Αν είχα τη δυνατότητα, την εβδομάδα που προηγήθηκε θα την περνούσα στη Μελβούρνη παρακολουθώντας τα παιχνίδια του Στέφανου Τσιτσιπά στο Open της Αυστραλίας – το πρώτο Grand Slam τουρνουά της σεζόν. Οταν έγραφα αυτές τις γραμμές δεν γνώριζα αν ο Τσιτσιπάς θα έφτανε στον σημερινό τελικό: είναι ικανός για όλα, αλλά όπως και να εξελίχθηκαν τα πράγματα μιλάμε για κάτι ιστορικό, καθώς ο Ελληνας φλέρταρε με την επιτυχία όσο και με την αποτυχία.

Τελευταία έχει μεγαλώσει ξαφνικά η παλιά μου όρεξη να παρακολουθώ μεγάλα αθλητικά γεγονότα στο γήπεδο – σαν η τηλεόραση ξαφνικά να με έχει κουράσει. Είναι παράξενο, γιατί όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν συμβαίνει το αντίθετο: το γήπεδο (μας) κουράζει. Δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Πριν από έναν μήνα πήγα στο Κατάρ για τα ημιτελικά και τον τελικό του Μουντιάλ: ομολογώ ότι βλέποντας τα παιχνίδια εκεί μού φάνηκαν ξαφνικά όλοι οι παίκτες καλύτεροι. Μολονότι και τον Μέσι και τον Εμπαπέ και τον Μόντριτς και πολλούς από τους υπόλοιπους τούς έχω δει πάρα πολλές φορές ζωντανά, ήταν σαν να τους βλέπω πρώτη φορά.

O Μπόρχες (μην ξαφνιάζεστε από το όνομα, ο μεγάλος αυτός συγγραφέας ήταν ένας αληθινός φίλαθλος) έχει γράψει αρκετά προβοκατόρικα ότι οι τελευταίοι ποδοσφαιρόφιλοι που υπήρξαν στη Γη ήταν αυτοί που δεν πρόλαβαν να δουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση! Εχει ακόμα γράψει ότι το ποδόσφαιρο ως σπορ τελείωσε όταν μεταδόθηκε στην τηλεόραση το 1967 ο πρώτος ολόκληρος ποδοσφαιρικός αγώνας: «Από τότε», έλεγε, «άλλαξε ο τρόπος που ο κόσμος παρακολουθούσε το ποδόσφαιρο. Κάποτε όλοι πήγαιναν στο γήπεδο περιμένοντας να δουν κάτι μοναδικό. Από το 1967 και έπειτα όλοι στέκονταν μπροστά στην τηλεόραση για να δουν ποιος θα κερδίσει»! Η παρατήρηση ισχύει για όλα τα σπορ. Στις ΗΠΑ λέγεται πως οι κάτω των 18 παρακολουθούν το NBA κυρίως από το τηλέφωνό τους, δηλαδή περιορίζονται στο να μαθαίνουν τα αποτελέσματα των αγώνων και να βλέπουν κάποια θεαματικά highlights.

Ο Μπόρχες δεν έχει και πολύ άδικο. Αν γνωρίσετε ανθρώπους που αγαπούν σπορ λιγότερο τηλεοπτικά, θα καταλάβετε ότι φίλαθλος είναι αυτός που πηγαίνει στο γήπεδο προσμένοντας να δει κάτι ανεπανάληπτο για να διηγείται πως το είδε με τα μάτια του. Κάποια χρόνια πριν, είχα βρεθεί στο Παρίσι και εξασφάλισα ένα εισιτήριο για να δω στο Παρκ Ντε Πρενς έναν αγώνα ράγκμπι μεταξύ των «Τρικολόρ» και της Εθνικής Αυστραλίας, τότε πρωταθλήτριας κόσμου. Δίπλα μου κάθονταν δύο κοκκινομάλληδες πενηντάρηδες οι οποίοι στα σακάκια τους είχαν μερικές δεκάδες κονκάρδες: ήταν οι αποδείξεις της παρουσίας τους σε μεγάλα τουρνουά. Οι άνθρωποι μιλούσαν για παίκτες που είχαν δει με μια ιερότητα η οποία στο ποδόσφαιρο μοιάζει χαμένη. Γιατί; Γιατί ο πληθωρισμός των εικόνων των τωρινών παιχνιδιών, έτσι όπως διαρκώς αυξάνεται από την τηλεόραση, καταργεί τη δυνατότητά μας να παρακολουθήσουμε τις ιδιοτυπίες τους. Η εικόνα της τηλεόρασης, επαναλαμβανόμενη και διαρκής, σκοτώνει την παρατηρητικότητά μας και μας υποχρεώνει να εστιάζουμε στο αποτέλεσμα του αγώνα: αυτό είναι το μοναδικό γεγονός. Oμως η ποδοσφαιροφιλία (συγγνώμη για το αδόκιμο του όρου) δεν θα έπρεπε να σχετίζεται με γεγονότα και αριθμούς αλλά με γνώση του μερικού: μόνο αυτή η γνώση εγγυάται στην πραγματικότητα ένα είδος απόλαυσης.

Ο σημερινός φίλαθλος είναι ένας συλλέκτης που έχασε την ικανότητά του να συλλέγει – μπροστά στην τηλεόραση δεν μπορεί να ζήσει την ατμόσφαιρα του γηπέδου: είναι παρών και απών συγχρόνως. Υπάρχει ένας γάλλος συγγραφέας, ο Αντρέ Αλόι, που πριν από μερικά χρόνια δημοσίευσε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μου τη δίνει με τη μία – τριάντα έξι μοναδικές στιγμές κόντρα στο μοντέρνο ποδόσφαιρο». Στο παράδοξο αυτό μικρό βιβλίο διάβαζες μια σειρά από παρατηρήσεις του συγγραφέα που αφορούσαν τον χαρακτήρα, τα κατορθώματα και τις συνήθειες (αγωνιστικές και όχι μόνο) μεγάλων άσων που ο ίδιος είχε μάθει να παρατηρεί. Μολονότι ο υπερβολικά προσωπικός τόνος του συγγραφέα κάνει την εσωστρέφεια ανυπόφορη, μερικές παρατηρήσεις είχαν όντως συλλεκτικό χαρακτήρα. Ως συλλέκτης, που μόνο αυτός γνωρίζει την αξία της προσωπικής συλλογής του, ο Αλόι εξηγούσε τη μοναδικότητα μερικών ιστορικών γκολ με θεολογική προσέγγιση: έγραφε π.χ. ότι το περίφημο τέρμα του Φαν Μπάστεν κόντρα στον Ντασάεφ στον τελικό του Εuro του 1988 ήταν ένα θαύμα που αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού – «την μπάλα», έγραφε, «την πήρε από το πόδι του Ολλανδού και την πήγε στα δίχτυα ο φύλακας άγγελός του». Ως πιστός της λεπτομέρειας, ο Αλόι ορκιζόταν ότι πήγαινε στο γήπεδο να δει τον Ζινεντίν Ζιντάν να κάνει μια σαράντα πέντε μέτρων συρτή πάσα και μετά έφευγε, γιατί αυτή ήταν η σπάνια πάσα που διαφοροποιούσε το ρεπερτόριο του Ζιζού από το παιχνίδι των υπολοίπων. Η προσοχή του Αλόι δεν ξοδευόταν μόνο στους γνωστούς – λάτρευε και τους περίεργους: ορκίζεται ότι πήγε κάποτε στο Ταλίν για να παρακολουθήσει ένα ματς του Εσθονού Ρίστο Καλάστε, του μόνου ανθρώπου που χτυπούσε το πλάγιο άουτ αφού προηγουμένως έκανε μια τούμπα(!) σαν αθλητής της ενόργανης. Ο Αλόι έγραφε ότι η παρουσία σε ένα μεγάλο συμβάν μπορεί να σε κάνει να δεις την ίδια τη ζωή διαφορετικά: ισχυριζόταν ότι άφησε έγκυο τη γυναίκα του ένα βράδυ στο Τορίνο, αφού προηγουμένως είχε δει το σλάλομ του Μαραντόνα και το γκολ του Κανίγια κόντρα στη Βραζιλία για το Μουντιάλ του 1990, ενώ αναφέρει ότι όταν είδε στο γήπεδο το περίφημο γκολ-φάουλ του Ρομπέρτο Κάρλος κόντρα στη Γαλλία, ο διπλανός του τού είπε ότι το είδος της καμπύλης που πήρε η μπάλα είναι ό,τι πιο κοντινό στην ελλειψοειδή γραμμή της κίνησης του αστερισμού Ωρίωνα! Κάθε συλλογή δεν είναι παρά η αφορμή για να διηγείσαι πώς απέκτησες τα κομμάτια της: κάθε υπερβολή είναι δεκτή.

Θα μου ήταν δύσκολο να μαζέψω στιγμές αυθεντικής μοναδικότητας – είμαι πολύ άτσαλος για να γίνω συλλέκτης. Ωστόσο δεν κρύβω ότι ζηλεύω όλους εκείνους που θυμούνται λεπτομέρειες, όπως και τους τρελούς που μαζεύουν φανέλες ομάδων, προγράμματα, φωτογραφίες, παλιές βιντεοκασέτες. Για κάποιον λόγο πιστεύω ότι όλοι αυτοί έχουν βρει στη ζωή τους έναν προορισμό, έβαλαν τον βίο τους σε τάξη, κάπου αφιερώθηκαν. Το προσωπικό μου χάος ομολογώ ότι με βασανίζει…