Ηταν τον Αύγουστο του 1995 όταν ο Ισμαήλ Σεραγκελντίν, από τη θέση τού τότε αντιπροέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας, προειδοποίησε ότι «αν οι πόλεμοι αυτού του αιώνα έχουν γίνει για το πετρέλαιο, οι πόλεμοι του επόμενου αιώνα θα γίνουν για το νερό αν δεν αλλάξουμε την προσέγγισή μας στη διαχείριση αυτού του πολύτιμου και ζωτικού πόρου» και δυστυχώς προς παρόν οι περισσότερες έρευνες συνηγορούν στο ότι τα νέα από αυτό το πεδίο δεν είναι καθόλου καλά.

Για παράδειγμα, η πρόσφατη μελέτη του Ατλαντα Κινδύνου Υδάτων του Ινστιτούτου Παγκοσμίων Πόρων (Aqueduct Water Risk Atlas, WRI) καταδεικνύει ότι 25 χώρες, οι οποίες μάλιστα συγκεντρώνουν και το ¼ του παγκόσμιου πληθυσμού, αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες κάθε χρόνο, δηλαδή καταναλώνουν τακτικά σχεδόν ολόκληρο το διαθέσιμο νερό τους, την ίδια στιγμή που τουλάχιστον το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού – περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι – βιώνουν την έλλειψη επαρκούς ποσότητας νερού για τουλάχιστον έναν μήνα του έτους.

Πρώτο στην κατάταξη της επίμαχης 25άδας εμφανίζεται το Μπαχρέιν, ενώ στη δεύτερη θέση έρχεται η Κύπρος, με το Κουβέιτ, τον Λίβανο και το Ομάν να συμπληρώνουν την πεντάδα. Δυστυχώς στη 19η θέση συναντούμε και την Ελλάδα. Σύμφωνα με τον χάρτη που καταρτίστηκε, οι περιοχές που υφίστανται τη μεγαλύτερη πίεση είναι η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική, όπου το 83% του πληθυσμού εκτίθεται σε εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες, αλλά και η Νότια Ασία, όπου το ποσοστό αγγίζει το 74%.

Η αλήθεια των αριθμών δυστυχώς είναι σκληρή. Ετσι, μέχρι το 2050 υπολογίζεται ότι 1 δισεκατομμύριο επιπλέον άνθρωποι θα προστεθούν σε εκείνους που ζουν υπό συνθήκες εξαιρετικά υψηλού υδατικού στρες, ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο όπου η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας θα «περιοριστεί» σε 1,3 έως 2,4 βαθμούς Κελσίου ως το 2100.

Η παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια κινδυνεύει. Ήδη το0 60% της αρδευόμενης γεωργίας παγκοσμίως αντιμε6τωπίζει εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες.

Η οικονομία του νερού

Δυστυχώς η παγκόσμια ζήτηση νερού έχει υπερδιπλασιαστεί από το 1960 και προβλέπεται να αυξηθεί κατά 20% έως 25% μέχρι το 2050. Για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική αυτό σημαίνει ότι το 100% του πληθυσμού τους θα έχει εισέλθει σε συνθήκες έντονης έλλειψης νερού μέχρι το 2050. Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση νερού έως το 2050 αναμένεται να σημειωθεί στην υποσαχάρια Αφρική, κατά 163%, με δεύτερη τη Λατινική Αμερική, στην οποία η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 43%.

Αυτή η αύξηση στη χρήση νερού δεν θα πρέπει να δαιμονοποιείται, καθώς συνδέεται με τις ανάγκες για άρδευση και οικιακή κρίση, οι οποίες αναμένεται να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής στην Αφρική – προβλέπεται να είναι η ταχύτερα οικονομικά αναπτυσσόμενη περιοχή στον κόσμο. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί, καθώς η αναποτελεσματική χρήση του νερού και η μη βιώσιμη διαχείρισή του ενδέχεται να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα και να μειώσουν το ΑΕΠ της ευρύτερης περιοχής κατά 6%.

Το τοπίο λοιπόν που διαμορφώνεται απειλεί την οικονομική ανάπτυξη των χωρών αλλά και την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια. Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας του Ατλαντα Κινδύνου Υδάτων, το 31% του παγκόσμιου ΑΕΠ – το τεράστιο δηλαδή ποσό των 70 τρισεκατομμυρίων δολαρίων – θα εκτεθεί σε υψηλή υδατική πίεση έως το 2050, σε σχέση με τα 15 τρισεκατομμύρια δολάρια του 2010 που αντιστοιχούσαν στο 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Η έλλειψη νερού μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα στη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα και σε διακοπές στα δίκτυα ενέργειας, όπως για παράδειγμα αυτές που παρατηρήθηκαν στην Ινδία όπου η απουσία νερού ως μέσου ψύξης των θερμοηλεκτρικών σταθμών μεταξύ 2017 και 2021 οδήγησε σε απώλεια 8,2 τεραβατωρών ηλεκτρικής ενέργειας που ισοδυναμούν με τις ανάγκες 1,5 εκατομμυρίου ινδικών νοικοκυριών για πέντε χρόνια.

Η αποτυχία στην εφαρμογή πολιτικών καλύτερης διαχείρισης των υδάτων θα μπορούσε να οδηγήσει προοδευτικά σε απώλειες από 6% έως 12% του ΑΕΠ στην Ινδία, την Κίνα, την Κεντρική Ασία αλλά και σε μεγάλο μέρος της Αφρικής έως το 2050, σύμφωνα με την Παγκόσμια Επιτροπή για την Προσαρμογή.

Η παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια κινδυνεύει επίσης. Ηδη το 60% της αρδευόμενης γεωργίας παγκοσμίως αντιμετωπίζει εξαιρετικά υψηλό υδατικό στρες – ιδιαίτερα οι καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου, σιταριού, ρυζιού και αραβοσίτου. Για να τραφούν 10 δισ. άνθρωποι μέχρι το 2050, ο κόσμος θα πρέπει να παράγει 56% περισσότερες θερμίδες τροφίμων σε σχέση με το 2010 – ενώ παράλληλα θα πρέπει να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πίεση της έλλειψης νερού καθώς και τις κλιματικές καταστροφές, όπως ξηρασίες και πλημμύρες.

Εγκατάσταση αφαλάτωσης στο Ισραήλ,. Οι κοινωνίες μπορούν να ευημερούν ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες λειψυδρίας χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες τεχνικές.

Η μακραίωνη μάχη για το νερό

Η λειψυδρία λοιπόν πλήττει σήμερα περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και σύμφωνα με προβλέψεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ξηρασία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο εκτοπισμού έως και 700 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2030. Το 2017, για παράδειγμα, σοβαρές ξηρασίες συνέβαλαν στη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν 20 εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρη την Αφρική και τη Μέση Ανατολή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους λόγω της έλλειψης τροφίμων και των συγκρούσεων που τις διαδέχθηκαν.

Ο Πίτερ Γκλάικ, συνιδρυτής του Pacific Institute με έδρα το Οκλαντ, μελετά εδώ και τρεις δεκαετίες τη σχέση μεταξύ λειψυδρίας, συγκρούσεων και μετανάστευσης και πιστεύει ότι οι συγκρούσεις για το νερό σήμερα βρίσκονται σε άνοδο. «Εκτός από πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, κανείς σήμερα δεν πεθαίνει κυριολεκτικά από δίψα. Αλλά όλο και περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν από μολυσμένο νερό ή από συγκρούσεις για την πρόσβαση σε αυτό» έχει τονίσει σε συνέντευξή του στο Reuters. Εκείνος και η ομάδα του μάλιστα βρίσκονται πίσω από τη σύνταξη ενός Χρονολογίου Συγκρούσεων για το Νερό μέσω μιας καταγραφής 925 περιστατικών, μικρής αλλά και μεγαλύτερης κλίμακας αντιπαραθέσεων με αφετηρία τις ημέρες του Βαβυλώνιου βασιλιά Χαμουραμπί.

Οι ίδιοι κατηγοριοποιούν τις συγκρούσεις για το νερό σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη το νερό πυροδοτεί τη σύγκρουση και συνδέεται με διαμάχες σχετικά με την πρόσβαση και τον έλεγχό του. Στη δεύτερη κατηγορία το νερό χρησιμοποιείται ως «όπλο» συγκρούσεων, για παράδειγμα, μέσω της δημιουργίας φραγμάτων για την παρακράτησή του ή της πλημμύρας παραποτάμιων κοινοτήτων και τέλος υπάρχουν και οι περιπτώσεις που οι υδάτινοι πόροι, εγκαταστάσεις επεξεργασίας ή αγωγοί μεταφοράς, στοχοποιούνται κατά τη διάρκεια εν εξελίξει συγκρούσεων.

Πάντως μέσα από αυτή την καταγραφή γίνεται σαφές ότι ο κύριος όγκος των συγκρούσεων για το νερό σχετίζεται με τον γεωργικό τομέα. Και αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, καθώς η γεωργία αντιπροσωπεύει το 70% της χρήσης του γλυκού νερού. Στην ημίξηρη περιοχή του Σαχέλ στην Αφρική, για παράδειγμα, υπάρχουν τακτικές αναφορές για βίαιες συγκρούσεις μεταξύ βοσκών και καλλιεργητών για τα λιγοστά αποθέματα νερού που χρειάζονται για τα ζώα και τις καλλιέργειές τους αντίστοιχα. «Πράγματι, η βία που σχετίζεται με το νερό αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου» έχει δηλώσει από την πλευρά του και o Τσαρλς Αϊσλαντ, global director στο Ινστιτούτο Παγκόσμιων Πόρων, στον τομέα του νερού. «Η αύξηση του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης νερού παγκοσμίως. Εν τω μεταξύ, η κλιματική αλλαγή μειώνει την προσφορά νερού ή/και καθιστά τις βροχοπτώσεις όλο και πιο ασταθείς σε πολλά σημεία του πλανήτη».

Οι βόρειες πεδιάδες της Ινδίας, για παράδειγμα, είναι μία από τις πιο εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στον κόσμο, αλλά σήμερα οι χωρικοί συγκρούονται τακτικά για την έλλειψη νερού. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η αύξηση του πληθυσμού και τα υψηλά επίπεδα άρδευσης έχουν ξεπεράσει τα διαθέσιμα αποθέματα υπόγειων υδάτων. Αρκετοί βασικοί ποταμοί που τροφοδοτούν την περιοχή – ο Ινδός, ο Γάγγης και ο Ζάραδρος – πηγάζουν όλοι από τα βόρεια της Ινδίας και την πλευρά του Θιβέτ, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή νερού τόσο στην Ινδία όσο και στο Πακιστάν. Πολλές συνοριακές αψιμαχίες έχουν ξεσπάσει μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας τα τελευταία χρόνια. Μια βίαιη σύγκρουση τον Μάιο του 2021 στην κοιλάδα Γκαλουάν, στην οποία ρέει ένας παραπόταμος του Ινδού, άφησε 20 ινδούς στρατιώτες νεκρούς.

Οι διακρατικές συμφωνίες είναι ένας συνήθης τρόπος αποκλιμάκωσης τέτοιου είδους διαφορών. Περισσότερες από 200 έχουν υπογραφεί από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – όπως η Συνθήκη για τα ύδατα του Ινδού μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 1960, αλλά στις ημέρες μας τέτοιες συμφωνίες μοιάζουν όλο και πιο δύσκολο να επιτευχθούν.

Ανάγκη για άμεσες πρωτοβουλίες

Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πάντα μπορεί να υπάρξει φως το τούνελ. Το τοπίο θα μπορούσε να αλλάξει μέσω της «απελευθέρωσης» περισσότερου νερού για χρήση με τεχνικές όπως η αφαλάτωση του θαλασσινού νερού. Η Σαουδική Αραβία καλύπτει σήμερα το 50% των αναγκών της
σε νερό μέσω αυτής της διαδικασίας, ενώ μέρη όπως η Σιγκαπούρη αλλά και το Λας Βέγκας αποδεικνύουν ότι οι κοινωνίες μπορούν να ευημερούν ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες λειψυδρίας, χρη-σιμοποιώντας τις κατάλληλες τεχνικές.

Η ανακύκλωση νερού μπορεί επίσης να προσφέρει μια χαμηλού κόστους, εύκολη στην εφαρμογή εναλλακτική λύση, η οποία μπορεί να βοηθήσει τις γεωργικές κοινότητες που πλήττονται από την ξηρασία. Μια αξιολόγηση της παγκόσμιας αφαλάτωσης και επεξεργασίας λυμάτων προέβλεψε ότι η αύξηση της δυναμικότητας αυτών των συστημάτων θα μπορούσε να μειώσει το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που αντιμετωπίζει σοβαρή λειψυδρία από 40% σε 14%.

Μάλιστα, η πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Παγκόσμιων Πόρων δείχνει ότι η επίλυση των διεθνών προκλήσεων που σχετίζονται με το νερό είναι φθηνότερη από ό,τι θα φανταζόταν κανείς, κοστίζοντας στον κόσμο περίπου 1% του ΑΕΠ ή 29 σεντς ανά άτομο, ανά ημέρα, από το 2015 έως το 2030. Αυτό που λείπει ακόμη, όπως όλα συνηγορούν, είναι η πολιτική βούληση και η οικονομική στήριξη για να γίνουν αυτές οι αποδοτικές λύσεις πραγματικότητα.