Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βίλνιους και αυτής στη Νέα Υόρκη μια παραγωγική δημόσια συζήτηση αναπτύχθηκε στη χώρα μας για το αν ο διάλογος έχει πιθανότητες επιτυχίας, με μια σεβαστή μερίδα ειδικών να υποστηρίζει ότι αυτές είναι πολύ μειωμένες αν όχι ανύπαρκτες.

Οι οπαδοί της ακινησίας παραθέτουν ισχυρά επιχειρήματα σχετικά με τη φύση του τουρκικού αναθεωρητισμού και τη μη ρεαλιστική κατά τη γνώμη τους πιθανότητα να αλλάξει.

Ωστόσο, αυτό που παραβλέπει η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι ότι έχουν αλλάξει πολλά δεδομένα στις διεθνείς αλλά και περιφερειακές ισορροπίες που υποχρεώνουν την Τουρκία να προσαρμοσθεί. Διαφορετικά, αυτή η στροφή δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.  Ο Ερντογάν, με τη σιγουριά που του προσέφερε η επανεκλογή του, έχει μεγαλύτερη ευελιξία και είναι αποδεδειγμένα οπαδός της «ρεάλ πολιτίκ».

Προφανώς και δεν θα εγκαταλείψει το αφήγημα περί «τουρκικού αιώνα» και όσα το συνοδεύουν. Αλλά και η ελληνική πλευρά, με φρέσκια επίσης εντολή, γνωρίζει με ποιον μιλάει. Ο μη διάλογος θα είχε ως αποτέλεσμα σκλήρυνση των τουρκικών θέσεων και αναζήτηση λύσεων με άλλα μέσα. Δυστυχώς, παρακολουθούμε μια τέτοια εξέλιξη στο Κυπριακό και θα έπρεπε να προβληματισθούμε από την ομιλία του τούρκου προέδρου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και την υποστήριξη με τον πιο επίσημο τρόπο της προοπτικής δύο κρατών. Εάν οι απόπειρες διαλόγου δεν είχαν αποτύχει, δεν θα φτάναμε εδώ.

Και τι καλό μπορεί να κομίσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος σε αυτές τις συνθήκες; Πράγματι, υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα να μην οδηγήσει και πάλι πουθενά αν η Τουρκία επιμείνει σε θέματα κυριαρχίας που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θεωρεί διαπραγματεύσιμα.

Πρέπει ωστόσο να αντιληφθούμε ότι ο διμερής διάλογος είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν μιας πολυμερούς συνεννόησης που αποσκοπεί σε επίτευξη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο προκειμένου να αξιοποιηθούν οι ενεργειακοί της πόροι. Στην ελληνική δημόσια συζήτηση αυτή η διάσταση συχνά υποβαθμίζεται. Εχουμε λοιπόν και λέμε:

– Αίγυπτος και Ισραήλ, κράτη εμπόλεμα στο παρελθόν, έχουν αγαστή συνεργασία σε πλείστους τομείς, του ενεργειακού προεξάρχοντος.

– Ισραήλ και Λίβανος, επίσης σε εμπόλεμη κατάσταση μέχρι πρόσφατα, υπογράφουν τo 2022 συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων συνόρων τους.

– Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Μαρόκο και Σουδάν υπογράφουν το 2020 τις λεγόμενες Abraham Accords και αναπτύσσουν συνεργασία σε πολλούς τομείς.

– Επίκειται και συμφωνία Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας.  Αυτό είναι το περιφερειακό περιβάλλον που ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία μπορούν να αγνοήσουν. Η επίτευξη συμφωνίας δεν θα είναι εύκολη. Συγκρίσιμη είναι μόνο η ιστορική συμφωνία ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ που επιτεύχθηκε το 1978 στο Camp David.

Αλλά οι επίσης ιστορικές συμφωνίες του Οσλο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής (1993-1995) απέτυχαν οικτρά.

Η κυρία Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.