Τη «χρυσή εποχή» της Ιατρικής έχει διαβεί η ανθρωπότητα, όπως έγραψαν πρόσφατα οι «New York Times», υπογραμμίζοντας πως τα τελευταία πέντε χρόνια σηματοδοτούν πιθανώς ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, παρότι τα τρία από αυτά… καταναλώθηκαν στην πανδημία.

Απόδειξη; Το «μοριακό ψαλίδι» Crispr (με την υποσχόμενη επιδιόρθωση προβληματικών τμημάτων DNA στα ανθρώπινα κύτταρα) και η ανακάλυψη των εμβολίων έναντι της COVID-19 σε χρόνο-ρεκόρ, άνοιξαν τον δρόμο για μία σειρά από εφαρμογές της καινοτόμου τεχνολογίας mRNA στην αντιμετώπιση ασθενειών όπως ο καρκίνος, το AIDS, οι λοιμώξεις από τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV)… με τις δυνατότητες να μοιάζουν πλέον άπειρες.

Κι όμως σε αυτόν τον πυρετό εξελίξεων, σε ένα κομβικό κεφάλαιο που ακουμπά την καθημερινή κλινική πράξη δεν έχει προστεθεί εδώ και πολλά χρόνια σχεδόν καμία νέα παράγραφος που να περιγράφει πώς η έρευνα αποδίδει και προχωρεί. Ο λόγος για τα αντιβιοτικά που αποδυναμώνονται εξαιτίας της μικροβιακής αντοχής. Μάλιστα, το φαινόμενο αυτό έχει εξελιχθεί στο ίσως πλέον κρισιμότερο πεδίο της δημόσιας Υγείας, χωρίς προς το παρόν να διαφαίνεται λύση.

Η προσαρμογή των μικροβίων

Νέα έκθεση (policy brief) του ευρωπαϊκού παραρτήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) – την οποία σημειωτέον συνυπογραφεί ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE, Ηλίας Μόσιαλος – προειδοποιεί πως μόνον μια «χούφτα» νέα αντιβιοτικά έχουν αναπτυχθεί και κυκλοφορήσει τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι όμως ότι σχεδόν κανένα δεν έχει κάποιο καινοτόμο χαρακτηριστικό» που να ανατρέπει τις υπάρχουσες… καθηλωμένες στο παρελθόν τεχνολογίες. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Πως ακόμη και τα νεότερα αντιβιοτικά «είναι ευάλωτα στη διασταυρούμενη αντοχή».

1.000.000
χρόνια ζωής
χάνονται κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ)/ Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) λόγω της μικροβιακής αντοχής στα αντιβιοτικά

Και αυτό γιατί στο μεταξύ τα μικρόβια προσαρμόστηκαν στις συνθήκες που βίωναν (δηλαδή, στον πόλεμο που τους κήρυξαν τα αντιβιοτικά), αναπτύσσοντας μηχανισμούς αντίστασης. Και κάπως έτσι άνοιξε ένας φαύλος κύκλος, δεδομένου ότι το «καύσιμο» της εξέλιξης των μικροβίων ώστε να γίνουν ισχυρότερα είναι η κατανάλωση περισσότερων αντιβιοτικών. Μοιραία, σε όλο τον κόσμο – με τη χώρα μας να βρίσκεται στον πυρήνα του κανόνα – ασθενείς εμφανίζουν λοιμώξεις από βακτήρια ανθεκτικά σχεδόν σε όλα τα αντιβιοτικά.

Τα κριτήρια καινοτομίας

«Ο χρόνος μας τελειώνει» υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Φαρμακολογίας – Κλινικής Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Γιώργος Παπαζήσης, υιοθετώντας το συμπέρασμα της πρόσφατης ανασκόπησης του ΠΟΥ, και καταλήγει ότι «δεν υπάρχουν αρκετά αντιβιοτικά στη γραμμή παραγωγής για την αντιμετώπιση κρίσιμων παθογόνων μικροοργανισμών και δεν υπάρχει φάρμακο «silver bullet» που θα καταπολεμήσει την αυξανόμενη απειλή που δημιουργεί η μικροβιακή αντοχή».

Ο ίδιος αντλεί τα εξής δεδομένα ώστε να χαρτογραφήσει τα ερευνητικά αδιέξοδα: «Τα νέα αντιβιοτικά πρέπει να πληρούν τουλάχιστον ένα από τα κριτήρια καινοτομίας: Νέα κατηγορία, διαφορετική δομή, διαφορετικός μηχανισμός δράσης και απουσία γνωστής διασταυρούμενης αντοχής ώστε να καλύπτουν ένα κενό θεραπείας και να έχουν κλινική χρησιμότητα». Οπως όμως προσθέτει: «Μόλις 12 νέα αντιβιοτικά εισήλθαν στην αγορά την πενταετία 2017-21, ενώ μόνο έξι από τα 27 αντιβιοτικά που δοκιμάζονται επί του παρόντος θεωρούνται αρκετά καινοτόμα για να ξεπεραστεί η αντοχή στα αντιβιοτικά. Επιπλέον μόνο δύο από αυτά είναι ικανά να στοχεύουν σε εξαιρετικά ανθεκτικές στα φάρμακα μορφές αυτών των μικροβίων».

Τροχοπέδη στις προσπάθειες

Εν τω μεταξύ, τα πρόσφατα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και η απόσυρση παλαιότερων σκευασμάτων λόγω χαμηλής κερδοφορίας δυναμιτίζουν τις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της σύγχρονης πρόκλησης της μικροβιακής αντοχής.

1,5
δισ. ευρώ
υπολογίζεται το κόστος για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης ετησίως

Για παράδειγμα και όπως υπογραμμίζεται στην ίδια έκθεση, στο πλαίσιο αυτό έχει τεθεί ο στόχος τουλάχιστον το 60% της συνολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών στον άνθρωπο να προέρχεται από την ομάδα αντιβιοτικών που ονομάζεται «Access» ή «προσβάσιμα». Πρόκειται για μια κατηγορία αντιβιοτικών που είναι οικονομικά προσιτή, ασφαλή και έχει χαμηλό κίνδυνο ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής.

Είναι αξιοσημείωτο δε πως με τον τρόπο αυτόν επιχειρείται να μπει φρένο στην κατάχρηση αντιβιοτικών που ανήκουν στην κατηγορία της «προσεκτικής πρόσβασης» (Watch) ή στην κατηγορία «για δύσκολα περιστατικά» (Reserve) που ανήκουν στις τελευταίες επιλογές. Εν τούτοις το 2020 οκτώ κράτη-μέλη απέτυχαν να επιτύχουν τον στόχο, όπως η Κύπρος (44%), η Ιταλία (47%) και η Ελλάδα (49%).

Συνέργειες και ισότιμη πρόσβαση

Εν τω μεταξύ, η ίδια έκθεση προτείνει και σημαντικές λύσεις, «εστιάζοντας αφενός στον ισχυρό ρόλο της ΕΕ για την εξασφάλιση της κυκλοφορίας αντιβιοτικών στην εγχώρια αγορά με την ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας εντός και εκτός της Γηραιάς Ηπείρου και τις συνέργειες με διεθνείς φορείς. Παράλληλα όμως θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στην πρόοδο μέσω της χρηματοδότησης της έρευνας και τη δημιουργία βιώσιμων αγορών» συνοψίζει στο «Βήμα» ο κ. Μόσιαλος.

1,27
εκατ. θάνατοι
το 2019 παγκοσμίως σχετίζονται άμεσα με λοιμώξεις από βακτήρια που έχουν αναπτύξει αντίσταση στα αντιβιοτικά.

Μία ακόμη βασική αρχή που πρέπει να τηρηθεί είναι και η ισότιμη πρόσβαση στα αντιβιοτικά, τόσο στα παλαιότερα όσο και στα νεότερα, που συχνά κυκλοφορούν μόνον στις μεγαλύτερες αγορές. Στην αντίθετη περίπτωση, ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι σημαντικός. «Είναι αναγκαίο να καταπολεμήσομε αυτή την επείγουσα απειλή για τη δημόσια υγεία. Χωρίς άμεση δράση, κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε σε μια προ-αντιβιοτικών εποχή όπου οι κοινές λοιμώξεις θα γίνονται θανατηφόρες» συμπληρώνει ο κ. Παπαζήσης.

Απόσυρση των κολοσσών από την έρευνα

Ξεφυλλίζοντας κανείς τις 74 σελίδες της έκθεσης του ευρωπαϊκού παραρτήματος του ΠΟΥ έρχεται αντιμέτωπος με το απαισιόδοξο δεδομένο ότι «οι περισσότερες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες έχουν αποσυρθεί από την έρευνα και ανάπτυξη αντιβιοτικών (R&D) λόγω του υψηλού κινδύνου αποτυχίας και επειδή τα αντιβιοτικά είναι λιγότερο κερδοφόρα από άλλους θεραπευτικούς τομείς».

Επιπρόσθετα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον οδηγούν την έρευνα αντιβιοτικών, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξασφάλιση χρηματοδότησης για προκλινικές και πρώιμες κλινικές δοκιμές.