Βάσει του ισχύοντος πλέον νόμου της ενισχυμένης αναλογικής και του κλιμακωτού μπόνους, για το πρώτο κόμμα ισχύει ότι εφόσον φτάσει στο 25%, εξασφαλίζει το μπόνους και ξεκινά από τις 20 έδρες. Για κάθε μισή μονάδα πάνω από αυτό το ποσοστό, το πρώτο κόμμα εκλέγει και έναν επιπλέον βουλευτή.
Σύμφωνα με αυτά, ο στόχος των 180 εδρών υπό τις ίδιες αριθμητικές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και ένα σύνολο 16% εκτός Βουλής, θα ήταν εφικτός με ένα ποσοστό στη σφαίρα του 45,2%. Κάθε διαφοροποίηση στις παραμέτρους αυτές, όπως το ενδεχόμενο εισόδου στη Βουλή ενός ακόμη κόμματος, είτε μειώνει τις έδρες του πρώτου κόμματος είτε αυξάνει το απαιτούμενο ποσοστό για την επίτευξη του υποθετικού και υπέρμετρα φιλόδοξου στόχου των 180 εδρών. Πρόκειται για ένα σενάριο το οποίο δεν εξετάζεται στο εκλογικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη, για πολλούς και διάφορους λόγους. Εν πρώτοις, τοποθετεί αδικαιολόγητα ψηλά τον εκλογικό πήχη, δίχως προφανή πολιτικό λόγο. Και την ίδια στιγμή ενεργοποιεί αρνητικά αντανακλαστικά σε κάποιες ομάδες ψηφοφόρων, οι οποίοι θα ήταν πρόθυμοι να λάβουν υπόψη την παράμετρο της ασύμμετρης κυριαρχίας ενός και μοναδικού κόμματος στους πολιτικούς συσχετισμούς.