Από έναν αριθμό μετακομίσεων κι ύστερα χάνεις το μέτρημα. Οι εικόνες μπερδεύονται και αρχίζεις να μην καλοθυμάσαι σε ποιο σπίτι υπήρχε τι. Πόσο έμεινες, πόσο νοίκι πλήρωνες, τι χρώμα πλακάκια είχε το μπάνιο κι αν ήταν εκεί ή στο επόμενο ο φασαριόζος γείτονας.

Θυμάσαι σκόρπιες εικόνες. Ενα ωραίο βράδυ με φίλους, την πρώτη φορά που μπήκες κρατώντας το καλαθάκι με το νεογέννητο παιδί σου… Θυμάσαι πού ερωτεύτηκες, πού πένθησες απώλειες, πού ορφάνεψες και πού πρωτοκατάλαβες πως μεγαλώνεις…

Ετσι άρχισε η εβδομάδα. Με την εξάντληση ακόμη μιας μετακόμισης και την υπαρξιακή απορία «σε πόσες κούτες χωράει η ζωή μας».

Οσα συνέβησαν όμως από το απόγευμα της Δευτέρας άλλαξαν το κάδρο.

Τις τελευταίες ημέρες άνθρωποι έχασαν τις περιουσίες τους και όλοι εμείς, τα εκατομμύρια που ζούμε στοιβαγμένοι σε αυτή την πόλη, χάσαμε ανάσες. Τι έχει μείνει άκαυτο γύρω από το Λεκανοπέδιο;

Κατεβαίνοντας τη Συγγρού προς παραλία, ο ορίζοντας έχει πάρει αυτό το απροσδιόριστο γκρι χρώμα από την κάπνα. Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έχει κολλήσει στους 42 και πάνω από την άσφαλτο βλέπεις τη λάβα στον αέρα.

Η Αθήνα είναι γεμάτη. Ο Ιούλιος τελειώνει κι όμως η Αθήνα έχει μποτιλιάρισμα. Το κέντρο μαύρο χάλι. Σκονισμένο από τον ατελείωτο Μεγάλο Περίπατο που κατέστρεψε τον ωραιότερο δρόμο της πόλης και που πολλοί θα προτιμούσαμε να πάει περίπατο. Στους εμπορικούς δρόμους κατακόκκινοι και κάθιδροι οι τουρίστες χώνονται στα καταστήματα για να ψωνίσουν (ή μήπως για λίγη δροσιά); Απ’ έξω κόλαση. Ούτε μισό δέντρο και οι εξωτερικές μονάδες των κλιματιστικών να κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Αν ήμουν ξένη δεν θα ερχόμουν στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές πια. Χίλιες φορές φθινόπωρο ή άνοιξη. Πάντως όχι αυτό το πράμα.

Πότε έγινε έτσι το ελληνικό καλοκαίρι; Μας έχουν άραγε στοιχειώσει εξιδανικευμένες παιδικές μνήμες απροσδιόριστα ανακατεμένες με δροσερές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου ή μήπως τα πράγματα έχουν στ’ αλήθεια αλλάξει τόσο πολύ; Είναι που οι διακοπές στο νησί τώρα στοιχίζουν μια περιουσία;

Εδώ και κάποια χρόνια αποχαιρετίσαμε τον ανθρωπότυπο της μαυροφορεμένης γιαγιούλας και του παππού με το τραχύ πρόσωπο και τα ταλαιπωρημένα χέρια. Αυτές οι μορφές τώρα μόνο σε καρτ ποστάλ σώζονται. Πολύ φοβάμαι πως σε καδράκια, σουβενίρ και καρτ ποστάλ θα αναζητούμε σε λίγα χρόνια κι όσα ξέραμε ως το «αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι».

Εναν ουρανό χωρίς κάπνα, ένα δροσερό μπαλκόνι, κρύα καταγάλανα νερά, κατακόκκινες γλυκές ντομάτες από το μποστάνι και ωραίες σιέστες στο ντιβάνι της αυλής. Από την άλλη βέβαια, μπορεί να φταίει και ο καύσωνας που δεν αφήνει περιθώρια για θετική σκέψη…