Η οικονομική κρίση του 1929/30 είναι σημαντική για το πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ γιατί στις εκλογές του 1932, με το Νιου Ντιλ, οικοδομείται μια πολιτική συμμαχία μεταξύ της εργατικής τάξης, των μικρών ιδιοκτητών γης, των μεταναστών και των μειονοτήτων γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ. Εγκαινιάζεται έτσι μια μακρά περίοδος εκλογικής επιτυχίας για το Δημοκρατικό Κόμμα που συνεχίστηκε και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παράλληλα με την ψυχροπολεμική διάσταση του Χάρι Τρούμαν προωθήθηκε η ιδέα της πλουραλιστικής κοινωνίας, με τη μαζικής κατανάλωσης εργατική τάξη «εγγύηση» ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1960 η συναινετική πολιτική του Νιου Ντιλ φτάνει στα όριά της καθώς κοινωνικές και πολιτικές κινητοποιήσεις αμφισβητούν την κυρίαρχη πλουραλιστική αντίληψη περί «ανοιχτής κοινωνίας». Θεωρήθηκε ψυχροπολεμική «κατασκευή» που απέκρυπτε την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των ελίτ και οδηγούσε σε αποκλεισμό κοινωνικές ομάδες που δεν ταυτίζονταν με την κυρίαρχη ιδεολογία.

Ετσι, αναπτύσσεται το κίνημα για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, για τη μείωση της φτώχειας και την επέκταση του κοινωνικού κράτους. Σε πολιτικό επίπεδο, εκφράστηκε κατ’ αρχάς από το Δημοκρατικό Κόμμα με το πρόγραμμα «New Frontier» του Τζον Φ. Κένεντι αλλά κυρίως με την «Great Society» του Λίντον Τζόνσον που θεσμοθετεί μεταξύ άλλων την κατοχύρωση του εκλογικού δικαιώματος του μαύρου πληθυσμού.

Από την άλλη, οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούν να αμφισβητήσουν τις πολιτικές του Νιου Ντιλ, να σπάσουν τη συμμαχία του Δημοκρατικού Κόμματος με τους συντηρητικούς δημοκρατικούς του Νότου και υιοθετούν έναν σκληρό αντικομμουνισμό, με χαρακτηριστική περίπτωση τον γερουσιαστή Τζο ΜακΚάρθι. Η υποψηφιότητα του Μπάρι Γκολντγουότερ το 1964 με την υποστήριξη του Ρόναλντ Ρέιγκαν σηματοδοτεί την κυριαρχία της συντηρητικής μερίδας στο κόμμα με βασικούς άξονες τον ατομικισμό, τον αντικομμουνισμό, τη μικρότερη κυβέρνηση και την έμφαση στις επιχειρήσεις.

Επίσης, η ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων εναντίον του Πολέμου του Βιετνάμ, του φεμινισμού και των Μαύρων Πανθήρων και οι δολοφονίες των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ρόμπερτ Κένεντι σηματοδοτούν την πολιτική απο-ευθυγράμμιση ριζοσπαστών από το Δημοκρατικό Κόμμα στο Συνέδριο στο Σικάγο το 1968. Την ίδια στιγμή μέρος της εργατικής τάξης αντιλαμβάνεται τον Πόλεμο του Βιετνάμ ως πατριωτικό καθήκον, βλέπει καχύποπτα τα κινήματα ατομικής απελευθέρωσης της νεότερης γενιάς, αποσυνδέεται επίσης από τους Δημοκρατικούς και κατευθύνεται προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, μια κίνηση που θα υιοθετήσουν τελικά και οι συντηρητικοί δημοκράτες του Νότου.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 1973/74, την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και την αποβιομηχανοποίηση οδήγησαν στην άνοδο της Νέας Δεξιάς με βασικές αρχές τον αντικομμουνισμό, την ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών, τις συντηρητικές αξίες της Ευαγγελικής Εκκλησίας, τις στρατιωτικές παρεμβάσεις, την αντίθεση στα φιλελεύθερα κινήματα του 1960, και τη διαδικαστική δημοσκοπική δημοκρατία που κυριάρχησε εκλογικά τη δεκαετία του 1980 με τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και με την ανάδειξη του υπερσυντηρητικού Νιουτ Γκίνγκριτς, υπέρμαχου ενός προγράμματος που αποκαλούσε «Conservative Opportunity Society».

Το 1992 στις άμεσες προκριματικές εκλογές, ο Πατ Μπιουκάναν αμφισβητεί τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους, λαμβάνει 23% των ψήφων και το Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων υιοθετεί τις θέσεις της Νέας Δεξιάς. Κατάληξη αυτής της πορείας είναι η δημιουργία το 2009 στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του λεγόμενου «Tea Party», με βασικά χαρακτηριστικά τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, τον προστατευτισμό, την επιρροή της Ευαγγελικής Εκκλησίας, την αντίθεση στα ατομικά δικαιώματα (αμβλώσεις). Ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να αναδειχθεί ως η πολιτική έκφραση του Tea Party κυριαρχώντας εκλογικά στα συντηρητικά στρώματα (λευκοί Χριστιανοί, Ευαγγελιστές) και στους βετεράνους του στρατού και διεισδύοντας στην εργατική τάξη στη «ζώνη της σκουριάς» (Ιντιάνα, Ιλινόι, Μίσιγκαν, Μισούρι, Οχάιο, Πενσιλβάνια, Ουισκόνσιν, Δυτική Βιρτζίνια).

Ετσι κέρδισε τις άμεσες προκριματικές εκλογές του κόμματος και εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016, αποσπώντας μεγάλο μέρος της κοινωνικής απογοήτευσης από την οικονομική και πολιτική κατάσταση, από το κατεστημένο των δύο κομμάτων και τη δυσκολία αναπαραγωγής της λευκής μεσαίας τάξης. Μπροστά στις εκλογές του 2024 ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο, αλλά έχει βαθύτερα χαρακτηριστικά: αποτελεί συνέχεια και έκφραση του συντηρητισμού μερίδων της κοινωνίας των ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1960, προσαρμοσμένος στις αντιφάσεις της σημερινής συγκυρίας.

Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Σίπενσμπεργκ της Πενσιλβάνια.