Εξ ορισμού, η ιστορία εξελίσσεται σαν μια συνέχεια της υφιστάμενης πραγματικότητας. Ταυτόχρονα όμως προχωρεί μέσα από απρόβλεπτες ανατροπές που σηματοδοτούν τη ρήξη με το «παλαιό» και την έλευση του «νέου». Και έτσι ακριβώς αναδύονται οι ιστορικές στιγμές που σφραγίζουν συμβολικά την κοινή μας καταγωγή. Ο κόσμος μας δεν θα ήταν αυτός που γνωρίζουμε αν δεν είχαν συμβεί όσα διαδραματίστηκαν το 1789, το 1917 και το 1989. Κάτι αντίστοιχο ισχύει με τον Μάη του ’68. Κανένα άλλο πρόσφατο ιστορικό γεγονός δεν υπήρξε αντικείμενο τόσο αντιφατικών προσεγγίσεων. Είτε ταυτόχρονα είτε εναλλακτικά, ο Μάης ερμηνεύτηκε ως αποτυχημένη έκφραση ενός ιστορικού αδιεξόδου και ως προανάκρουσμα μιας νέας αδέσμευτης εποχής.

Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι συνόψισε τη γέννηση ενός νέου ιστορικού Υποκειμένου που διαφοροποιείται «υπαρξιακά» από όλα τα άλλα. Αναφέρομαι στο σημαίνον «Νεολαία» που αποκτά μια νέα υπόσταση. Ολο και περισσότεροι και κυρίως η φοιτητική νεολαία μπορούν πλέον να επιζούν απαλλαγμένοι από την πρόσδεσή τους στον οικογενειακό «οίκο» δίχως να υπόκεινται στην πειθαρχία της εξαρτημένης παραγωγικής εργασίας. Αποδεσμευμένοι από τη συμβολική υποταγή στο «ορθώς ζην», αλλά και από την καθαρή οικονομική βία, οι «νέοι» παρακινούνται να σκέπτονται, να επιθυμούν, να χαίρονται και να απολαμβάνουν πρωτογενώς. Το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία» σηματοδότησε την άνευ όρων κατάφαση της ανεξέλεγκτης υπαρξιακής αυτονομίας ενός ελεύθερα σκεπτόμενου, δρώντος επιθυμούντος και απολαμβάνοντος ανθρώπου. Αποτολμώντας την «απαγόρευση του απαγορεύειν» οι νέοι αναζητούσαν ένα αντίδοτο στη «Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό».

Η «υπαρξιακή» αυτονόμηση της Νεολαίας δεν ήλθε βέβαια από μόνη της. Υπήρξε προϊόν της μεταπολεμικής «σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης» που επικρατούσε σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Πέρα από τη ραγδαία μείωση των ανισοτήτων και την ανακατανομή πόρων υπέρ των αδυνάτων, τα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της Ευρώπης και η «Μεγάλη Κοινωνία» του Λίντον Τζόνσον προκάλεσαν την ταχύτατη διεύρυνση των εκπαιδευτικών ευκαιριών. Ολο και περισσότεροι έφηβοι και μετέφηβοι μπορούν να ονειρεύονται, να εορτάζουν τη ζωή τους, να προβληματίζονται, να αμφισβητούν, να απολαμβάνουν ή ακόμα και να παραληρούν δίχως να υπόκεινται σε ελέγχους. Το «είναι» και το «γίγνεσθαι» παύουν να ταυτίζονται με το «έχειν», το «αποκτάν» και το «αενάως ανταγωνίζεσθαι».

Και αυτή ακριβώς υπήρξε η νέα λειτουργία του πανεπιστήμιου, ως ιδιαίτερου «χώρου» που δεν αποσκοπεί στην αναπαραγωγή μιας στερεότυπης γνώσης αλλά επιτρέπει τη ριζική αμφισβήτηση οποιασδήποτε γνώσης και την απελευθέρωση από κάθε συστημική χειραγώγηση. Ακόμα και αν όμνυαν στο όνομα της άρνησης κάθε εξουσίας, τα νεολαιίστικα κινήματα της δεκαετίας του ’60 επέτρεπαν σε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Δεν ήταν μόνο αντικαπιταλιστικά και αντιεξουσιαστικά. Ηταν αντι-παραγωγικά, αντι-καταναλωτικά, αντι-ανταγωνιστικά και αντι-οικονομικά. Η θεμελιώδης ιδέα της προόδου παύει να ταυτίζεται με τη μεγέθυνση, την ανάπτυξη και τη μετρήσιμη ευημερία. Η σιωπηρή ιδεολογική σύμπλευση των φιλελεύθερων με τις «οικονομίστικες» και «παραγωγίστικες» κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τίθεται σε δοκιμασία.

Τα πανεπιστήμια, τα αυτοσχέδια κοινόβια, ο πολιτισμός των χίπηδων, τα ναρκωτικά, η σεξουαλική απελευθέρωση, η νέα μουσική κουλτούρα εκφράζουν τη διάχυτη δυσπιστία εναντία σε όλες τις οργανωμένες γραφειοκρατικές μορφές. Η δυσπιστία ήταν άλλωστε αμφίδρομη. Ακόμα και αν αναγκάστηκαν σε κάποια στιγμή να συμμαχήσουν με τους «δικούς τους» νεολαίους, τα κατεστημένα κόμματα και τα συνδικάτα ουδέποτε συνέπλευσαν μαζί τους.

Από τότε βέβαια όλα έχουν ριζικά αλλάξει. Βαθμιαία, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η παγκοσμιοποίηση και η οικουμενική πλέον κατίσχυση της ελεύθερης αγοράς μετατόπισαν δραματικά τους όρους πρόσληψης της κληρονομιάς του Μάη. Το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει πάψει να αποτελεί αντικείμενο πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών. Η λεγόμενη «καλή διακυβέρνηση» που αποκρυσταλλώθηκε με τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» κατατείνει στην ελαχιστοποίηση των πολιτικών παρεμβάσεων. Σε μια ελεύθερη οικουμενική αγορά που όλα τα εμπορεύσιμα είδη (πλην των ίδιων των ανθρώπων) κινούνται ανεμπόδιστα και ανεξέλεγκτα, ακόμα και οι «κλειστές» έννοιες της επικράτειας και της κυριαρχίας απονοηματίζονται ραγδαία. Για πρώτη φορά γίνεται λόγος για το τέλος, όχι μόνο της ιδεολογίας, της πολιτικής, αλλά και της ίδιας της Ιστορίας.

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά ο μεγιστοποιητικός παραγωγισμός μοιάζει να είναι ακλόνητος. Τα ιδεολογικά και υπαρξιακά μελήματα της γενιάς του ’68 εξανεμίζονται. Ακόμα και αν ο κόσμος δεν είναι ο καλύτερος των νοητών κόσμων, είναι ο μόνος δυνατός κόσμος. Οπότε και η οποιαδήποτε κριτική της ιδέας της προόδου μοιάζει πλέον να κείται εκτός τόπου, εκτός χρόνου και εκτός «πραγματικού κόσμου». Αυτή ακριβώς είναι η ιστορική πεμπτουσία ενός «μετα-μοντέρνου» που δεν τολμά ούτε καν να ορίσει τον «εαυτό» του.

Η πανούργα Ιστορία είναι όμως και πάλι πονηρότερη από τους εκλογικευτές της. Η ρηξικέλευθη αμφισβήτηση του ’68 παράδοξα επανέρχεται στην επικαιρότητα. Οι εξελίξεις των τελευταίων 30 ετών απειλούν την επιβίωση του ίδιου του πολιτισμού των ανθρώπων. Η διάψευση όλων των προσδοκιών πυροδοτεί νέες μορφές αντίστασης στην πραγματικότητα. Είναι πλέον προφανές ότι η επιβίωση του κόσμου δεν μπορεί να επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του οικονομικού συστήματος. Προ παντός άλλου προέχει η ανάγκη για μια ριζική αναδιατύπωση του νοήματος της ίδιας της ζωής στους κόλπους μιας ασίγαστης δημιουργικής φαντασίας.

*Ραούλ Βανεγκέμ

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.