή. Συνεπώς, ορισμένες φορές πρέπει να ορίσεις τη δική σου αλήθεια. Και ίσως αυτό να είναι ένα πραγματικό πρόβλημα της Δικαιοσύνης».

Ανατομία μιας Πτώσης

Ενας από τους λόγους για τους οποίους η ταινία της Ζιστίν Τριέ απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα και είναι υποψήφια για πέντε Οσκαρ, ανάμεσα στα οποία και το καλύτερης σκηνοθεσίας, είναι ότι με εύστοχο, καθαρό και ουσιαστικό τρόπο, αναρωτιέται για την έννοια της αλήθειας. Επισημαίνει κάτι που όλοι το ζούμε καθημερινά και μάλιστα το κατηγορούμε, όμως το αφήνουμε να μας παρασύρει, πολλές φορές προς τη λάθος κατεύθυνση. Αυτό το «κάτι» είναι ο προσανατολισμός μας προς συμπεράσματα τα οποία δεν στηρίζονται από απτά στοιχεία· κυρίως όταν στη μέση υπάρχει μια τραγωδία. Με αυτή την αφορμή, η Τριέ καταθέτει μια απίστευτα επίκαιρη ταινία που ασκεί αυστηρή κριτική στο επίμαχο ζήτημα της «καταδίκης» πριν από τη δίκη.

Στις 10 Μαρτίου θα ξέρουμε τα αποτελέσματα των βραβείων Οσκαρ που εφέτος απονέμονται για 96η φορά στην ιστορία τους και στα οποία η «Ανατομία μιας πτώσης» μετρά πέντε υποψηφιότητες: εκτός από το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, είναι επίσης υποψήφια για το καλύτερης ταινίας, το καλύτερου Α’ γυναικείου ρόλου (Χίλερ), καλύτερου μοντάζ και καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου· μια δεύτερη υποψηφιότητα για την Τριέ, καθώς υπογράφει το σενάριο μαζί με τον συνάδελφο και σύντροφό της, Αρθουρ Χαράρι.

Οι Γάλλοι των Όσκαρ

Ανάμεσα στους μετρημένους στα δάχτυλα γάλλους σκηνοθέτες που έχουν προταθεί για το Οσκαρ σκηνοθεσίας, θα βρούμε ανθρώπους όπως ο Φρανσουά Τριφό με την «Αμερικανική νύχτα» (1973), ο Εντουάρ Μολιναρό με το «Κλουβί με τις τρελές» (1978) και ο Λουί Μαλ με το «Ατλάντικ Σίτι» (1980) (μόλις τρεις ήταν αυτοί που το κατέκτησαν: Ρόμαν Πολάνσκι, Μισέλ Χαζαναβίσιους, Ντάμιεν Σαζέλ). Δεν θα βρούμε όμως καμία Γαλλίδα, παρά μόνο τη Ζιστίν Τριέ, που έτσι γράφει Ιστορία διότι μπαίνει στο «κλαμπ» των μόλις οκτώ γυναικών σκηνοθετριών που έχουν προταθεί σε αυτή την κατηγορία κατά τη διάρκεια των 96 χρόνων που απονέμονται τα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το όνομά της είναι πλέον μαζί με εκείνα των Λίνα Βερτμίλερ, Τζέιν Κάμπιον, Σοφία Κόπολα, Κάθριν Μπίγκελοου, Κλόι Ζάο, Εμεραλντ Φένελ και Γκρέτα Γκέργουιγκ (η Κάμπιον, η Μπίγκελοου και η Ζάο το έχουν κερδίσει κιόλας, ενώ η Βερτμίλερ έλαβε τιμητικό Οσκαρ για τη συνολική προσφορά της στο σινεμά).

Ηδη η Τριέ υπήρξε ο μεγάλος θριαμβευτής των Ευρωπαϊκών Βραβείων Κινηματογράφου 2023, καθώς η «Ανατομία μιας πτώσης» κέρδισε σε πέντε κατηγορίες, ανάμεσα στις οποίες οι καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (Χίλερ), ενώ η ταινία σάρωσε και στα César, τα BAFTA και τις Χρυσές Σφαίρες.

«Ανταρσία» στις Κάννες

Με το που παρέλαβε τον Χρυσό Φοίνικα πέρυσι στις Κάννες,  δευτερόλεπτα μόλις μετά τις ευχαριστίες της προς την κριτική επιτροπή, η Ζιστίν Τριέ έδειξε την πυγμή και το θάρρος της. Αρνούμενη να επιτρέψει στον εαυτό της να παρασυρθεί από τη χαρά της στιγμής, έβγαλε έναν λόγο περισσότερο κοινωνικο-πολιτικό παρά καλλιτεχνικό και η αφορμή ήταν η χρονιά του 2023, κατά τη διάρκεια της οποίας η Γαλλία «συγκλονίστηκε από μια ιστορική, εξαιρετικά ισχυρή και ομόφωνη διαμαρτυρία κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης».

Η Τριέ πήρε ανοιχτά θέση κατά της «νεοφιλελεύθερης γαλλικής κυβέρνησης» και της πολιτικής της, επισημαίνοντας τον «σοκαριστικό τρόπο» με τον οποίο η παραπάνω διαμαρτυρία αγνοήθηκε και καταπνίγηκε. Η 45χρονη σκηνοθέτρια (17 Ιουλίου 1978) κυριολεκτικά δεν έβαζε τελεία. Είπε επίσης ότι η γαλλική κυβέρνηση συνεχίζει το μοτίβο τής ολοένα και πιο ανεμπόδιστης κυριαρχικής δύναμης η οποία λειτουργεί πλέον σε πολλούς τομείς και όχι μόνο στον κοινωνικό, που προφανώς είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό: «Το βλέπουμε επίσης σε όλη τη σφαίρα της κοινωνίας και, φυσικά, η κινηματογραφική βιομηχανία δεν θα μπορούσε να έχει γλιτώσει από αυτή την κατάσταση».

Ο λόγος της δεν έγινε αποδεκτός από όλους μέσα στo κατάμεστo Auditorium Louis Lumière. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Οι αποδοκιμασίες και τα χειροκροτήματα δημιούργησαν μια κατάσταση έκρυθμης αμηχανίας. Αυτό δεν πτόησε την Τριέ. Συνέχισε το κατηγορητήριό της κατά της κυβέρνησης Μακρόν για την προώθηση μιας «εμπορευματοποίησης του πολιτισμού» και «την κατάρριψη του γαλλικού μοντέλου της πολιτιστικής εξαίρεσης».

Στο τέλος, αφιέρωσε το βραβείο της σε όλες τις νέες γυναίκες σκηνοθέτριες και τους νέους άνδρες σκηνοθέτες και σε όσους σήμερα δεν μπορούν να κάνουν ταινίες. Και είπε επίσης ότι οι μεγαλύτεροι οφείλουν να τους «κάνουν χώρο» για να κερδίσουν και αυτοί τη θέση που η ίδια είχε κερδίσει όταν πριν από περίπου 15 χρόνια έκανε τα πρώτα της βήματα «σε έναν κόσμο που ήταν λίγο λιγότερο εχθρικός και στον οποίο ήταν δυνατό να κάνουμε λάθη και να ξεκινήσουμε από την αρχή».

Σταθερή άνοδος

Για πολλά χρόνια το όνομα της Ζιστίν Τριέ δεν ήταν γνωστό πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας. Σήμερα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα. Μετά την παραλαβή του πτυχίου της από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, η Τριέ άρχισε αμέσως να σκηνοθετεί μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ και στα πρώτα έργα της ο κοινωνικός προβληματισμός της ήταν και πάλι έντονος.

Η θέση του ατόμου μέσα σε μια ομάδα ήταν η θεματική του «Sur Place» (2007) που γυρίστηκε εν μέσω των φοιτητικών κινητοποιήσεων στη Γαλλία του 2006. Αργότερα η Τριέ παρουσίασε το «Solférino» που γυρίστηκε την περίοδο που επικρατούσε ο προεκλογικός πυρετός για τις γαλλικές προεδρικές κάλπες του 2007, ενώ το 2012 πήγε στη Βραζιλία για να γυρίσει την ταινία «Des ombres dans la maison» (2010) με φόντο μια παραγκούπολη του Σάο Πάολο. Χάρη σε αυτήν τη ταινία, αλλά και στο «Vilaine fille mauvais garçon» (2012) που ακολούθησε, η Τριέ βρήκε τον δρόμο της στο «κύκλωμα» των διεθνών φεστιβάλ κερδίζοντας πολλά βραβεία.

Το ντεμπούτο της στις ταινίες μεγάλου μήκους έγινε το 2013, όταν ανέπτυξε περισσότερο την ιδέα του μικρού μήκους φιλμ «Solférino» σε ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «La Bataille de Solférino». Σε αυτή την επιδέξια μείξη ντοκιμαντέρ – μυθοπλασίας καταγράφει τον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2007 ζωντανά στους δρόμους του Παρισιού και χρησιμοποιεί το στοιχείο της μυθοπλασίας αποτυπώνοντας την κρίση που την ίδια ακριβώς ημέρα βιώνει ένα χωρισμένο ζευγάρι.

Στο πλευρό των γυναικών

Μία από ερωτήσεις που η σκηνοθέτρια δέχθηκε στις Κάννες για την ταινία «Ανατομία μιας πτώσης» είναι αν κατά τη γνώμη της η αντιμετώπιση ενός άνδρα στη θέση της γυναίκας που κατηγορείται στην ιστορία της ταινίας θα ήταν η ίδια με της γυναίκας. H Τριέ υπήρξε κατηγορηματική στην απάντησή της. «Σε μια δικαστική αρένα όπου δεν υπάρχουν αποδείξεις, είναι πιο εύκολο να κατηγορηθεί μια γυναίκα από ό,τι ένας άνδρας» είπε επιχειρηματολογώντας μέσα από την ίδια την Ιστορία που μας έχει διδάξει ότι ακόμα και σήμερα η κοινωνία είναι πολύ πιο σκληρή απέναντι στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.

Μάλιστα, η Τριέ έφερε ως παραδείγματα στοιχεία από την ίδια την ιστορία της ταινίας της, τα οποία με την κατάλληλη χειραγώγηση μπορούν να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Στο γεγονός π.χ. ότι η ηρωίδα της Χίλερ είναι αμφιφυλόφιλη και δεν το κρύβει ή στο ότι η κατηγορούσα αρχή υποστηρίζει πως είναι μεμπτό που η συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία από τη ζωή της όταν γράφει μυθιστορήματα.

«Η έρευνα για το παρελθόν μιας γυναίκας είναι πολύ παράξενο πράγμα άπαξ και κατηγορείται για κάτι» είπε η σκηνοθέτρια. «Καθετί που την ορίζει, κάθε στοιχείο που μπορεί να εκληφθεί ως αρνητικό, αυτομάτως στρέφεται εναντίον της. Καθετί που αφορά τη ζωή της, καθετί που έχει κάνει ή που δεν έχει κάνει, βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση και υπόκειται σε αυστηρή κριτική. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα, μετά την εποχή της COVID-19, οι γυναίκες είναι εκείνες που, πολύ πιο εύκολα από τους άνδρες, μπορούν να παρεξηγηθούν. Ακόμα και να βρεθούν κατηγορούμενες για κάτι που δεν έκαναν».