Mπαίνοντας τις προάλλες στην Πινακοθήκη του Δήµου Αθηναίων και βλέποντας αναρτηµένους στους τοίχους δεκάδες πίνακες τους οποίους είχαν φιλοτεχνήσει αποκλειστικά γυναίκες, θυµήθηκα µερικούς στίχους της Εµιλι Ντίκινσον: «Μέσα στην Πρόζα µε φυλάκισαν/ όπως τότε που ήµουνα µικρή/ στην ντουλάπα µε έκλειναν/ γιατί έπρεπε να µένω ακίνητη». Ο συνειρµός δεν ήταν βεβαίως τυχαίος. Η φυλακή, ο εγκλεισµός, η ακινησία στην οποία αναφέρεται η ποιήτρια – σαν να καταγγέλλει µεταξύ άλλων τους περιορισµούς µέσα στους οποίους µεγάλωνε µια γυναίκα τα παλιά χρόνια – είχαν προβολή στις ζωές πολλών από τις εικαστικούς οι οποίες είχαν φιλοτεχνήσει τα έργα που εκτίθεντο. Το επιβεβαίωνε και ο µελαγχολικός τίτλος της έκθεσης: «Στη σκιά».

Ετσι, στη σκιά των διάσηµων ανδρών εικαστικών δηµιούργησαν οι γυναίκες συνάδελφοί τους, συχνά χωρίς να τολµήσουν, χωρίς να καταφέρουν να βγουν µπροστά, ακόµα και αν δεν υστερούσαν σε ταλέντο. Η εικόνα µίας συζύγου, µητέρας, κόρης ή αδελφής, µιας γυναίκας που είχε ανατραφεί κυρίως για να υπηρετεί τους δικούς της και που στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήθελε η ψυχή της – εν προκειµένω να σχεδιάσει, να ζωγραφίσει, να σκαλίσει τον πηλό – ήρθε στα µάτια µου σαν πλάνο από ασπρόµαυρο ντοκιµαντέρ για τη θέση της γυναίκας.

Πίσω στο σπίτι έψαξα να βρω το ποίηµα της Ντίκινσον που το θυµόµουν στο περίπου, για να το διαβάσω ξανά, πάντα µε τη σκέψη στις γυναίκες ζωγράφους. Εγραφε λοιπόν η ποιήτρια πως εκείνοι που την καταδίκαζαν στην ακινησία «αν κρυφοκοιτούσαν / θα έβλεπαν το µυαλό µου να τριγυρνά/σαν να είχαν περιορίσει πουλί/για προδοσία στην αυλή./ Οµως, αυτό φτάνει να το επιθυµεί/ κι όπως τ’ Αστέρια, εύκολα/ τη φυλακή του αµέσως να αψηφήσει/και να γελάσει τόσο – όσο κι εγώ». Σίγουρα, πολλές από εκείνες τις γυναίκες εικαστικούς θα είχαν επίσης προσπαθήσει να αψηφήσουν τη φυλακή τους, να δηµιουργήσουν ελεύθερες και να γελάσουν «τόσο – όσο κι εγώ»! «Διεκδικώντας αναγνώριση και ισότιµη αντιµετώπιση», όπως γράφουν στο σηµείωµά τους ο Χριστόφορος Μαρίνος και η Κάλλη Πετροχείλου που επιµελήθηκαν την έκθεση.

Στόχος των οργανωτών της, η συνεισφορά στην «ορατότητα και αναγνώριση αυτών των καλλιτέχνιδων, πολλές από τις οποίες είναι σήµερα άγνωστες ή λησµονηµένες» – και που «τα έργα τους πωλούνταν φθηνότερα σε σχέση µε εκείνα των αντρών». Αυτές οι παράµετροι δίνουν στη διοργάνωση ιδιαίτερη κοινωνική σηµασία, ειδικά σήµερα που γίνεται τόσος λόγος για την ισότητα, για τα ίσα δικαιώµατα. Τα ονόµατα των γυναικών µε τα θαυµάσια έργα που όµως δεν τις γνώριζα είναι πολλά, δεν υπάρχει χώρος για να τα αναφέρω όλα, θα τα δείτε όσοι επισκεφθείτε την έκθεση, που διαρκεί έως τις 26 Νοεµβρίου.

Τα σηµείωσα όµως και έχω αρχίσει σιγά-σιγά να ψάχνω την ιστορία κάθε µίας από εκείνες. Για να τις γνωρίσω καλύτερα. Τους χρωστάµε έστω σήµερα την αναγνώριση που δεν τους έδωσε η εποχή τους. Αν και η Ντίκινσον τα έχει πει για µία ακόµη φορά όλα, γράφοντας: «Αν θεωρώ ότι τη φήµη αξίζω/ όλα τ’ άλλα χειροκροτήµατα/ είναι περιττά – λιβάνι/ αχρείαστο».