Οι λέξεις έχουν αρκετές αναγνώσεις και ερμηνείες. Στην ουσία είναι η αντιστοιχία του μέσα κόσμου μας προς τον έξω και όχι το αντίστροφο. Δίνεις την ερμηνεία που θέλεις, που καταλαβαίνεις, που αντέχεις και ορισμένες φορές εκείνη που σε συμφέρει. Η λέξη «συμπερίληψη» εμφανίστηκε στη γλώσσα μας το 1888, όμως είναι τα τελευταία χρόνια που ενεργοποιήθηκε με σκοπό να εκφράσει ένα αίτημα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και λυμένο. Ομως όπου χρονίζουν τα αιτήματα εμφανίζονται οι λέξεις για να θολώσουν το τοπίο.

Κάποιοι ταυτίζουν τη συμπερίληψη με την ποσόστωση, υποβιβάζοντας το νόημά της σε μαθηματικούς συσχετισμούς. Για παράδειγμα, ένα Υπουργικό Συμβούλιο που θα απαρτίζεται από 50% γυναίκες και 50% άνδρες, δεν είναι ένα συμπεριληπτικό Υπουργικό Συμβούλιο αλλά ένα μαθηματικά τακτοποιημένο συμβούλιο. Μία εταιρεία που διαφημίζει πως ανάμεσα στους εργαζομένους της έχει ένα γενναίο ποσοστό ομοφυλοφίλων, δεν είναι μια προοδευτική εταιρεία, ούτε συμπεριληπτική, γιατί κατ’ αρχάς  ποιος της δίνει το δικαίωμα να γνωρίζει τις ερωτικές προτιμήσεις των εργαζομένων της.

Η συμπερίληψη δεν είναι φιλανθρωπία, ούτε χαριστικά προνόμια ανεξάρτητα από τις ικανότητές τους σε «μειονότητες» – αναρωτιέμαι ποιες είναι οι «πλειονότητες» αλλά δεν είναι του παρόντος. Με λίγα λόγια η συμπερίληψη δεν  μπορεί να λογίζεται ως κατευναστικό μέσο για να διασκεδάζουμε τις ενοχές μας, αλλά έχει νόημα μόνο όταν λειτουργεί προληπτικά. Και ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει προληπτικά είναι να καταστεί εντελώς άχρηστη. Μια κοινωνία ίσων ευκαιριών, που δεν αγνοεί όσους χρήζουν βοήθειας, που δεν κλείνει δρόμους απέναντι στο διαφορετικό, που αφήνει όλες τις φωνές να ακούγονται, που αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα σε όλους, δεν έχει κανέναν λόγο να κρεμάει ταμπελάκια στους ανθρώπους, που να αναγράφουν επάνω χαρακτηριστικά ή «ιδιαιτερότητες» για τα οποία δεν της πέφτει κανένας λόγος.

Επειδή όμως δεν ζούμε σε αυτή την ιδεατή κοινωνία, αναγκαζόμαστε – ή καλύτερα έχουμε υποχρέωση – να προβούμε ακόμη και σε κινήσεις συμβολισμού μόνο και μόνο για να στρέψουμε την προσοχή επάνω σε ομάδες ανθρώπων που πνίγονται μέσα στην απαξία, στον αποκλεισμό και ορισμένες φορές στη χλεύη.

Κάποιες φορές μπορεί να γινόμαστε άδικοι, όταν δεν κρίνουμε αποκλειστικά με βάση τις ικανότητες ή τα ταλέντα – για μία πρόσληψη σε κάποιον θίασο για παράδειγμα – αλλά τελικά σκέφτεσαι πως ίσως αξίζει να χάσει κάτι το θέατρο αν είναι να ακουστούν κάποιες φωνές. Την αντέχεις στη συνείδησή σου αυτή την αδικία, αρκεί να είναι κατ’ εξαίρεση και οι προσπάθειές σου να είναι προς την κατεύθυνση να μη χρειαστεί να μπεις ξανά σε αυτό το δίλημμα.

Λένε πως οι άνθρωποι που έχουν αυξημένη την ενσυναίσθηση δεν μπορούν ποτέ να είναι ευτυχισμένοι, παίρνουν μεγάλο βάρος. Ισως και εκείνοι που διαφημίζουν τη συμπερίληψη να θέλουν να αφήσουν κάπου το δικό τους βάρος.

Σκέφτομαι ένα εκκεντρικό παράδειγμα συμπερίληψης – λαϊκίστικο για πολλούς -, τη συμμετοχή ενός ποσοστού 20% ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (του μεγαλύτερου σύγχρονου αποκλεισμού) σε ένα Υπουργικό Συμβούλιο.