Καθώς το φάντασμα του πληθωρισμού πλανάται σε ολόκληρη την Ευρώπη και οι πολίτες αναζητούν τρόπους να βγουν από τα οικονομικά αδιέξοδα, θα ήταν χρήσιμο να προβληματιστούμε βαθύτερα.

Ο πληθωρισμός που βιώνουμε σήμερα είναι κυρίως εισαγόμενος. Η άνοδος των τιμών στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες συμπαρασύρει αλυσιδωτά τις τιμές βιομηχανικών και άλλων ειδών.

Αυτή προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, από τις παγκόσμιες ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης ενέργειας και άλλων προϊόντων λόγω της επαναλειτουργίας των οικονομιών μετά τον κορωνοϊό, από μεγάλες αυξήσεις στις αερομεταφορές και τα κόστη μετακίνησης, τη δημιουργία αποθεμάτων ενέργειας από ορισμένες χώρες, τα ολιγοπώλια στη διεθνή παραγωγή ενέργειας που διαβλέπουν ευκαιρίες πλουτισμού σε μια εποχή που επιδιώκεται αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων και από την καταστροφή της αλυσίδας παραγωγής και διανομής φθηνών σιτηρών από την Ουκρανία. Η διαχρονική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ενισχύει την τάση μετακύλισης των πληθωριστικών πιέσεων στη χώρα μας.

Παρά τις πολυετείς μεταρρυθμίσεις μέσω ΔΝΤ που επέφεραν και κόπωση στην κοινωνία δεν έγιναν αλλαγές στις επενδύσεις και τις παραγωγικές διαδικασίες που να αντιστρέψουν το μονίμως ελλειμματικό ενεργειακό ισοζύγιο της Ελλάδας. Προτεραιότητα τέθηκε σε άλλους προσδιοριστικούς παράγοντες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντί της ενεργειακής και πετρελαϊκής εξάρτησης, η οποία απαιτούσε σειρά δομικών αλλαγών στην παραγωγή, τον ουσιαστικό, μακροχρόνιο σχεδιασμό και σύγκρουση με συμφέροντα. Απέναντι στα διεθνή ενεργειακά ολιγοπώλια που διαθέτουν ευχέρεια μαζικής παραγωγής και τιμολόγησης δεν ορθώθηκε μια εγχώρια πολιτική παραγωγής ενέργειας και δεν περιορίστηκαν τα κυκλώματα εμπορίας που δρουν και στη χώρα μας. Ωστόσο, οι περικοπές μισθών και συντάξεων θα μπορούσαν να ήταν μικρότερες ή να είχαν διαρκέσει λιγότερο, αν το ισοζύγιο ενέργειας είχε μετατραπεί εγκαίρως σε πλεονασματικό. Συνεπώς οι ασκούντες την οικονομική πολιτική χρειάζεται να δώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτό το ζήτημα, τώρα που επιχειρείται μια στροφή προς την εγχώρια παραγωγή, για την οποία χρειάζεται φθηνή ενέργεια και μη συσσώρευση ελλειμμάτων.

Ο αυξημένος πληθωρισμός και η διψήφια ανεργία δείχνουν ότι είναι πιθανή η συνύπαρξή τους εντός μιας νομισματικής ζώνης, δηλαδή δυο αρνητικών μακροοικονομικών συνθηκών, ειδικά για ανέργους. Ετσι συντηρείται ή δημιουργείται μια παγίδα φτώχειας ενός τμήματος της κοινωνίας, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή να μη μείνει έκθετο στη δύσκολη αυτή μακροοικονομική συγκυρία. Επειδή αυτό συμβαίνει και σε άλλες χώρες της ΕΕ, θα μπορούσε να ανοίξει ένας ευρωπαϊκός διάλογος για την καλύτερη στόχευση των μεταβιβαστικών πληρωμών προς τα συγκεκριμένα, ιδιαίτερα πληγέντα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Η διάψευση της αντίστροφης σχέσης πληθωρισμού – ανεργίας (της καμπύλης Phillips) μετά τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970 επέφερε αμφισβήτηση βασικών παραδοχών της μακροοικονομικής θεωρίας και της επικρατούσας νέο-κλασικής σύνθεσης που αναγνώριζε τη σημασία της κεϊνσιανής λογικής. Ο Κέινς λησμονήθηκε και, αναπόφευκτα, η κρίση του 2009 βρήκε την Ελλάδα να παλεύει με λογικές αντίθετες προς τις κεϊνσιανές που φυσικά οδήγησαν σε πολύ βραδύτερη ανάκαμψη σε σχέση με το κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, όπου είχε εφαρμοστεί η πολιτική Κέινς.

Τα θεμέλια των νεόφερτων μακροοικονομικών λογικών τρίζουν λίγο παραπάνω τώρα, ειδικά των λεγόμενων «νέων κλασικών μακροοικονομικών», των μακροοικονομικών των «πραγματικών επιχειρηματικών κύκλων» και των δυναμικών-στοχαστικών μοντέλων γενικής ισορροπίας (DGSE) που αναδείχθηκαν ισχυριζόμενες ότι προβλέπουν καλύτερα μακροοικονομικές μεταβλητές και πληθωρισμό. Εξάλλου έγκριτοι μακρο-οικονομολόγοι (όπως οι Ρόμερ και Κρούγκμαν) προβληματίζονταν από καιρό για την επιχειρούμενη στροφή προς μια «ψευδο-επιστήμη». Για αυτό ο συγκεκριμένος πληθωρισμός μπορεί να γίνει αφορμή να μεταβληθεί η μακροοικονομική σκέψη προς το καλύτερο.

Αντιθέτως, οι συνέταιροί μας στην ΕΚΤ, παίζοντας το παιχνίδι της τυφλόμυγας με φτωχοποιημένες χώρες σαν την Ελλάδα που αδυνατούν να αντιληφθούν αιτίες και λύσεις του προβλήματος των υψηλών τιμών και των αυξήσεών τους (εστιάζοντας – καλώς – στην αντιμετώπισή του με εισοδηματικές ενισχύσεις ή ελαφρύνσεις), χαρακτηρίζουν το πρόβλημα ως γενικό ενώ αυτό επιβαρύνει περισσότερο τους φτωχότερους λαούς σε ενεργειακή εξάρτηση, τα φτωχότερα στρώματα και όσους έχουν σταθερούς μισθούς.

Τα χαμηλότερα εισοδήματα χωρών-μελών της ΕΕ αναμένεται να διαβρωθούν περισσότερο λόγω πληθωρισμού, εφόσον δεν αντισταθμιστούν από αυξήσεις ΑΕΠ. Το πρόβλημά τους αυτό θα μετατραπεί από εγχώριο σε αιτία καλύτερου διαμοιρασμού της πίτας των ευκαιριών για ανάπτυξη στην ΕΕ. Οι αυξήσεις επιτοκίων θα δυσκολέψουν τον δανεισμό μεγαλύτερων επιχειρήσεων ενώ οι μικρότερες, χωρίς μεγάλες ανάγκες δανεισμού, μπορούν να επενδύσουν, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη. Για αυτό ίσως χρειάζεται να ενισχυθούν καλύτερα από το κράτος.

Η χώρα μας, έχοντας παραδώσει τα κλειδιά της πολιτικής ανάσχεσης του πληθωρισμού στην ΕΚΤ, ευλόγως αναμένει αντισταθμιστικές πολιτικές σταθεροποίησης μιας ασθενέστερης οικονομίας. Ο σημερινός πληθωρισμός, διαβρώνοντας εισοδήματα και περιουσίες, επιβάλλει την μακροοικονομική σύνεση, όχι απλώς τη μακροοικονομική συναίνεση.

O κ. Κωνσταντίνος Χ. Οικονόμου είναι δρ του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ.