Η συνεχής αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους θα αποτελέσει τη σημαντικότερη πρόκληση και θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα ο πρωταρχικός στόχος της επόμενης κυβέρνησης, υποστηρίζει ο Ντάνιελ Γκρος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και διακεκριμένος συνεργάτης στο Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS). Στο μέτωπο της ανάπτυξης ο γερμανός οικονομολόγος εκτιμά επίσης ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της πράσινης μετάβασης και να ενισχύσει τη χώρα ως επιστημονικό κόμβο σε επίπεδο λογισμικού και τεχνογνωσίας.

Το δημόσιο χρέος

«Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα πρέπει να παραμείνει σε πτωτική πορεία. Αναγνωρίζουμε ότι λόγω της συμφωνίας διευθέτησης του χρέους η κατανομή της αποπληρωμής του είναι μακροπρόθεσμη και με ευνοϊκούς όρους, αλλά η χώρα χρειάζεται ταυτόχρονα χρηματοδότηση από τις αγορές. Από καιρού εις καιρόν έχουμε αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές και όσο η Ελλάδα έχει τόσο υψηλό χρέος υπάρχει κίνδυνος. Ο κίνδυνος σήμερα δεν είναι μεγάλος, διότι οι επενδυτές βλέπουν ότι το χρέος μειώνεται, αλλά θα πρέπει να παραμείνει στην τροχιά της αποκλιμάκωσης και τότε το όφελος θα είναι σημαντικό. Διότι αν οι επενδυτές γνωρίζουν ότι η πορεία του χρέους είναι πτωτική, ο δανεισμός θα είναι φθηνότερος και οι επενδύσεις θα αυξηθούν. Η αποκλιμάκωση του χρέους είναι η συνθήκη που βρίσκεται πίσω από οτιδήποτε άλλο» δηλώνει ο Γκρος. Στο πλαίσιο αυτό θέτουμε το θέμα της μη περίληψης των αμυντικών δαπανών στον υπολογισμό των δημοσιονομικών μεγεθών, κάτι που θα βοηθούσε ακόμη περισσότερο την αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους. «Δεν βοηθά την Ελλάδα. Οι επενδυτές βλέπουν τις υποχρεώσεις, όχι τον τρόπο υπολογισμού τους».

Η επενδυτική βαθμίδα

Τον ρωτάμε για τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας. «Η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι απόφαση της κυβέρνησης. Οι οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν τις αποφάσεις με βάση τις επιδόσεις όχι μόνο μιας κυβέρνησης, αλλά και στον βαθμό στον οποίο ακόμη και σε πέντε χρόνια η τότε κυβέρνηση μπορεί να διασφαλίσει ότι θα ακολουθήσει τις ίδιες πολιτικές. Εχει περισσότερο να κάνει με τον βαθμό στον οποίο στην ελληνική κοινωνία ή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα γίνεται ολοένα και πιο αποδεκτό ότι μια πιο συνετή δημοσιονομική πολιτική είναι προς το συμφέρον της χώρας. Δεν αφορά μόνο την επόμενη κυβέρνηση, αλλά είναι ζήτημα ευρύτερης αποδοχής από όλο το πολιτικό σύστημα. Και για αυτόν τον λόγο άνθρωποι όπως ο Βαρουφάκης παίζουν σημαντικό ρόλο. Διότι οι οίκοι αξιολόγησης και οι επενδυτές θα αναρωτηθούν τι θα γίνει αν πάρει αυτός την εξουσία. Αυτό είναι σημαντικό. Η κυβέρνηση μπορεί να δουλέψει προς την κατεύθυνση αυτή, να έχει συνετή δημοσιονομική πολιτική, αλλά θα πρέπει να υπάρχει συνολική αποδοχή από την κοινωνία και τους πολιτικούς της προσπάθειας αυτής» επεξηγεί ο Γκρος, ο οποίος από τη θέση παλιότερα του διευθυντή του CEPS ασχολήθηκε εκτενώς με την ελληνική κρίση.

Δημόσιες δαπάνες

Στο μέτωπο της ανάπτυξης, ο γερμανός οικονομολόγος τονίζει ότι «η Ελλάδα είναι καλά τοποθετημένη όσον αφορά την πράσινη μετάβαση, διότι προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη τόσο ηλιακών όσο και αιολικών συστημάτων εξαιτίας της γεωγραφίας της και επιπλέον θα υπάρξει χρηματοδότηση όλων ή τουλάχιστον μεγάλου μέρους τέτοιων έργων με ευρωπαϊκά κονδύλια. Είναι μια ευκαιρία που δεν θα πρέπει να χάσει η χώρα». Ξεκαθαρίζει, πάντως, ότι δεν εννοεί ότι πρέπει να υπάρξουν περισσότερες δημόσιες δαπάνες. «Δεν μιλώ για περισσότερες δημόσιες δαπάνες. Εννοώ ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με διατάξεις που να περιλαμβάνουν από το να καθιστούν για όλους ευκολότερο το να χρησιμοποιούν ηλιακή ενέργεια μέχρι το να υπάρχουν διευκολύνσεις για την παραγωγή της. Δεν χρειάζονται περισσότερες δαπάνες από την κυβέρνηση, αλλά το πλαίσιο που θα ανοίξει τον δρόμο για τον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να κάνει τα πάντα και το κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει μειωθεί τόσο πολύ που αν οι συνθήκες είναι ώριμες, επενδυτές και καταναλωτές θα ανταποκριθούν στις προσπάθειες της κυβέρνησης».

Η σύγκλιση των μισθών

Σχετικά με το άλλο μεγάλο ευρωπαϊκό στοίχημα, που θα αποτελέσει επιπλέον πηγή ανάπτυξης στα κράτη-μέλη της ΕΕ, την ψηφιακή μετάβαση και την τεχνολογική εξέλιξη, ο Γκρος παρατηρεί: «Η παραγωγή υπολογιστών και τεχνολογικών μηχανημάτων θα ήταν ανώφελη στην Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή chips ή ηλιακών πάνελ. Αλλά η ενίσχυση της Ελλάδας ως επιστημονικού κόμβου σε επίπεδο λογισμικού και τεχνογνωσίας είναι δυνατή. Θα πρέπει, όμως, να ξεκινήσει η κυβέρνηση από το να κάνει τα πανεπιστήμια ανεξάρτητα, να μην υπάρχουν πολιτικοί διορισμοί, να μην παρεμβαίνει, να ενισχύσει τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων που παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις δαπάνες για συντάξεις».

Η συζήτηση περνά στο ζητούμενο της σύγκλισης των μισθών των Ελλήνων με των Ευρωπαίων. «Επί της αρχής δεν εναπόκειται στην κυβέρνηση να αποφασίζει για το ύψος των μισθών. Αποφασίζονται από τον ιδιωτικό τομέα και θα πρέπει να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα. Δεν θα πρέπει να είναι πολιτική της κυβέρνησης. Θα προειδοποιούσα έναντι υποσχέσεων ή δώρων για τους νέους ή τους μεγαλύτερους διότι έτσι μειώνεται ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους και στο τέλος όλοι μπορεί να πληρώσουν τον κίνδυνο υψηλότερων επιτοκίων ή τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης. Η καλύτερη επένδυση για όλους, νέους και μεγαλύτερους, είναι η αποκλιμάκωση του χρέους» λέει κατηγορηματικά, αναφέροντας το παράδειγμα της Πορτογαλίας, όπου «το σπρεντ έχει σχεδόν μειωθεί στο μισό, το χρέος μειώνεται και οι επενδύσεις αυξάνουν σημαντικά. Δεν έχει νόημα να υπάρχουν υποσχέσεις και δώρα».

Η παγκόσμια σκηνή

Σε σχέση με τις γεωπολιτικές εντάσεις, τον ρωτάμε αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόκληση για την επόμενη ελληνική κυβέρνηση. «Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να επηρεάσει το τι συμβαίνει στην παγκόσμια σκηνή, ούτε η γερμανική μπορεί ούτε άλλη ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εκεί θα υπάρξει μερική επιρροή, διότι αποφασίζεται περισσότερο από τους Αμερικανούς, τους Κινέζους και τους Ρώσους από ό,τι από εμάς. Η Γερμανία είναι πιο εκτεθειμένη σε αυτές τις γεωπολιτικές εξελίξεις παρά η ελληνική οικονομία, διότι εξαρτάται από εξαγωγές πολλών βιομηχανικών προϊόντων που μπορεί να επηρεαστούν από τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ενώ η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε υπηρεσίες, κυρίως στον τουρισμό, από την Ευρώπη οπότε δεν νομίζω ότι θα χτυπηθεί περισσότερο από τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις. Αν υπάρξει, βέβαια, πρόβλημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να υπάρξουν δευτερογενείς επιπτώσεις στην Ελλάδα».