Όταν στις αρχές Οκτωβρίου οι επιτελείς στο αμερικανικό Πεντάγωνο έδιναν την εντολή για τη κατάρριψη του τουρκικού drone στη Συρία δεν πρέπει να είχαν αντιληφθεί ότι τελικά θα κατέρριπταν κάτι πολύ μεγαλύτερο. Αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από τον μύθο της συμμαχικής εμπιστοσύνης μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας.
Ο Νικόλας Κατσίμπρας είναι λέκτορας διαχείρισης διεθνών διενέξεων στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και πρώην αξιωματικός στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Όπως πιστεύει, στο πεδίο της μάχης, όπου λαμβάνονται αποφάσεις ζωής και θανάτου σε αληθινό χρόνο, δεν υπάρχει περιθώριο για διπλωματικές αβρότητες.
«Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει ο χρόνος για να κοιτάξει κάποιος τον φάκελο που έχει ετοιμάσει η επικοινωνιακή ομάδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το γεγονός ότι οι επιτελείς δεν εμπιστεύτηκαν τις ζωές των Αμερικανών στρατιωτών στην Τουρκία μας έδωσε μια αφιλτράριστη εικόνα για το τι πραγματικά σκέφτονται για αυτή τη χώρα».
Στην αμερικανική, όμως, πρωτεύουσα η αντιπαράθεση είναι πολιτική και όχι πολεμική, επιτρέποντας έτσι στους μύθους να ζουν και να βασιλεύουν.
Ορισμένοι τέτοιοι μύθοι συναντιόνται συχνά στους δογματισμούς μιας συντηρητικής γραφειοκρατίας που προσαρμόζεται με πολύ αργό ρυθμό, επιλέγοντας την ασφάλεια της πεπατημένης.
Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι η επιρροή αυτών των μύθων έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια τόσο στο Κογκρέσο όσο και στους κύκλους των πολιτικών αναλυτών που στελεχώνουν το οικοσύστημα των δεξαμενών σκέψεων στην Ουάσιγκτον.
«Ούτε φίλοι ούτε εχθροί»
Ένας από τους αναλυτές που ξεσκεπάζει αυτούς τους μύθους είναι ο Στίβεν Κούκ από το «Council on Foreign Relations». Στην εμβληματική έκθεση που έγραψε το 2018 με τίτλο «ούτε φίλοι ούτε εχθροί» αμφισβήτησε ευθέως την ιδέα ότι η Τουρκία είναι ένας αναντικατάστατος σύμμαχος που πρέπει να διατηρηθεί με κάθε κόστος.
Άλλωστε η πρόσφατη ιστορία έδειξε ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένες να πληρώσουν το οποιοδήποτε τίμημα σε ζητήματα που αγγίζουν την εθνική τους ασφάλεια. Τα παραδείγματα δεν είναι λίγα. Ξεκινούν από την στρατιωτική υποστήριξη των Κούρδων στη Συρία και φτάνουν μέχρι την αποπομπή της Άγκυρας από το πρόγραμμα των F-35 λόγω της απόκτησης των ρωσικών S-400.
Στην έκθεση του ο Στίβεν Κούκ υποστήριζε πως η Ουάσιγκτον πρέπει να μειώσει τη στρατηγική της εξάρτηση από την Τουρκία. Μεταξύ των εναλλακτικών που είχε πρότεινε τότε ήταν η αναβάθμιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Σήμερα δεν υπάρχει άνθρωπος στην Ουάσιγκτον που να υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ έκαναν λάθος που αγνόησαν την τουρκική μουρμούρα και αποφάσισαν να προχωρήσουν με την επένδυση στην Αλεξανδρούπολη.
Όπως εξηγεί ο κ. Κούκ στο Βήμα, «η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία έχουν συνεχίσει να μοιράζονται κοινά συμφέροντα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ο επικρατέστερος μύθος που πάνω στον οποίο στηρίζεται η διμερής σχέση. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία δεν μοιράζονται ούτε κοινά συμφέροντα ούτε κοινές αξίες».
Οι δημόσιες σχέσεις
Ένας άλλος μύθος που απαντάται συχνά είναι ότι η Τουρκία είναι ισχυρή λόγω των μεγάλων ποσών που έχει επενδύσει για την απόκτηση επιρροής. Οι αριθμοί είναι όντως μεγάλοι, αλλά η πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετική. Για παράδειγμα, η Γενοκτονία των Αρμενίων αναγνωρίστηκε, ο Γκιουλέν κάνει βόλτες στα βουνά Πόκονο στη Πενσυλβάνια αντί να έχει εκδοθεί, και το «East Med Act» έχει γίνει νόμος των ΗΠΑ.
Επίσης, τα αποτελέσματα στις δημόσιες σχέσεις είναι εξίσου φτωχά. Τα αρνητικά δημοσιεύματα δεν έχουν τελειωμό, ενώ η αξιοπιστία των φιλοτουρκικών δεξαμενών σκέψης όπως το «Atlantic Council» έχει υποστεί πλήγμα λόγω των ξένων δωρεών που δέχονται. Μάλιστα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η συγκεκριμένη δεξαμενή σκέψης διατηρεί ξεχωριστή νομική υπόσταση στην Τουρκία γιατί σε διαφορετική περίπτωση τα διευθυντικά στελέχη της θα έπρεπε να κάνουν εγγραφή ως «ξένοι πράκτορες» για να εναρμονιστούν με την αμερικανική νομοθεσία.
Η ποιοτική διαφορά με άλλες δεξαμενές σκέψεις όπως το «Council of Foreign Relations» και το «Foundation for Defense of Democracies» (FDD), το οποίο δεν δέχεται δωρεές ούτε από μη Αμερικανούς πολίτες, είναι σίγουρα αισθητή. Περιττό να πούμε και ότι τα δύο ιδρύματα κατακεραυνώνουν καθημερινά την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσωπικά.
Τα δυτικά συμφέροντα
Μάλιστα ο αναλυτής του FDD Σινάν Σιντί προειδοποιεί με ένα πολύ ξεκάθαρο τρόπο τους νοσταλγούς του παρελθόντος που συνεχίζουν να ελπίζουν ότι με τα κατάλληλα κίνητρα η Τουρκία μπορεί να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Δύσης.
Όπως αναφέρει στο Βήμα, «υπάρχουν κάποιοι που διατηρούν την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η Άγκυρα εξακολουθεί να είναι ένας σύμμαχος που μπορεί να ενθαρρυνθεί να κάνει το “σωστό” και έτσι να ξαναγίνει ένας ισχυρός υποστηρικτής των δυτικών συμφερόντων. Αυτό είναι λάθος, καθώς η Τουρκία αναλαμβάνει σταθερά τον ρόλο του υπονομευτή σε κάθε έργο που αφορά τα δυτικά συμφέροντα: υποστηρικτής της Χαμάς, εκκολαπτόμενος εταίρος της Ρωσίας και συνεργάτης του Ιράν στη διάδοση του αντιαμερικανισμού. Είναι καιρός οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ και στην ΕΕ να διασφαλίσουν ότι η Άγκυρα θα λογοδοτήσει».
Αυτή η προειδοποίηση του Σινάν Σιντί δεν αφορά μόνο τους γραφειοκράτες της παλιάς σχολής αλλά ίσως και τη παλαιά φρουρά ορισμένων αμερικανοεβραϊκών οργανώσεων όπως το «World Conference of Jewish Presidents» και το «B’nai B’rith» όπου ανταποκρίθηκε στην επίθεση φιλίας που δέχτηκαν από τον Τούρκο πρέσβη στην Ουάσιγκτον.
Τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη αυτών των δύο οργανώσεων ίσως να θυμούνταν τις «παλιές καλές εποχές», όπου η Τουρκία βρισκόταν σε αγαστή συνεργασία με το Ισραήλ, ελπίζοντας έτσι ότι κάτι μπορεί να
αλλάξει. Επίσης, σίγουρα βοήθησε το γεγονός ότι η τουρκική πρεσβεία επιστράτευσε τον έμπειρο εβραίο λομπίστα Έζρα Φριλάντερ προκειμένου να χρησιμοποιήσει τις επαφές τους για να ανοικοδομήσει τις σχέσεις με την αμερικανοεβραϊκή κοινότητα.
Παρόλα αυτά, οι δύο σημαντικότερες οργανώσεις, το AIPAC και το AJC, δεν ανταποκρίθηκαν στο φλερτ της τουρκικής πρεσβείας και είναι ενδεικτικό ότι η Αμερικανοεβραϊκή Επιτροπή αρνήθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά να δώσει ραντεβού στον πρόεδρο Ερντογάν κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Το AJC και το AIPAC διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας αμερικανικής στρατηγικής για την Ανατολική Μεσόγειο, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχήμα 3+1 και στο εμβληματικό νομοσχέδιο East Med Act.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η «παραφωνία» του «World Conference of Jewish Presidents» και του «B’nai B’rith» ίσως να αντανακλά την αγωνία αυτών των οργανώσεων να αποκτήσουν εκ νέου κάποιο ρόλο μέσω της Τουρκίας. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν εξέθεσαν και τις δύο οργανώσεις και ανατίναξαν τις οποίες γέφυρες είχε επιχειρήσει να ανοικοδομήσει ο δραστήριος Τούρκος πρέσβης.
Τέλος, ο εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), Έντι Ζεμενίδης, πιστεύει ότι υπάρχουν διδακτικά μαθήματα και για την Ελλάδα μέσα από αυτή τη πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Όπως σημείωσε, η διαφαινόμενη αξία της Τουρκίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Αμερικής και της δυτικής ασφάλειας.
«Επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι η Τουρκία μοιράζεται θεμελιώδη συμφέροντα, υπήρχε η προθυμία οι ΗΠΑ να κάνουν τα στραβά ματιά στο γεγονός ότι δεν μοιράζονταν θεμελιώδεις αξίες. Τώρα η Τουρκία θεωρείται ότι δεν μοιράζεται ούτε θεμελιώδη συμφέροντα ούτε θεμελιώδεις αξίες και στην καλύτερη περίπτωση, όπως το έθεσε η έκθεση του Στίβεν Κουκ, δεν είναι «ούτε ένας εχθρός αλλά ούτε και ένας φίλος». Από αυτό το παράδειγμα, η Ελλάδα θα πρέπει να καταλάβει ότι η αξιοπιστία και οι κοινές αξίες είναι τα μεγάλα της πλεονεκτήματα, τα οποία δεν πρέπει ποτέ να τα θέσει εν αμφιβόλω».