Η επαγγελματοποίηση της ιστορικής επιστήμης ταυτίστηκε με το γερμανικό μοντέλο του 19ου αιώνα, το οποίο διακρινόταν από τη χρήση των πρωτογενών πηγών, τη σεμιναριακή μορφή των μαθημάτων στη διδασκαλία και τη φιλοδοξία να αναπαραστήσει τα γεγονότα όπως αυτά πραγματικά συνέβησαν, σύμφωνα με τη διαδεδομένη ρήση του Λέοπολντ φον Ράνκε, εξέχοντος εκπροσώπου της σχολής αυτής και για πολλούς πατέρα της σύγχρονης ιστοριογραφίας.

Η προσέγγιση του Φον Ράνκε και των διαδόχων του τόνιζε επιπλέον τον αφηγηματικό χαρακτήρα της Ιστορίας και εστίαζε στην πολιτική και διπλωματική εκδοχή της. Παρά το ότι η αφηγηματικότητα διατηρούσε την επαφή με τις απαρχές του είδους στην αρχαιότητα, η Ιστορία διαχωριζόταν αυστηρά από τη λογοτεχνία και τη φιλολογία διεκδικώντας δάφνες αντικειμενικότητας.

Κατά τις παραπάνω παραδοχές, εμπειρικές και θετικιστικές, ο ιστορικός εργαζόταν ως αμερόληπτος κριτής ο οποίος εφοδιασμένος με τα επιστημονικά του εργαλεία και ακολουθώντας διακριτή μεθοδολογία θα έφερνε στο φως το ήδη συγκροτημένο παρελθόν που ανέμενε την αποκάλυψή του. Οι διαδρομές όμως της ιστοριογραφίας στον 20ό αιώνα, με κυριότερη ίσως την ανάδυση της μνήμης, όχι μόνο έφεραν στο προσκήνιο αφηγήσεις εαυτού (των αυτοπτών μαρτύρων αλλά και του ίδιου του ιστορικού), οδήγησαν και στην επαναξιολόγηση της έννοιας της υποκειμενικότητας και στην επαναφορά της συζήτησης για τα όρια μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας.

Υβριδικές μορφές γραφής μεταξύ αυτοβιογραφίας, βιογραφίας, οικογενειακής ιστορίας που εφαρμόζουν τις ιστορικές μεθόδους της διερεύνησης ενσωματώνοντας ταυτόχρονα λογοτεχνικές ή άλλες τεχνικές δεν συνιστούν πλέον ασυνήθιστη πρακτική. Οι κινηματογραφικές αποτυπώσεις πέρασαν από πολύ νωρίς σε ένα παρόμοιο στάδιο και λόγω της φύσης της έβδομης τέχνης, είναι έκδηλη όμως, για παράδειγμα, η τάση των τελευταίων ετών ιστορικά ντοκιμαντέρ να κάνουν εκτεταμένη χρήση της εικονικής αναπαράστασης (άρα, ως έναν βαθμό, της φανταστικής ανασύνθεσης) του παρελθόντος χάρη στην ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας.

Η ανατροφοδότηση μεταξύ λογοτεχνίας και Ιστορίας όπως προκύπτει στο ιστορικό μυθιστόρημα γίνεται ορατή πλέον από μια άλλη οπτική γωνία, όπου η αναλογία των συστατικών έχει μικρότερη σημασία από την αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Επιπλέον, νεότερα είδη μυθοπλασίας που συχνά στοχεύουν σε ένα νεότερο ηλικιακά και πιο δυναμικό κοινό, όπως το graphic novel, μοιάζουν να εισέρχονται με αξιώσεις στο προσκήνιο. Το αν αυτή η μεταβολή της σχέσης μεταξύ μυθοπλασίας και Ιστορίας αποδειχθεί γόνιμη συνάντηση ή προσωρινός πειραματισμός είναι κάτι που μένει να φανεί.