Παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης απαιτήθηκαν 64 δισ. ευρώ για την επιβίωση των τραπεζών και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρεοκόπησε δύο φορές και ανακεφαλαιοποιήθηκε τρεις φορές, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες που έχουν απομείνει παραμένουν στο «κόκκινο», χωρίς να μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.
Οι μετοχές τους εξάλλου έχασαν περισσότερα από 2,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας απώλειες 30% τις τελευταίες 5 εβδομάδες, μετά και τις ανακοινώσεις των αδύναμων αποτελεσμάτων εξαμήνου, καθώς οι επενδυτές θεωρούν ότι ο ρυθμός μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι απογοητευτικός, οι ισολογισμοί τους παραμένουν αδύναμοι, ενώ η ανάγκη για κεφαλαιακή ενίσχυση αποτελεί ζητούμενο, την ώρα που η καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς την οικονομία είναι αρνητική.
Οι τράπεζες συρρικνώνονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και αυτό παρασύρει καθοδικά την κερδοφορία τους. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αποτελούν περίπου το 50% του ενεργητικού τους, ενώ τα περισσότερα κεφάλαιά τους αποτελούνται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Κώδωνας κινδύνου
Το sell off (ξεπούλημα) των μετοχών τους την περασμένη Τετάρτη, εν μέσω αμφιβολιών για το κατά πόσον τα τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να καθαρίσουν τους ισολογισμούς σε εύλογο διάστημα, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και μπορεί κάποιες πτωτικές (short) θέσεις να ενέτειναν την πτώση, εν τούτοις, όπως σημείωνε και η HSBC, η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τις ελληνικές τράπεζες δείχνει να «εξανεμίζεται». Οπως αναφερόταν στην αγορά εξάλλου, «αν είσαι, π.χ., διαχειριστής hedge fund από το Κονέκτικατ, πέρα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ισολογισμοί των ελληνικών τραπεζών, δύσκολα μπορείς να καταλάβεις και τον νέο ρόλο του υπουργού Επικρατείας Αλέκου Φλαμπουράρη, ως επόπτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Τα funds με short θέσεις στις ελληνικές τράπεζες, όπως το Oceanwood Capital Mgmt LLP, δεν έχουν πειστεί ότι οι τράπεζες μπορούν να καθαρίσουν τα βιβλία τους χωρίς να «κάψουν» σημαντικά κεφάλαια.
Η αγορά δεν δείχνει να πείθεται επίσης με τη σχεδιαζόμενη στήριξη των ελληνικών τραπεζών μέσω της δημιουργίας εταιρειών ειδικού σκοπού (Asset Management Company ή Asset Protect Scheme), ενώ τα ομόλογα που θα εκδίδουν αυτές θα μπορούν να διατεθούν σε επενδυτές και να διακινούναι στη δευτερογενή αγορά, δημιουργώντας έτσι και μια αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs).
Ποιος θα βάλει τα λεφτά
Αρχικώς το πρώτο ερώτημα αφορά το ποιος θα βάλει τα λεφτά, αφού οι εταίροι μάς «ξεφορτώθηκαν» μετά και την «καθαρή έξοδο» και οι ιδιώτες δεν αντιμετωπίζουν σήμερα την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό. Εστω ότι τα λεφτά, 5-10 δισ. ευρώ, βρεθούν από το «μαξιλαράκι ασφαλείας» των 24 δισ. ευρώ (αν και η χρήση των κεφαλαίων αυτών θα μπορούσε να αποτελέσει πλήγμα στις προσπάθειες της κυβέρνησης να διαβεβαιώσει τους επενδυτές ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες καλύπτονται πλήρως τα επόμενα δύο έτη) και οι εταίροι κάνουν τα στραβά μάτια, θεωρώντας πως αυτό δεν αποτελεί κρατική χρηματοδότηση, τα ερωτήματα και πάλι είναι πολλά.
Ποιος θα διοικεί το ταμείο, ποιος θα αναλάβει την αποτίμηση των δανείων και σε τι τιμή και με ποια έκπτωση θα πουληθούν, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθούν ακόμα περισσότερο τα κεφάλαια των τραπεζών. Παράλληλα πώς θα αποκλειστούν πολιτικές παρεμβάσεις «από το παράθυρο» και κυρίως πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα αν, π.χ., μέσω της επιλογής αυτής οι τράπεζες με την εγγύηση των φορολογουμένων «ξεφορτωθούν» 15-20 δισ. ευρώ δάνεια την ώρα που στο σύστημα σήμερα τα «κόκκινα» δάνεια των συστημικών τραπεζών είναι συνολικά 88,6 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, ακόμα και αν επιλεγεί η λύση αυτή, θα μπορούσε πραγματικά να δουλέψει ύστερα από ένα-δύο χρόνια, δηλαδή μετά τις εκλογές. Στο πλαίσιο αυτό στην αγορά λέγεται πως η λύση θα μπορούσε να έρθει μόνο εάν «γυρίσει» η οικονομία σε ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη φορολογική πολιτική και το πλαίσιο των επενδύσεων.
Καχυποψία και ανασφάλεια
Σήμερα η Ελλάδα, εν μέσω μάλιστα μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, παραμένει στη γωνία, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της πάνω από το 4,5%, με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται εκτός αγορών, όπως σε κάποιον βαθμό και το τραπεζικό της σύστημα. Με τα επιτόκια μάλιστα στις ΗΠΑ να ανεβαίνουν και τους αμερικανικούς δεκαετείς ομολογιακούς τίτλους να κινούνται προς το 3,5%, την ΕΚΤ να ολοκληρώνει τις αγορές ομολόγων στο τέλος του έτους, την αναταραχή στις αναδυόμενες αγορές και την ιταλική κρίση να παραμένουν στο προσκήνιο, η Ελλάδα έχει ήδη μεταθέσει τις όποιες προσπάθειες εξόδου στις αγορές για το 2019. Από την άλλη πλευρά, το σκάνδαλο της Folli Follie (αλλά και ορισμένα απαξιωτικά σχόλια περί greek accounting) μεταδίδουν καχυποψία και ανασφάλεια σε όλο το σύστημα, καθώς το πλήγμα στην ελληνική αγορά είναι ουσιαστικό.
Για τους αναλυτές, θα πρέπει να ενταθούν οι πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, καθώς σήμερα οι στόχοι θεωρούνται φιλόδοξοι. Οπως σημείωνε η Goldman Sachs, ο δείκτης NPEs των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να φθάσει το 15%-25% μέχρι το 2021, υποδηλώνοντας μείωση 50% μέσα σε τρία χρόνια. Υπάρχει η εκτίμηση πως η δευτερογενής αγορά πώλησης των NPEs θα διπλασιαστεί σε σχέση με τα 12 δισ. ευρώ το 2018. Με βάση τις πρόσφατες συμφωνίες, έχουν πωληθεί μη εξασφαλισμένα NPEs στα 4-6 σεντς ανά δολάριο, ενώ τα εξασφαλισμένα NPEs θα μπορούσαν να πωληθούν στα 30 σεντς ανά δολάριο, αν και αυτό θεωρείται το ανώτατο όριο. Οι στρατηγικοί κακοπληρωτές αντιστοιχούν σε σημαντικό μερίδιο των NPEs (περίπου 15%-20% στις μεγάλες επιχειρήσεις και μεγαλύτερο ποσοστό στα στεγαστικά). Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στις ρυθμίσεις δανείων και στις αναδιαρθρώσεις, αν και τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής είναι απογοητευτικά.
Τιτλοποίηση δανείων
Την τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 10-15 δισ. ευρώ για την τριετία 2019-2021 φέρεται να ετοιμάζουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, σύμφωνα με τους στόχους μείωσης των επισφαλειών που κατέθεσαν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αναμένεται να μειωθούν σύμφωνα με την HSBC κατά 13% εφέτος, απουσιάζει εντελώς η ανάπτυξη στα δάνεια και η απομόχλευση πιέζει τα περιθώρια, ενώ οι αναλυτές φοβούνται πως οι πιέσεις για ταχύτερη μείωση των NPEs θα έχουν αντίκτυπο στα κέρδη και, πολύ χειρότερα, στον περιορισμό των ιδίων κεφαλαίων. Η ικανότητα επίσης του τραπεζικού κλάδου να αντέξει οποιοδήποτε σοκ – εσωτερικό ή εξωτερικό, οικονομικής ή πολιτικής φύσεως – παραμένει περιορισμένη, προειδοποιεί η Goldman Sachs.
Δραματική μείωση των ποσοστών του Δημοσίου
Ενώ απαιτήθηκαν 64 δισ. ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών με τη μεγάλη συνδρομή των ελλήνων φορολογουμένων, κατά έναν ειρωνικό τρόπο οι παλαιότερες, πιο «συντηρητικές», ελληνικές κυβερνήσεις ουσιαστικά κρατικοποίησαν τις τράπεζες, ενώ η πιο πρόσφατη, «αριστερή» κυβέρνηση στην ουσία προχώρησε στην ιδιωτικοποίησή τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση το 2013, σύμφωνα με στοιχεία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, το ποσοστό του Δημοσίου μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ήταν 84,39% στην Εθνική, 81,01% στην Πειραιώς, 83,66% στην Alpha Bank και 93,55% στη Eurobank, σήμερα τα ποσοστά αυτά έχουν περιοριστεί στο 40,4% στην Εθνική, στο 26,4% στην Πειραιώς, στο 11% στην Alpha Bank, με τη συμμετοχή μάλιστα στη Eurobank να έχει σχεδόν μηδενιστεί (2,4%).
Οι απώλειες
Καθώς οι μέτοχοι των τραπεζών έχασαν δύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους, οι συστημικές τράπεζες χρεοκόπησαν δύο φορές.
Το 2012 το PSI έφερε την πρώτη χρεοκοπία. Οι συνολικές απώλειές τους ανήλθαν σε 39 δισ. ευρώ. Η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, τον Μάρτιο του 2013, οδήγησε στην κρατικοποίησή τους, αφού το κράτος έγινε κάτοχος της συντριπτικής πλειονότητας των μετοχών τους, σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην οποία συμμετείχε κατά κύριο λόγο το ίδιο.
Το 2012 το PSI έφερε την πρώτη χρεοκοπία. Οι συνολικές απώλειές τους ανήλθαν σε 39 δισ. ευρώ. Η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, τον Μάρτιο του 2013, οδήγησε στην κρατικοποίησή τους, αφού το κράτος έγινε κάτοχος της συντριπτικής πλειονότητας των μετοχών τους, σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην οποία συμμετείχε κατά κύριο λόγο το ίδιο.
Τον Απρίλιο του 2014 ανακεφαλαιοποιήθηκαν για δεύτερη φορά με αμιγώς ιδιωτικούς πόρους αξίας 8,2 δισ. ευρώ για να στηρίξουν την ανάπτυξή τους.
Με τη δεύτερη φάση της ελληνικής κρίσης, που αρχίζει τον Νοέμβριο του 2015, έχουμε τη δεύτερη χρεοκοπία των τραπεζών, απόρροια και των επιπτώσεων από το «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον η σύντομη και δαπανηρή για τη χώρα περίοδος που ηγείτο της οικονομίας ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Με τη δεύτερη φάση της ελληνικής κρίσης, που αρχίζει τον Νοέμβριο του 2015, έχουμε τη δεύτερη χρεοκοπία των τραπεζών, απόρροια και των επιπτώσεων από το «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον η σύντομη και δαπανηρή για τη χώρα περίοδος που ηγείτο της οικονομίας ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Τριπλό χτύπημα
Οι τράπεζες υπέστησαν τριπλό χτύπημα, καθώς μειώθηκε η αξία του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, είχαμε ένα νέο κύμα απόσυρσης καταθέσεων παράλληλα με το «κλείσιμο» της διατραπεζικής αγοράς, αλλά και την κατάρρευση των μετοχών τους που μηδενίστηκαν για δεύτερη φορά.
Το ελληνικό Δημόσιο έχασε τα κεφάλαια που τοποθέτησε νωρίτερα (περίπου 39 δισ. ευρώ), ή έστω την αγοραία αξία των περίπου 25 δισ. ευρώ που κατείχε το καλοκαίρι του 2014. Ακολούθησε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση τον Νοέμβριο του 2015, στην οποία συμμετείχαν τα διεθνή κεφάλαια που μπήκαν στην ανακεφαλαιοποίηση του 2014 με την ελπίδα αυτή τη φορά να καλύψουν τουλάχιστον μέρος της προηγούμενης ζημιάς.
Το ελληνικό Δημόσιο έχασε τα κεφάλαια που τοποθέτησε νωρίτερα (περίπου 39 δισ. ευρώ), ή έστω την αγοραία αξία των περίπου 25 δισ. ευρώ που κατείχε το καλοκαίρι του 2014. Ακολούθησε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση τον Νοέμβριο του 2015, στην οποία συμμετείχαν τα διεθνή κεφάλαια που μπήκαν στην ανακεφαλαιοποίηση του 2014 με την ελπίδα αυτή τη φορά να καλύψουν τουλάχιστον μέρος της προηγούμενης ζημιάς.
Το κράτος, και συγκεκριμένα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τοποθέτησε μόνο 5,4 δισ. από τα απαιτούμενα 14,4 δισ. ευρώ (και μάλιστα μόνο στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς) και έτσι η παρουσία του στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών περιορίστηκε δραματικά αφού οι τράπεζες ιδιωτικοποιήθηκαν ξανά.