Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς
Γράφουν: Ανδρέας Αγγελόπουλος, Βελίκα Καραβάλτσιου, Μαρία Κρουστάλη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Παναγιώτης Σωτήρης,  Γιώργος Φωκιανός.

Βαδίζοντας προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου, οι δημοσκοπήσεις κυριαρχούν στην επικαιρότητα. Μαζί και τα ερωτήματα για την εγκυρότητά τους. Ούτως ή άλλως, παραμένει βαριά ακόμη η σκιά από την αδυναμία πρόβλεψης του εκλογικού σεισμού του 2012 ή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015. «Το Βήμα» μίλησε με τέσσερις δημοσκόπους, σε μια προσπάθεια να φωτίσει τα «τυφλά σημεία» των ερευνών και κυρίως τους «αόρατους» ψηφοφόρους ή αλλιώς αυτούς που κλείνουν το τηλέφωνο στα γκάλοπ.

Οι δημοσκόποι πάντα επιμένουν ότι οι έρευνές τους δεν αποτελούν προβλεπτικά εργαλεία. «Θα ήταν τρομακτικό αν μπορούσαμε με 1.000 ερωτηματολόγια να υπολογίσουμε πώς θα συμπεριφερθούν 6.500.000 άνθρωποι» υπογραμμίζει ο Γιώργος Αράπογλου, γενικός διευθυντής της Pulse.

20.000 κλήσεις για μία δημοσκόπηση

Οι δημοσκοπήσεις έχουν, λοιπόν, την αξία τους, αλλά και τους περιορισμούς τους. Ενας από αυτούς αφορά τους (χιλιάδες) ψηφοφόρους που δεν καταγράφονται. Πρόκειται για αυτούς που είτε δεν μπορούν να βρεθούν με τα διαθέσιμα μέσα (κλήσεις σε σταθερά και κινητά, διαδικτυακά πάνελ) είτε κλείνουν το τηλέφωνο, αρνούμενοι να συμμετάσχουν. Αυτό αποτυπώνεται στον μεγάλο αριθμό κλήσεων που πρέπει να κάνουν οι εταιρείες για να εξασφαλίσουν απαντήσεις.

«Το πρόβλημα της μη συμμετοχής είναι υπαρκτό» ξεκαθαρίζει ο διευθύνων σύμβουλος της Marc Θωμάς Γεράκης. «Αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στις δημοσκοπήσεις, το είδαμε και στην απογραφή. Οσο είναι τραυματισμένη η σχέση πολίτη – πολιτικού συστήματος/θεσμών, επηρεάζεται η συμμετοχή στις δημοσκοπήσεις, καθώς είναι και αυτές ένας άτυπος θεσμός» συνεχίζει.

«Μπορεί να χρειαστούν ακόμα και 20.000 κλήσεις μέχρι να βρεις τους 1.000 που θα συμμετέχουν» λέει η Μαρία Καρακλιούμη, πολιτική αναλύτρια της εταιρείας ερευνών RASS. Η άρνηση συμμετοχής καταγράφεται από τους ερευνητές, ωστόσο δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το προφίλ των… αρνητών. «Δεν μπορούμε να βγάλουμε σαφή συμπεράσματα για όσους δεν συμμετέχουν στις δημοσκοπήσεις. Εμπειρικά, πάντως, προκύπτει ότι όσοι δεν απαντούν δεν πηγαίνουν και να ψηφίσουν» εκτιμά η ίδια.

Η βασική στρωματοποίηση

Οι εταιρείες προσπαθούν συστηματικά να ενσωματώσουν στα δείγματά τους το εκλογικό σώμα στις καλύτερες δυνατές αναλογίες, προκειμένου να είναι αντιπροσωπευτικά. «Οταν ξεκινάς μια δημοσκόπηση κάνεις στρωματοποίηση. Οι βασικές στρωματοποιήσεις είναι οι εξής: Γεωγραφική περιοχή, φύλο, ηλικία και ψήφος στις προηγούμενες εκλογές. Δηλαδή, σε ένα απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα, πρέπει να εκπροσωπούνται σε ποσοστό 49% οι άνδρες και σε 51% οι γυναίκες, να υπάρχει αναλογική εκπροσώπηση των ηλικιακών ομάδων και να βγαίνει το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών από τα στοιχεία της προηγούμενης ψήφου» εξηγεί ο διευθυντής ερευνών της GPO Αντώνης Παπαργύρης.

Και συνεχίζει: «Το πρώτο στρώμα που συμπληρώνεται είναι οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, έπειτα οι συνομήλικοι άνδρες, μετά οι μεσαίες ηλικίες και στο τέλος οι νεότεροι, τους οποίους συχνά ψάχνουμε στοχευμένα. Μπορεί, δηλαδή, να καλέσουμε έναν αριθμό και να ζητήσουμε συγκεκριμένα έναν άνδρα 17-24 ετών».

Υπάρχουν κάποιες ομάδες, ωστόσο, που φαίνεται να υποεκπροσωπούνται συστηματικά στα δείγματα των δημοσκοπήσεων. «Εχουμε υποεκπροσώπηση στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα που είναι η ΝΔ στην κυβέρνηση, αλλά συνέβαινε και το αντίστροφο όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση. Οι ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος πάντα απαντούν πιο πρόθυμα» σημειώνει ο Θωμάς Γεράκης. Για να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο, οι δημοσκόποι προσπαθούν να αντικαταστήσουν όσους δεν απαντούν με άτομα παρόμοιου προφίλ: «Αν, για παράδειγμα, λείπουν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να κάνουμε μια υπόθεση εργασίας για το είδος των ψηφοφόρων που λείπουν από το δείγμα: Είναι από τον σκληρό κομματικό πυρήνα ή είναι εκλογείς που μετακινούνται;».

Το μεγάλο ερώτημα-πρόκληση για τους δημοσκόπους, βέβαια, είναι εάν αυτοί που δεν απαντούν συμπεριφέρονται όπως όσοι απαντούν. «Αν κάποιες ομάδες υποεκπροσωπούνται, αλλά αυτοί που δεν συμμετέχουν συμπεριφέρονται όπως τα μέλη της ίδιας ομάδας που βρίσκουμε στο δείγμα, τότε μέσω της στάθμισης καταλήγουμε σε μια σωστή εικόνα. Εν τούτοις, υπάρχει πρόβλημα αν η συμπεριφορά αυτών που δεν συμμετέχουν έχει απόψεις σημαντικά διαφορετικές από όσους ανήκουν σε αντίστοιχες δημογραφικές ομάδες και συμμετέχουν» επισημαίνει ο Γιώργος Αράπογλου. «Πάντως, όσο πλησιάζουμε στις κάλπες, η απόκριση αυξάνεται» καταλήγει ο Αντώνης Παπαργύρης.

Οι ιδιαιτερότητες της 21ης Μαΐου

Οι επερχόμενες εκλογές έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες που θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν όταν διαβάζονται δημοσκοπικά ευρήματα. Το σύστημα της απλής αναλογικής είναι ένας παράγοντας που κάνει το τοπίο ρευστό σε ό,τι αφορά την απεικόνιση της πρόθεσης ψήφου. «Δεν είναι ξεκάθαρο στον κόσμο το εκλογικό σύστημα. Οι ερωτώμενοι απαντούν σκεπτόμενοι ότι θα ψηφίσουν όπως σε οποιεσδήποτε άλλες εθνικές εκλογές» περιγράφει ο Θωμάς Γεράκης της Marc. Επιπρόσθετα, το ενδεχόμενο δεύτερης κάλπης δημιουργεί περαιτέρω σύγχυση: «Υπάρχουν άνθρωποι που ρωτούν αν σε πιθανές δεύτερες εκλογές θα μετέχουν μόνο τα δύο πρώτα κόμματα, όπως στις δημοτικές…».

Μια δεύτερη παράμετρος που δημιουργεί ρευστότητα είναι η συμμετοχή ή μη του κόμματος Κασιδιάρη στην εκλογική διαδικασία, καθώς και το αν η ψήφος σε αυτό αποκρύπτεται. «Πάντως, δεν φαίνεται να υπάρχει ντροπή για την προτίμηση στο κόμμα αυτό, όπως υπήρχε στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής» σπεύδει να επισημάνει η Μαρία Καρακλιούμη της RASS. Παράλληλα, τα ποσοστά των αναποφάσιστων, όσων δηλώνουν ότι θα απέχουν, των «Δεν απαντώ» και το λευκό/άκυρο βρίσκονται σε υψηλά για την περίοδο επίπεδα. Ενδεικτικά, στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse, με αναγωγή επί των έγκυρων, η «γκρίζα ζώνη» έφτανε το 16,5%. Παράγοντας αβεβαιότητας είναι και ο δείκτης της αποχής, ο οποίος μάλιστα υποκαταγράφεται, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής – ποιες δημογραφικές ομάδες και τους ψηφοφόρους ποιων κομμάτων αφορά.

Τέλος, ακόμα ένα εμπόδιο στην εκτίμηση της ψήφου αποτελεί η μη δημοσιοποίηση αναλυτικών αποτελεσμάτων της απογραφής του 2021 από την ΕΛΣΤΑΤ. «Αυτό έχει κόστος στην τυχαιότητα της δειγματοληψίας, που αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο μιας καλής δημοσκόπησης» καταλήγει η Μαρία Καρακλιούμη.