Εμεινε στην ιστορία ως το αριστούργημά του. «Το Πέρασμα στην Ινδία» υπήρξε για τον βρετανό συγγραφέα Ε. Μ. Φόρστερ (1879-1970) το magnum opus του, ένα μακρύ ταξίδι στην περιπέτεια της συγγραφής και στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης (και δύο πραγματικών περιηγήσεων με ατμόπλοιο στην αχανή ασιατική χώρα). Στο βιογραφικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Αρκτικό καλοκαίρι» (εκδ. Διόπτρα, μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ) ο βραβευμένος με Booker νοτιοαφρικανός συγγραφέας της «Υπόσχεσης», Ντέιμον Γκάλγκουτ, καταπιάνεται με τη ζωή του συγγραφέα που έχει αγαπήσει πολύ και ο κινηματογράφος – θυμηθείτε τα «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» (1992), «Μωρίς» (1987), «Δωμάτιο με θέα» (1985), «Εκεί που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν» (1991), όπως βεβαίως και το οσκαρικό «Πέρασμα στην Ινδία» (1984). Συγκεκριμένα ανατέμνει τις φοβίες και τους προβληματισμούς του Φόρστερ στη μακρά πορεία που χρειάστηκε να πραγματοποιήσει προκειμένου να ολοκληρώσει το βιβλίο του αλλά και να βρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του. Αυτή ενός ομοφυλόφιλου άνδρα σε μια εποχή όταν «η παραμικρή χαλάρωση της επιφυλακής μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή».

Το εξώφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Τι σας οδήγησε να γράψετε ένα βιβλίο-φόρο τιµής στον Ε. Μ. Φόρστερ;

«Εφτασα σε αυτόν μέσα από την Ινδία. Για πολλά χρόνια η Ινδία ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Πήγαινα εκεί για έξι μήνες τον χρόνο, μάλιστα έγραψα και κάνα-δυο βιβλία στην Γκόα. Η Ινδία με έκανε να επιστρέψω στο «Πέρασμα στην Ινδία» και το βιβλίο αυτό με οδήγησε στη ζωή του Φόρστερ. Ηθελα να γράψω ένα βιβλίο για το τι σημαίνει να γράφεις ένα βιβλίο, κατά πόσο εμπλέκονται σε αυτό οι προσωπικές ανησυχίες του συγγραφέα, οι σχέσεις, οι πολιτικές του απόψεις, οι αμφιβολίες που έχει για τον εαυτό του. Ο Φόρστερ χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να ολοκληρώσει αυτό το αριστούργημα και στην πορεία βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος με το λεγόμενο «writer’s block». Μπορούσα να ταυτιστώ με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και σκέφτηκα ότι η ιστορία του μπορεί να μιλήσει και για εμένα τον ίδιο. Το «Αρκτικό καλοκαίρι» ήταν ο τίτλος ενός μυθιστορήματός του που δεν ολοκλήρωσε ποτέ, αλλά νομίζω ότι απηχεί κάτι από το τοπίο του εσωτερικού του κόσμου. Από πολλές απόψεις η προσωπικότητά του ήταν φωτεινή και ξεκάθαρη αλλά από άλλες ήταν πολύ ψυχρός, πολύ φοβισμένος ώστε να είναι ο εαυτός του. Αυτή η αντίφαση βρίσκεται στην καρδιά του χαρακτήρα του».

Με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι το βιβλίο σας εµπλουτίζει όσα ξέρουµε για αυτόν δεδοµένου ότι υπάρχει εκτενές βιογραφικό υλικό, ενώ έχει γράψει και ο ίδιος για τον εαυτό του;

«Παραδόξως, οι πληροφορίες που τον αφορούν δεν είναι όλες συγκεντρωμένες σε ένα βιβλίο. Επίσης, ο κόσμος ερμηνεύει τα γεγονότα κατά το δοκούν, και πίστευα ότι η προσωπική μου ερμηνεία διέφερε από εκείνη των άλλων. Οπως σας είπα, ήθελα να γράψω για το τι περιλαμβάνει η συγγραφή ενός μυθιστορήματος: τις αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις του συγγραφέα, τα μέρη που επισκέπτεται, την πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό, με την ψυχή του. Στην περίπτωση του «Περάσματος στην Ινδία», η πάλη του Φόρστερ ήταν επικών διαστάσεων. Ηθελα να τα καλύψω όλα αυτά και να είμαι όσο πιο ακριβής γίνεται. Οπότε η μυθιστοριοποίηση αφορά μόνο τα σημεία όπου υπήρχαν κενά στις βιογραφικές καταγραφές. Αλλά και πάλι, αυτός είναι ο τρόπος που εγώ προσωπικά κατανοώ τη ζωή του. Ο Φόρστερ μπορεί να διαφωνούσε μαζί μου».

Τι είναι αυτό που σας ελκύει στο είδος της µυθιστορηµατικής βιογραφίας;

«Σε γενικές γραμμές δεν είναι ένα είδος που με ελκύει. Δεν θα με είχε τραβήξει η συγκεκριμένη ζωή αν δεν μου πρόσφερε ένα όχημα για να γράψω και για τον εαυτό μου διαθλασμένο μέσα από μυθιστορηματικά πρίσματα».

Ο αγώνας του Φόρστερ να αποδεχθεί τη σεξουαλικότητά του απηχεί σε κάποιο επίπεδο την προσωπική σας ιστορία, ενδεχοµένως τη διαδικασία να αποδεχθείτε τον εαυτό σας;

«Είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι gay άτομο στην εποχή μας απ’ ό,τι σε εκείνη του Φόρστερ. Και πρέπει να πούμε ότι ο Φόρστερ ήταν ιδιαίτερα φοβισμένος και συνεσταλμένος σε αυτόν τον τομέα, περισσότερο από πολλούς σύγχρονούς του. Με συνεπήρε ο φόβος του και οι τρόποι που τον έκανε να συμπεριφέρεται (δεν ήταν πάντα αξιοθαύμαστοι). Ηταν επίσης πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αποικιοκρατία τού επέτρεψε – όπως και σε πολλούς άλλους – να είναι άλλος στο σπίτι του στην Αγγλία και ένα εντελώς διαφορετικό άτομο στην άλλη άκρη του κόσμου. Αυτή η διχοτόμηση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα».

Πώς δηµιουργήσατε τον χαρακτήρα του Καβάφη πέρα από το να αντλήσετε πληροφορίες από το βιβλίο «Cavafy» του Ρόµπερτ Λίντελ, όπως και από το «The Forster-Cavafy Letters» του Πίτερ Τζέφρις;

«Γνώριζα (και αγαπούσα) την ποίηση του Καβάφη προτού ασχοληθώ με τον Φόρστερ. Αλλά δεν ήξερα πολλά για τη ζωή του. Και πρέπει να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι εξακολουθώ να μη γνωρίζω. Το βιβλίο του Λίντελ ήταν χρήσιμο, όμως οι πληροφορίες που παρέχει είναι ανεπαρκείς. Με εκπλήσσει ότι δεν υπάρχει μια μεγάλη βιογραφία για τον Καβάφη, ένας πολύ πληρέστερος απολογισμός από αυτόν που προσφέρει το βιβλίο του Λίντελ. Ομως ήταν τόσο κρυψίνους που μάλλον δεν υπάρχει αρκετό βιογραφικό υλικό διαθέσιμο. Δημιούργησα τον Καβάφη με βάση τις περιγραφές του Φόρστερ από τις συναντήσεις τους παρά μέσα από βιογραφικά κείμενα. Μπορεί κανείς να ψυχανεμιστεί τη φωνή του και μέσα από τα ποιήματά του».

Μπορεί µια ξένη χώρα (και µια µεγάλη πόλη, όπως αναφέρει ο Καβάφης στο βιβλίο σας) να µας βοηθήσει να αποκαλύψουµε τον εαυτό µας;

«Αυτό σίγουρα ίσχυε πριν από την έλευση του Internet. Ο Φόρστερ δεν ήταν ο μόνος Αγγλος που ένιωσε να απελευθερώνεται όταν ταξίδεψε στην άλλη άκρη του κόσμου. Η δική μου χώρα, η Νότια Αφρική, είναι γεμάτη ιστορικά παραδείγματα ανθρώπων που ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό όταν βρίσκονταν στην Αγγλία και κάτι άλλο όταν έρχονταν εδώ. Υποπτεύομαι ότι αυτή η διχοτόμηση είναι πολύ λιγότερο εμφανής στην εποχή μας που ό,τι και αν κάνεις είναι λίγο-πολύ ορατό όντας διαρκώς online. Οπότε η αίσθηση της μυστικότητας και της απόκρυψης της πραγματικής ταυτότητας δεν είναι πλέον παρούσες».

Εχετε µπει στον πειρασµό να ζήσετε εκτός Νότιας Αφρικής για να ανοίξετε τελείως τις προοπτικές αποκάλυψης του εαυτού σας;

«Συχνά. Ομως η αίσθηση του ανήκειν είναι πολύ συνδεδεμένη με αυτό το μέρος για εμένα. Τώρα που πλησιάζω τα 60 νομίζω πως αποδέχθηκα ότι η Νότια Αφρική δεν είναι απλώς το σπίτι μου αλλά η μοίρα μου. Θα προτιμούσα να πεθάνω σε έναν εμφύλιο πόλεμο από το να ζήσω σε μια μίζερη εξορία κάπου αλλού. Ελπίζω να μη χρειαστεί να φτάσω σε αυτό το σημείο».

«Να συνδέεσαι – αυτό µόνο… Η κοινωνική τάξη, η ηλικία και το υπόβαθρο είναι δυνατόν να παραµεριστούν από µια χειρονοµία ανθρώπινης τρυφερότητας» γράφετε στο βιβλίο. Πιστεύετε ότι είναι εφικτό;

«Είναι πολύ δύσκολο. Από πολλές απόψεις είναι σχεδόν αδύνατο. Η αγάπη μπορεί να υπερβεί πολλά εμπόδια, όμως αυτοί οι διαχωρισμοί θα τη φθείρουν με τον καιρό. Από την άλλη, υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που τα κατάφεραν. Εχω συμπεριλάβει μια σκηνή στο βιβλίο στην οποία ο Φόρστερ συναντά τον Εντουαρντ Κάρπεντερ, έναν γκέι ακτιβιστή ο οποίος ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Ο μεσοαστός Κάρπεντερ ζούσε με τον πολύ νεότερο εραστή του ο οποίος προερχόταν από την εργατική τάξη και φαίνονταν να είναι πολύ ευτυχισμένοι. Εάν αυτοί μπορούσαν να το καταφέρουν, γιατί όχι και κάποιοι άλλοι;».

Οταν ήσασταν νεότερος σας εντυπωσίαζαν τα βιβλία του συµπατριώτη σας Τζ. Μ. Κουτσί. Τώρα έχετε βρει τη θέση σας (ή είστε στον δρόµο να τη βρείτε) δίπλα σε εκείνον και τη Ναντίν Γκόρντιµερ. Ποια είναι η αίσθηση και οι υποχρεώσεις που τη συνοδεύουν;

«Η όποια αίσθηση ευθύνης μπορεί να αισθάνομαι είναι μόνο απέναντι στον εαυτό μου και αφορά τη συγγραφή θεμάτων που έχουν νόημα για εμένα. Ο Κουτσί και η Γκόρντιμερ είναι πολύ δυνατοί συγγραφείς, όμως έγραψαν αποκρινόμενοι στην ιστορική συγκυρία στην οποία βρέθηκαν. Ανατρέχω σε αυτούς για πολλά, όμως η δουλειά μου και όλα όσα με βασανίζουν είναι πολύ δικά μου».