Εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου 2024, τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς καταγράφουν ευδιάκριτα – ανοδικά στις περισσότερες περιπτώσεις – εκλογικά ποσοστά. Το πρόσφατο παράδειγμα των βουλευτικών εκλογών στην Πορτογαλία επιβεβαίωσε αυτή την ανοδική τροχιά. Πενήντα χρόνια από την Επανάσταση των Γαριφάλων, το σκληρό αντιμεταναστευτικό κόμμα με την επωνυμία Chega! (Αρκετά!), φλερτάροντας ανοιχτά με τον ρατσισμό και τον αντιτσιγγανισμό, κατόρθωσε να προσθέσει 11 μονάδες στην εκλογική του δύναμη σε σύγκριση με το ποσοστό του στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές και να τερματίσει τρίτο στην κούρσα των εθνικών εκλογών της περασμένης Κυριακής.

Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) που μπήκαν στη διαδικασία του εκδημοκρατισμού στον ύστερο 20ό αιώνα αποτελούσαν ανάχωμα απέναντι στην Ακρα Δεξιά σε μια περίοδο που αυτή εκτοξευόταν εκλογικά σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.

Το δεύτερο (δεκαετία 1970/1980) και το τρίτο κύμα (δεκαετία 1990/2000) της Ακρας Δεξιάς που κάνει έντονη την παρουσία του στις παλαιότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν αφήνει κάποιο ευδιάκριτο αποτύπωμα στις χώρες που η μετάβαση στη δημοκρατία λαμβάνει χώρα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970. Για όσο καιρό η συλλογική μνήμη για τα αυταρχικά καθεστώτα ήταν νωπή, λειτουργούσε ως «στίγμα απέναντι στην αυταρχική νοσταλγία» (Francesco Colombo) δημιουργώντας ένα άτυπο cordon sanitaire απέναντι στην ακραία δεξιά εκλογική επιλογή.

Οταν όμως η μνήμη αυτή ξεθωριάζει και όταν η δημοκρατία «καθημερινοποιείται», παύει δηλαδή να αντιμετωπίζεται ως μια αγωνιστική κατάκτηση και γίνεται αντιληπτή ως κάτι δεδομένο, η κοινωνική διαθεσιμότητα για τον λαϊκισμό και τον εξτρεμισμό διευρύνεται δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για την ακροδεξιά κομματική σκηνή. Οι ευκαιρίες αυτές πληθαίνουν όταν ο δικομματισμός εξασθενεί, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται η απορροφητική δυναμική του κομματικού συστήματος που οικοδομήθηκε με τη μετάβαση στη δημοκρατία στη δεκαετία του 1970.

Στην Ελλάδα, η Ακρα Δεξιά έπαψε να είναι περιθωριακή όταν η κατάρρευση της οικονομίας και η διάλυση των κομματικών ταυτίσεων δημιούργησαν ένα πολιτικό βέρτιγκο στο εκλογικό σώμα, μια αυξανόμενη μερίδα του οποίου πειραματίζεται έκτοτε με επιλογές κομμάτων που βρίσκονται σε ακραίες θέσεις της πολιτικής αρένας. Αν ο δικομματισμός την περίοδο της ακμής του είχε την ικανότητα να απορροφά ψηφοφόρους με αυταρχικές διαθέσεις και ακραίους ιδεολογικούς προσανατολισμούς μετακινώντας τους σε πιο κατεστημένες θέσεις του πολιτικού-ιδεολογικού άξονα, η κρίση του δικομματισμού συνοδεύεται από μετακινήσεις ψηφοφόρων προς τα άκρα του πολιτικο-ιδεολογικού άξονα.

Καθ’ οδόν προς τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024, η εγχώρια ακροδεξιά σκηνή (Ελληνική Λύση, Σπαρτιάτες, Νίκη) φαίνεται να αθροίζει σχεδόν τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες (Poll of Polls, Politico, 11/3/2024) περισσότερες από το ποσοστό που η τριάδα των ακροδεξιών κομμάτων είχε λάβει στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα των εκλογέων αυτών των κομμάτων διαθέτει ένα λιγότερο συμπαγές σύστημα πεποιθήσεων από τα κόμματα που ψηφίζει, δεν καθιστά ωστόσο λιγότερο προβληματική την εμφανή ενίσχυση του ακροδεξιού πόλου στο εγχώριο κομματικό σύστημα.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).