Είχα μόλις κλείσει τα 16 μου χρόνια όταν έκανα το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι με τρένο. Eφυγα από τον Σταθμό Λαρίσης με το περίφημο «Αθήνα – Μόναχο», το κάποτε τρένο των μεταναστών, και πήγα στην Αυστρία – για την ακρίβεια στο Σάλτσμπουργκ. Το δρομολόγιο και το τρένο δεν υπάρχουν πια. Τότε έτρεχε η δεκαετία του ’80, λέξεις όπως Intercity δεν τις είχα ακούσει. Το συγκεκριμένο ταξίδι ήταν μια αληθινή εμπειρία χάρη στην οποία έμαθα ένα πράγμα που δεν το ξέχασα ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου: το τρένο απεικονίζει τον πολιτισμό της χώρας. Διότι το τρένο είναι το μοναδικό μέσο που από χώρα σε χώρα διαφέρει. Οχι τρομερά, αλλά όσο χρειάζεται. Στις μικρές λεπτομέρειες. Που όμως λένε τις πιο μεγάλες αλήθειες.

Γιατί το λέω αυτό; Γιατί στους αυτοκινητοδρόμους, όσο υπερσύγχρονοι και αν είναι, μπορεί πάντα να βρεθεί ο ηλίθιος που οδηγεί έχοντας πάρει διαζύγιο με τη λογική: η περίπτωσή του, όσο συνηθισμένη κι αν είναι, δεν αντικατοπτρίζει το επίπεδο των οδηγών (και των κατοίκων) της εκάστοτε χώρας. Τα δε αεροδρόμια και τα αεροπλάνα υπακούουν σε κάποια σοβαρά διεθνή στάνταρ που δεν μπορεί κανείς να μην τα λαμβάνει υπ’ όψιν: τα αεροδρόμια και τα αεροπλάνα διαφέρουν ελάχιστα από χώρα σε χώρα – μιλάω για τα αεροδρόμια και την οργάνωσή τους, όχι για τα καταστήματα που σε αυτά στεγάζονται. Στη Βραζιλία είχα δει μερικά από τα πιο οργανωμένα αεροδρόμια και σίγουρα κάποια αεροπλάνα – άγνωστων σε εμένα εταιρειών – που ήταν καταπληκτικά, πράγμα λογικό, αφού η χώρα είναι τεράστια και τα αεροπλάνα χρησιμοποιούνται πολύ. Τα τρένα τους, όμως, ήταν άσ’ τα να πάνε! Απερίγραπτα και με κάτι το αλέγκρο που σε τρόμαζε. Δεν έμοιαζαν βέβαια με τη χώρα, πλην όμως σε οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως καλό είναι να προσέχεις. Περίπου όπως και στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο και του Σάο Πάολο.

Το «Αθήνα – Μόναχο» στο οποίο μπήκα στα 16 μου ήταν μια καταπληκτική περίπτωση τρένου, διότι ξεκινούσε από τον Σταθμό Λαρίσης και σου έδινε τη δυνατότητα να διασχίσεις ολόκληρη την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, τη μισή τουλάχιστον Αυστρία και ένα σημαντικό κομμάτι της Γερμανίας, αν και εφόσον έκανες ολόκληρο το ταξίδι. Το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του ήταν ότι ενώ το τρένο ήταν ίδιο, άλλαζε διαρκώς στη διάρκεια της τεράστιας διαδρομής του. Αλλαζε το προσωπικό του, αλλά και η ίδια η ταχύτητά του. Το ίδιο τρένο που από την Αθήνα μέχρι τα Σκόπια πήγαινε αργά, μετά το Βελιγράδι ένιωθες ότι έτρεχε και από την ώρα που έφευγε από τη Λιουμπλιάνα και έμπαινε στην Αυστρία νόμιζες ότι πετούσε. Τουλάχιστον έτσι πίστευα εγώ σε εκείνο το πρώτο μου ταξίδι.

Φυσικά άλλαζε και το προσωπικό, αλλά τέτοια αλλαγή ήταν αδύνατον να τη φανταστεί ακόμα και όποιος είχε φαντασία αχαλίνωτη, όπως αυτή που έχουν οι μεγάλοι παραμυθάδες και οι σεναριογράφοι του Χόλιγουντ. Δεν θέλω να σας διηγηθώ λεπτομέρειες για τους ελεγκτές των εισιτηρίων ή για τους υπαλλήλους του τρένου που δούλευαν στο μεγάλο «βαγόνι-ρεστοράν»: θα περιοριστώ σε μια περιγραφή αυτών που πουλούσαν καφέδες διασχίζοντας τους διαδρόμους. Οσο το τρένο βρισκόταν επί ελληνικού εδάφους εμφανίζονταν κάτι ωραίοι τύποι με κρεμαστούς δίσκους που σου πουλούσαν αποκλειστικά φραπέ με σπαστό καλαμάκι σε άσπρο πλαστικό ποτήρι. Δεν έδινες στο πράγμα σημασία μέχρι που το τρένο περνούσε στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία και στα Σκόπια το προσωπικό άλλαζε. Τότε εμφανίζονταν διάφοροι εύσωμοι Γιουγκοσλάβοι που φορούσαν κάτι άσπρες ποδιές, όπως οι μάγειροι, και είχαν στην τσέπη ένα πλήθος από πλαστικά ποτηράκια το ένα μέσα στο άλλο. Κουβαλούσαν μαζί τους κάτι που έμοιαζε με μεγάλη τσαγιέρα η οποία ήταν γεμάτη με ένα νεροζούμι που ένας Θεός ξέρει πώς έβρισκαν το θράσος να το αποκαλούν καφέ. Χτυπούσαν την τσαγιέρα με ένα κουτάλι, φώναζαν «καϊφέ, καϊφέ, καϊφέ» και δέχονταν μόνο ελληνικά χαρτονομίσματα από τους έλληνες επιβάτες και μόνο μάρκα από τους Γερμανούς. Oταν το τρένο αυτό περνούσε τη Λιουμπλιάνα και έμπαινε στην Αυστρία, η μεταμόρφωση του προσωπικού ήταν κάτι το αδιανόητο. Στους διαδρόμους κυκλοφορούσαν σερβιτόρες και σερβιτόροι με καθαρότατες στολές που έσερναν μεταλλικά τρόλεϊ από αυτά που χρησιμοποιούνται στα ξενοδοχεία όταν παραγγέλνεις πρωινό στο δωμάτιο. Στους δίσκους υπήρχε, αν όχι του πουλιού το γάλα, τουλάχιστον ένας αξιοπρεπέστατος καφές φίλτρου, πολλά κρουασάν, πολλά σάντουιτς και φυσικά αναψυκτικά και νερά. Εχοντας περάσει ώρες ολόκληρες ακούγοντας τους χοντρούς Γιουγκοσλάβους να φωνάζουν «καϊφέ, καϊφέ, καϊφέ», έβλεπες αυτό το θέαμα και ακόμα κι αν δεν είχες σκοπό να παραγγείλεις τίποτα, ένιωθες ξαφνικά να μεγαλώνει η πίστη σου στον Θεό και στα θαύματά του.

Οσο το σκέφτομαι, δεν υπάρχει χώρα που να έχω επισκεφθεί και να έχω μείνει περισσότερο από μία εβδομάδα στην οποία δεν χρησιμοποίησα το τρένο. Στην Ελβετία κάποτε μου έκαναν παρατήρηση γιατί μιλούσα στο τηλέφωνο: δύο συνταξιδιώτες μού εξήγησαν ευγενικά, πλην όμως με ύφος γυμνασιάρχη, πως το τρένο δεν είναι καμπίνα τηλεφώνου για να μιλάς με αυτό διαρκώς. Στην Ιταλία κάποτε με έναν φίλο δεν μετρήσαμε σωστά τις αποβάθρες (αποκαλούνται «binaria») και μπήκαμε σε λάθος αμαξοστοιχία. Στην Αγγλία, πηγαίνοντας από το Λονδίνο στο Κάρντιφ, είχα διασχίσει ολόκληρο το τρένο ψάχνοντας να βρω τη δεύτερη θέση για την οποία είχα εισιτήριο. Το βαγόνι στο οποίο είχα μπει μου φαινόταν ότι είχε μόνο θέσεις πολυτελείας: κατάλαβα πως ήμουν στο σωστό βαγόνι, απλά συγκρίνοντας τη δεύτερη θέση του συγκεκριμένου τρένου με την αντίστοιχη δεύτερη θέση των τρένων στην Ελλάδα είχα μπερδευτεί. Στο εστιατόριο ενός τρένου στη Γερμανία όχι μόνο είχα φάει καταπληκτικά, αλλά είχα πιει και μια υπέροχη μπίρα – τρεις για την ακρίβεια.

Η παιδική μου βεβαιότητα ότι από τα τρένα καταλαβαίνεις τον πολιτισμό μιας χώρας, με τον καιρό επαληθεύτηκε. Οχι τυχαία σε όλον τον κόσμο έχουν γραφτεί τραγούδια για τρένα: δεν είναι συγκυριακό. Πρέπει να είναι μία από τις ελάχιστες παιδικές βεβαιότητες που συνέχισαν να με ακολουθούν σε όλη τη ζωή μου. Δυστυχώς εξακολουθεί να είναι βεβαιότητα. Και μετά το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών και όσα το ακολούθησαν, δυνάμωσε κι άλλο.