«Σκληρός αντίδικος» θεωρείται κατά γενική ομολογία το Ελληνικό Δημόσιο. Κι αυτό γιατί εξαντλεί όλα τα ένδικα μέσα ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και το αποτύπωμα που αυτές έχουν αφήσει στην ελληνική κοινωνία. Αυτό άλλωστε έδειξε και η πρόσφατη ενέργεια των εκπροσώπων του να ασκήσουν έφεση κατά της πρώτης απόφασης της διοικητικής δικαιοσύνης που δικαίωσε τους συγγενείς 77χρονης γυναίκας, η οποία βρήκε μαρτυρικό θάνατο στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, που εκπροσωπεί το Δημόσιο και μάλιστα αζημίως (χωρίς δηλαδή να χρειάζεται να πληρώνει έξοδα παραστάσεως σε κάθε δίκη), έχοντας νομική υποχρέωση αξιοποιεί όλα τα νόμιμα όπλα έναντι των πολιτών, για τους οποίους η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη γίνεται όλο και ακριβότερη.

«Κεραυνός εν αιθρία»

Κάποιες φορές μάλιστα, οι κινήσεις του Δημοσίου στη δικαστική «σκακιέρα» δείχνουν το πιο σκληρό και ανάλγητο πρόσωπό του έναντι των ίδιων των πολιτών, οι οποίοι έχουν υποστεί ζημιές που συνδέονται με πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του. Γι’ αυτό και η πρόσφατη έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της πρώτης απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Εν τούτοις, πέρα από τα τυπικά νομικά επιχειρήματα, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Δημοσίου και η προσπάθεια να εμφανιστούν τουλάχιστον ως συνυπαίτιοι οι άνθρωποι που κάηκαν και πλήρωσαν με τη ζωή τους την εκκωφαντική απουσία των οργάνων της Πολιτείας, προσβάλλουν τη μνήμη των 104 νεκρών, τους συγγενείς τους και τους εγκαυματίες εκείνου του μοιραίου απογεύματος της 23ης Ιουλίου 2018. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, που με τις μαρτυρίες τους στην ποινική δίκη συγκίνησαν, καθήλωσαν και έδωσαν «μαθήματα» αξιοπρέπειας, αναμένουν την τιμωρία όσων κριθούν ένοχοι από τους φυσικούς τους δικαστές και μια συγγνώμη από όσους ήταν σε κρίσιμα πόστα αλλά δεν έκαναν απολύτως τίποτα, καταδικάζοντάς τους στο σκοτάδι, στον θάνατο και στο πένθος.

Και ενώ μετά από τέσσερα χρόνια αναμένουν την ποινική δικαιοσύνη να «μιλήσει», ακόμα και μετά την πρώτη δικαίωση από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αντιλαμβάνονται με τρόπο εξίσου σκληρό ότι δεν έχει τέλος για αυτούς η ταλαιπωρία και ας μην έχουν φταίξει πουθενά.

 

Η υπόθεση της Marfin

Μοιάζει όμως λες και η ιστορία επαναλαμβάνεται… Γιατί την ίδια απόφαση να εξαντλήσει τα ένδικα μέσα είχε επιλέξει η πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου και στην υπόθεση των αποζημιώσεων των συγγενών των θυμάτων της Μarfin, οι οποίοι είχαν δικαιωθεί με τέσσερις διαφορετικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που αναγνώρισαν την αστική ευθύνη του Δημοσίου και επιδίκασαν αποζημιώσεις συνολικού ύψους περίπου 2,2 εκατομμυρίων ευρώ στους ενάγοντες. Οι περισσότεροι από τους εργαζομένους στο υποκατάστημα της τράπεζας στη Σταδίου κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον πύρινο κλοιό, τρεις άνθρωποι όμως πέθαναν από ασφυξία λόγω των τοξικών αναθυμιάσεων: Ηταν η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (32 ετών, έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης (36 ετών) και η Παρασκευή Ζούλια (35 ετών).

Τελικά, πριν την εκδίκαση της αναίρεσης των επίμαχων αποφάσεων, ομόφωνα η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τάχθηκε υπέρ της παραίτησης από την υπόθεση, ως ένδειξη ηθικής δικαίωσης των αθώων θυμάτων. Την παραίτηση των αναιρέσεων είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη διάρκεια της θλιβερής επετείου του εμπρησμού του υποκαταστήματος της Marfin της οδού Σταδίου.

Ο 11χρονος στο Μενίδι

Σε παραίτηση είχε οδηγηθεί το Ελληνικό Δημόσιο και σε μία ακόμα υπόθεση που είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, με θύμα τον 11χρονο Μάριο-Δημήτριο Σουλούκο, ο  οποίος  έχασε τη ζωή του από αδέσποτη σφαίρα μέσα στο προαύλιο του σχολείου του στο Μενίδι Αττικής τον Ιούνιο του 2017. Το άτυχο παιδί περίμενε εκεί την έναρξη της θεατρικής εκδήλωσης, μαζί με τους συμμαθητές του.

Οι γονείς του μικρού Μάριου δικαιώθηκαν, αλλά το Δημόσιο προσέφυγε εκ νέου με αίτημα να αναιρεθεί η απόφαση που επιδίκασε αποζημίωση 490.000 ευρώ για ηθική αποζημίωση στην οικογένεια του θύματος.

Τελικά μετά από παρέμβαση  των υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έλαβε μια απόφαση με κοινωνικό και ηθικό πρόσημο και έκανε ομόφωνα δεκτή την αίτηση της οικογένειας του 11χρονου Μάριου, γεγονός που ισοδυναμούσε με παραίτηση από την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου που δικαιώνει την οικογένειά του.

Επί του παρόντος παραμένει άγνωστο το αν ή πότε η Πολιτεία αναλάβει αντίστοιχη πρωτοβουλία και για τις αγωγές συγγενών θυμάτων από την πυρκαγιά στο Μάτι. Πρωτοβουλία που για τους συγγενείς των 104 νεκρών δεν έχει να κάνει με το οικονομικό αντικείμενο, καθώς καμία αποζημίωση δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά πρωτίστως είναι θέμα ηθικής τάξης και εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου.

Η έφεση του Δημοσίου για το Μάτι που προκαλεί

Συνυπαίτια θεωρεί το Ελληνικό Δημόσιο τα θύματα από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, επειδή δεν πληροφορήθηκαν εγκαίρως από τα ΜΜΕ ή από το Διαδίκτυο (site πολιτικής προστασίας) για το πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθούν στην περίπτωση πυρκαγιάς, λόγω του αυξημένου κινδύνου και των ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την ημέρα. Συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου επικαλούνται το γεγονός ότι υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.7.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισής του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ), τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη». Επιπροσθέτως το Ελληνικό Δημόσιο αναφέρεται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, κάτι που όμως ήταν γνωστό στις Αρχές, ενώ στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου αφού όλα τα σπίτια ήταν απολύτως νόμιμα.

Θυμήθηκαν την… «Camp Fire» στις ΗΠΑ

Στην πολυσέλιδη έφεσή του για την υπόθεση στο Μάτι, το Δημόσιο χαρακτηρίζει τη φωτιά στην περιοχή ως ένα περιστατικό ανωτέρας βίας. Παρομοιάζει δε τη φωτιά στο Μάτι με την πλέον θανατηφόρα καταστροφική πυρκαγιά στην ιστορία της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, την περίφημη «Camp Fire» του Νοεμβρίου του 2018, η οποία οδήγησε στον χαμό 85 ατόμων. «Το γεγονός ότι μία Πολιτεία όπως η Καλιφόρνια με την καλύτερη πυροσβεστική υπηρεσία παγκοσμίως, με τον αρτιότερο τεχνολογικό εξοπλισμό, με πολυπληθέστερο, εμπειρότερο και καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό δεν κατάφερε να αποφύγει την απώλεια τόσων ζώων αποδεικνύει ότι υπάρχουν περιπτώσεις που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και της τεχνολογίας και συνιστούν περιπτώσεις ανωτέρας βίας όπως η επίδικη» κατά τη θέση του Ελληνικού Δημοσίου.