Η χώρα μπήκε στα μνημόνια γιατί συρρίκνωνε επί σειρά ετών την παραγωγική βάση της, περιόριζε την εξωστρέφειά της, συρρίκνωνε την ανταγωνιστικότητά της. Τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης στην οικονομία της και ισότιμης συμμετοχής της στη ζώνη του ευρώ. Κατανάλωνε δανεικά.
Η χώρα βγήκε από τα μνημόνια διορθώνοντας θεμελιώδεις μακροοικονομικές ανισορροπίες (ελλείμματα Δημοσίου και τρεχουσών συναλλαγών, διόρθωση ανταγωνιστικότητας), χωρίς όμως να υποστηρίζει και να δίνει προτεραιότητα στην παραγωγική βάση και την εξωστρέφεια που απαιτείται για να αναπτύσσεται η οικονομία της με ρυθμούς μέσου όρου ή ανωτέρους της ευρωζώνης και της ΕΕ.
Η υφιστάμενη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, οι (μεγάλες, μεσαίες, μικρές) επιχειρήσεις που παράγουν «διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες» σε αντίξοο περιβάλλον, κρατούν την οικονομία στο σημερινό επίπεδο εθνικού προϊόντος και εισοδήματος και στο θετικό πρόσημο μεγέθυνσης που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτόν τον τομέα που παράγει, επενδύει, εξάγει, υποκαθιστά εισαγωγές, κάνει έρευνα και ανάπτυξη, δημιουργεί βιώσιμες θέσεις εργασίας.
Η στροφή στη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία πολλών και βιώσιμων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα συνδέονται με νέες επενδύσεις, με την αξιοποίηση από μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις των ευκαιριών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης (Industry 4.0), αλλά και με την καλύτερη οργάνωση και μεγέθυνση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.
Η ελληνική κοινωνία και οικονομία καλείται να αυξήσει την παραγωγή της και οι ελληνικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις καλούνται να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, που σήμερα κυμαίνεται στο περίπου 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (η ετήσια παραγόμενη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα είναι €20.000, στην Ιταλία €38.000, στην Ιρλανδία €52.000 και στην ΕΕ-28 €42.000).
Απαιτούνται για αυτό επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια και τεχνολογική καινοτομία. Απαιτείται όμως και ριζικός εκσυγχρονισμός της εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων για βελτίωση των υφιστάμενων πρακτικών οργάνωσης της εργασίας, ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού και διαχείρισης των σχέσεων με το εξωτερικό περιβάλλον (πελάτες-προμηθευτές).
Σύμφωνα με διεθνείς δείκτες, η χώρα μας κατατάσσεται στη 17η θέση μεταξύ 20 προηγμένων οικονομιών ως προς τη συστηματική αξιοποίηση της Διοίκησης Επιχειρησιακής Απόδοσης (ΔΕΑ). Η υιοθέτηση σύγχρονων και αποτελεσματικών συστημάτων επιχειρησιακής διοίκησης είναι μέρος αυτής της διαδικασίας, αλλά και της αναγκαίας ευρύτερης προσπάθειας για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Η υιοθέτηση συστημάτων Διοίκησης της Επιχειρησιακής Απόδοσης είναι κρίσιμη για τη διαρθρωτική προσαρμογή των ελληνικών – κυρίως μεσαίων και μικρών – επιχειρήσεων και τη μεγέθυνσή τους στο νέο οικονομικό περιβάλλον. Τα σύγχρονα εργαλεία και οι μέθοδοι διοίκησης και μέτρησης της απόδοσης των επιχειρήσεων είναι διαθέσιμα και είναι η ευθύνη και η δέσμευση της ανώτατης διοίκησης των επιχειρήσεων και των ίδιων των επιχειρηματιών για την υιοθέτηση καινοτόμων αλλά και αποτελεσματικών συστημάτων επιχειρησιακής απόδοσης που κρίνει τη δυνατότητα να αξιοποιούνται τα οφέλη που προκύπτουν από τη συστηματική χρήση της ΔΕΑ.
Η Ειδική Εκθεση (Special Report) του ΣΕΒ «Επιτακτική η διοίκηση με στόχους για την αύξηση της παραγωγικότητας των Ελληνικών Μεσαίων και Μικρών Επιχειρήσεων (ΜμΕ)» αναφέρεται στην ανάγκη να ενθαρρυνθεί και να διευκολυνθεί η υιοθέτηση συστημάτων ΔΕΑ από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Και αυτό αφορά τους κοινωνικούς εταίρους, τις επαγγελματικές οργανώσεις, τους κλαδικούς συνδέσμους, τους φορείς της επιχειρηματικότητας, τους εργαζομένους και τους αρμόδιους κυβερνητικούς φορείς.
Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι διευθυντής Τομέα Απασχόλησης & Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ.