Το νομοσχέδιο για τις ευρωεκλογές που έχει φέρει αυτές τις μέρες η κυβέρνηση στη Βουλή, εκτός από την εισαγωγή της επιστολικής ψήφου, εμπεριέχει και μια παρέμβαση στον τρόπο κατανομής των εδρών. Παραδοσιακά οι ευρωεκλογές έχουν αναδειχθεί στο κατεξοχήν πεδίο αναλογικής εκπροσώπησης, εξασφαλίζοντας την κοινοβουλευτική «επιβίωση» ακόμα και σε κόμματα που δεν εκπροσωπούνταν στο ελληνικό κοινοβούλιο (π.χ. ΚΚΕ εσωτερικού το 1981-1984, ΚΟΔΗΣΟ το 1981, ΛΑΟΣ το 2004, Οικολόγοι Πράσινοι το 2009). Σε αυτό συνέτεινε τόσο το περιεχόμενο της «χαλαρής» ψήφου των συγκεκριμένων αναμετρήσεων (2ης τάξης) όσο και η εφαρμογή εξαρχής ενός απολύτως αναλογικού εκλογικού συστήματος, της μορφής της Αναλογικής των Υπολοίπων. Επιτρέποντας παλαιότερα την εκλογή ευρωβουλευτή ακόμα και με πολύ χαμηλό εκλογικό ποσοστό (Κόμμα Προοδευτικών το 1981 με 1,96%, ΕΠΕΝ το 1984 με 2,29%, ΔΗΑΝΑ το 1989 με 1,36%).

Οι παρενέργειες και η ανατροπή

Η δυνατότητα αυτή περιορίστηκε μετά το 1994, με την εισαγωγή του ορίου του 3%. Εν τούτοις η διατήρηση του συνυπολογισμού όλων των εκλογικών δυνάμεων στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου (σταθερά στο 4,76% για τις 21 έδρες) είχε ως αποτέλεσμα την πλασματική διόγκωση του αριθμού των αδιάθετων εδρών (συμπεριλαμβάνοντας και εκείνες που θεωρητικά θα αναλογούσαν στο σύνολο των δυνάμεων που έμεναν εκτός), ώστε να παραχωρηθούν στη συνέχεια ανά μία κατά σειρά στα κόμματα, με βάση τα ισχυρότερα υπόλοιπα των ψήφων τους. Καθιστώντας στην πράξη το όριο του 3% όχι απλώς αναγκαίο, αλλά και σχεδόν αυτομάτως ικανό ποσοστό για εκλογή ευρωβουλευτή.

Από τη στιγμή όμως που το αθροιστικό ποσοστό εκτός Ευρωβουλής έφτασε να υπερβαίνει το 15% ή το 20% (όπως το 2014 και το 2019), οι αδιάθετες έδρες μπορούσαν να είναι περισσότερες από τα εκπροσωπούμενα κόμματα, ενεργοποιώντας μια σειρά από δυνητικές παρενέργειες. Π.χ. ένα κόμμα να λαμβάνει μία αδιάθετη έδρα με ελάχιστο υπόλοιπο ή και μία δεύτερη «καταχρηστικά» ή ακόμα και μια τρίτη.

Διότι στην αρχική του μορφή, το ισχύον μέχρι σήμερα εκλογικό σύστημα προέβλεπε και μια ενδιάμεση κατανομή, από την οποία ένα κόμμα με υψηλό αχρησιμοποίητο υπόλοιπο μπορούσε να λάβει την πρώτη από τις αδιάθετες έδρες, διατηρώντας ταυτόχρονα το προβάδισμα και στην τελική διεκδίκηση των επομένων. Σε αυτή την περίπτωση ανέκυπτε το δυνητικό παράδοξο στο εν λόγω κόμμα να καταλήξουν συνολικά περισσότερες έδρες (συνυπολογιζομένων των τριών αδιάθετων) από όσες σε κάποιο άλλο με υψηλότερο ποσοστό ψήφων, διαταράσσοντας όχι απλώς την αναλογικότητα, αλλά και την ίδια τη σειρά δύναμης των κομμάτων.

Αυτό ακριβώς το παράδοξο επιχειρεί καταρχήν να αποτρέψει η προωθούμενη μεταρρύθμιση, προβλέποντας ότι το αρχικό εκλογικό μέτρο θα υπολογίζεται πλέον μόνο επί των κομμάτων που ξεπερνούν το 3% (σε μειωμένη δηλαδή τιμή, π.χ. στο 3,76% το 2019, με 21% εκτός Βουλής), αφήνοντας λιγότερες αδιάθετες έδρες και χωρίς να μεσολαβεί ενδιάμεση κατανομή.

Φυσικά αυτή η αλλαγή δεν είναι εντελώς άδολη «πολιτικά», καθώς η μείωση του εκλογικού μέτρου ευνοεί κατά κανόνα τα ισχυρότερα κόμματα και συνηθέστερα το πρώτο, το οποίο είναι πιθανό να το υπερκαλύπτει περισσότερες φορές, κερδίζοντας ενδεχομένως μία έδρα παραπάνω.

 

Το παράδειγμα του Μαΐου

Ετσι, για παράδειγμα, στο αποτέλεσμα των εκλογών του περασμένου Μαΐου, με πέντε μόνο κόμματα άνω του 3% (και 16% εκτός Βουλής), η ΝΔ με το νέο προτεινόμενο εκλογικό σύστημα θα κέρδιζε μία επιπλέον έδρα (10 αντί 9 με το ισχύον) εις βάρος της Ελληνικής Λύσης (που θα έπαιρνε αντίστοιχα 1 αντί για 2).

Αν όμως στο ίδιο παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε λάβει 20,1% αλλά 17,8% (όσο τον Ιούνιο), τότε με το ισχύον σύστημα θα ενεργοποιούνταν το παράδοξο και η Ελληνική Λύση (με 4,45%) θα λάμβανε τελικά 3 έδρες, έναντι 2 του ΚΚΕ (με 7,23%), με την επιπλέον έδρα να αφαιρείται από τον ΣΥΡΙΖΑ (πίνακας 1). Κάτι ανάλογο θα συνέβαινε αν η ΝΔ παρουσίαζε μείωση του ποσοστού της στα επίπεδα του 37%, με την επιπλέον έδρα να αφαιρείται από εκείνη.

Αντίθετα η εφαρμογή του νέου συστήματος και στις δύο αυτές παραλλαγές θα έδινε και πάλι σταθερά 10 έδρες στη ΝΔ, 5 στον ΣΥΡΙΖΑ και 1 στην Ελληνική Λύση.

Το παράδειγμα του Ιουνίου και τα οριακά κόμματα

Από την άλλη πλευρά, στα αποτελέσματα (της οκτακομματικής Βουλής) του Ιουνίου η μεταβολή του εκλογικού συστήματος δεν θα επέφερε καμία διαφοροποίηση στην κατανομή των εδρών: και με τα δύο συστήματα η ΝΔ θα κέρδιζε 9 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ 4, από 2 ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ, από 1 Σπαρτιάτες, Ελληνική Λύση, Νίκη και Πλεύση Ελευθερίας.

Τι θα γινόταν όμως αν ένα επιπλέον κόμμα έπιανε οριακά το 3% (πίνακας 2); Σε αυτή την περίπτωση η μείωση του αριθμού των αδιάθετων εδρών με το νέο σύστημα, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό (των εννέα) κομμάτων που τις διεκδικούν (εκ των οποίων τα τρία τοποθετούνται λίγο πάνω από το 3%), θα ήταν πιθανό να του στερήσει για ελάχιστες ψήφους την εκπροσώπηση.

Βεβαίως πρόκειται για μια ακραία συνθήκη, η οποία όμως δεν θα προέκυπτε με το ισχύον εκλογικό σύστημα, το οποίο λόγω των περισσότερων αδιάθετων εδρών ουσιαστικά θα δημιουργούσε μια ελαφρά δυσαναλογία υπέρ του οριακού κόμματος, αφαιρώντας την έδρα από τη ΝΔ.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και με την προτεινόμενη αναπροσαρμογή, το ελληνικό εκλογικό σύστημα για τις ευρωεκλογές παραμένει από τα αναλογικότερα στην Ευρώπη. Πρόκειται άλλωστε για σύστημα πανομοιότυπο με εκείνο της «απλής αναλογικής» (χωρίς μπόνους πλειοψηφίας) που ίσχυσε στις εκλογές του Μαΐου του 2023 για τις 300 έδρες του ελληνικού κοινοβουλίου και που τώρα προορίζεται για την κατανομή των 21 ευρωβουλευτών.

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης.