Δεν είναι τυχαίο σαφώς ότι μια ημέρα πριν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκεφθεί το υπουργείο Αθλητισμού για να παραστεί στις εορταστικές εκδηλώσεις για τα είκοσι χρόνια από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ο υπουργός Αθλητισμού κατέθεσε για δημόσια διαβούλευση τον νέο αθλητικό νόμο, τον τρίτο που φέρνει στη Βουλή η κυβέρνηση από το 2019 που η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές.

Η παρουσία του Πρωθυπουργού αποτελεί ένα είδος στήριξης των πρωτοβουλιών του κ. Γιάννη Βρούτση: η κυβέρνηση έχει ανάγκη να δείξει ότι κάτι κάνει στον χώρο του αθλητισμού.

Το αστείο της ιστορίας είναι ότι μόλις στην αρχή της εβδομάδας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κ. Παύλος Μαρινάκης, δήλωνε πως η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στα ζητήματα του ποδοσφαίρου.

Τώρα πώς γίνεται να μην παρεμβαίνει και να παρουσιάζει συνεχώς νομοθετήματα θα έπρεπε κάποιος να το εξηγήσει, αλλά αμφιβάλλω αν μπορεί να το κάνει ο υπουργός ή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ο Πρωθυπουργός θα έπρεπε να εξηγήσει αυτή την αλλοπρόσαλλη τακτική,αλλά αυτός στον χαιρετισμό του στο υπουργείο Αθλητισμού προτίμησε να μας πει ότι ο αθλητισμός ενώνει και δεν διχάζει, λες και έχει υποστηρίξει κανείς ποτέ το αντίθετο.

Πλήγμα στη λογική του success story

Το πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση με τα αθλητικά μας και κυρίως με το ποδόσφαιρο είναι ότι οι αστοχίες της στον συγκεκριμένο χώρο καταστρέφουν τη λογική του μεταρρυθμιστικού success story με το οποίο ο Μητσοτάκης πορεύεται. Ο χώρος του ποδοσφαίρου τυγχάνει τεράστιας προβολής. Εδώ κάθε λάθος φαίνεται και το γεγονός ότι υπάρχει τεράστια εμπλοκή από την πλευρά του κόσμου (ακόμα και συναισθηματική) δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να παραμορφώνει την πραγματικότητα.

Η κυβέρνηση μπορεί να παρεμβαίνει διά μέσου του Βρούτση ή του ΓΓΑ, κ. Γιώργου Μαυρωτά, υπευθύνου της αρχής αντιμετώπισης της αθλητικής διαφθοράς, και να δηλώνειότι δεν μπορεί να παρέμβει σε τίποτα διά μέσου του κ. Παύλου Μαρινάκη. Είτε παρεμβαίνει είτε δεν παρεμβαίνει, το βέβαιο είναι ότι δεν έλυσε σχεδόν κανένα πρόβλημα από αυτά που ταλαιπωρούν το ποδόσφαιρο επί των ημερών της.

Τα κλειστά γήπεδα, τα τρία αθλητικά νομοσχέδια, οι τρεις αλλαγές στο υπουργείο Αθλητισμού, οι συνεχείς και εν τέλει άχρηστες βεγγέρες του προέδρου τηςUEFA, κ. Αλεξάντερ Τσέφεριν, που κάθε τόσο έρχεται στο Μέγαρο Μαξίμου, αποτελούν αποδείξεις της απόλυτης αποτυχίας. Που οφείλεται στην έλλειψη στόχου. Δηλαδή πολιτικής προτεραιότητας.

Ούτε μία τοποθέτηση υποστήριξης

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στον νέο νόμο και στα σχόλια που τον συνοδεύουν τώρα που ξεκίνησε η διαβούλευση, θα καταλάβει το κυβερνητικό πρόβλημα. Δεν υπάρχει ούτε μία τοποθέτηση υποστήριξης του νέου νόμου και η κριτική που του γίνεται δεν γίνεται από κομματικούς αντιπάλους της ΝΔ, αλλά από απλό κόσμο που σχολιάζει την ανεπάρκειά του.

Υποτίθεται ότι ο νόμος αυτός θα λύσει το πρόβλημα της οπαδικής βίας, αλλά οι συντάκτες του ανάθεμα κι αν το καταλαβαίνουν! Η βασική του στόχευση αφορά από τη μια την κάλυψη των γηπέδων με κάμερες (μέτρο που κατά τα άλλα η κυβέρνηση δεν τολμά να πάρει για την αστυνόμευση χώρων εκτός των γηπέδων) και από την άλλη την υιοθέτηση του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, που υπάρχει ήδη στα ελληνικά γήπεδα αλλά που πλέον και αυτό θα αλλάξει, καθώς η διακίνηση εισιτηρίων θα γίνεται στα κινητά τηλέφωνα.

Η επένδυση του συντάκτη του νόμου στο γεγονός αυτό οδηγεί κάποιους από όσους σχολιάζουν τον νόμο να αναρωτιούνται αν ο νομοθέτης είναι πλασιέ κινητών! Η ιδέα ότι πρέπει να αποκλείεται από το γήπεδο όποιος δεν έχει κινητό τηλέφωνο είναι από τις σπάνιες: ουσιαστικά η κυβέρνηση κόβει το γήπεδο σε ηλικιωμένους και πιτσιρικάδες – οι πρώτοι μπορεί κινητό να χρησιμοποιούν, οι δεύτεροι κινητό μπορεί να μην έχουν, αλλά και οι μεν και οι δε δεν έχουν καμία σχέση με βία και συνδέσμους εκτός αν ο Βρούτσης ξέρει ότι οι σύνδεσμοι στελεχώνονται από 75χρονους και πιτσιρίκια κάτω από 15.

Έλλειψη σαφήνειας για την αστυνόμευση

Το ότι ο νόμος είναι σχεδόν γραμμένος στο πόδι το καταλαβαίνεις από την παντελή έλλειψη σαφήνειας για την αστυνόμευση των γηπέδων (πράγμα βασικότατο), από την απόλυτη έλλειψη αναβάθμισης της διεύθυνσης αθλητικής βίας που παραμένει υποστελεχωμένη, από την επαναφορά των προστίμων σε όσους γενικά και αόριστα και κατά την κρίση του υπουργού μπορούν να προκαλέσουν βία, από την απόλυτη σύγχυση σε ό,τι σχετίζεται με τις αρμοδιότητες της Διαρκούς Επιτροπής Αντιμετώπισης της Βίας που κατά τα άλλα αναβαθμίζεται.

Το νομοθέτημα δεν ασχολείται με τις εστίες βίας στο Διαδίκτυο (το οποίο οι οργανωμένοι οπαδοί χρησιμοποιούν για αυτοργάνωση αλλά και στόχευση ανθρώπων), προσπαθεί να κάνει πολύ δύσκολη την προσέλευση των απλών φιλάθλων στο γήπεδο δημιουργώντας νέα συστήματα έκδοσης και διακίνησης εισιτηρίων κατά κανόνα δύσχρηστα, ενώ δεν αντιμετωπίζει καθόλου τα ζητήματα της ποδοσφαιρικής διαφθοράς, την οποία κατά τα άλλα νυν υπουργοί, όπως ο κ. Γιώργος Φλωρίδης, αλλά και πρώην, όπως ο κ. Γιάννης Οικονόμου, θεωρούν βασική αιτία της οπαδικής βίας.

Η συμπόρευση και τα αδιέξοδα

Η κυβέρνηση συνεχίζει τη διγλωσσία. Μοιάζει πιο πολύ να θέλει να δείξει ό,τι κάτι κάνει. Κυρίως για να μη φαίνεται αυτό στο οποίο έχει οδηγηθεί: δηλαδή στον συμβιβασμό με τους εκπροσώπους της ποδοσφαιρικής διαφθοράς. Η συμπόρευση μαζί τους απλά θα την οδηγήσει πολύ γρήγορα σε νέα αδιέξοδα.