Χαρακτηριστική της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που περιέβαλλε μέχρι τέλους την πορεία προς τις διπλές εκλογές της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου ήταν η σιωπή που αυτή τη φορά επέβαλε τον νόμο της στη δημόσια σφαίρα, ωσάν το εν πολλοίς βουβό εκλογικό σώμα να ήθελε να κρύψει κάτω από το πέπλο της ταυτόχρονα την αμηχανία του και τις προθέσεις του. Ευλόγως κατόπιν αυτού τίθεται το ερώτημα τι απέγινε ο ενθουσιώδης κομματικός πατριωτισμός που κάποτε συσπείρωνε τις εκλογικές βάσεις των μεγάλων πολιτικών πατάξεων, κινητοποιούσε τους οπαδούς τους, συνέπαιρνε τα πλήθη που συνωστίζονταν στις ανοιχτές συγκεντρώσεις για να δημιουργήσουν κλίμα νίκης. Αυτή τη φορά ήταν ελάχιστοι ακόμα και οι επινίκιοι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ. Σαν να αναζητούσαν ακόμα και οι ψηφοφόροι της εξηγήσεις για τις τεκτονικές αλλαγές που είχαν εν τω μεταξύ συντελεστεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας αλλαγής ήταν η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε η μαζική στροφή προς τη συντηρητική Κεντροδεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη των λαϊκών συνοικιών των μεγάλων αστικών κέντρων. Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εξίσου θεαματική και ταχύτατη στροφή προς την ίδια παράταξη των νεότερων και ιδιαίτερα των νεοεισερχομένων στον πολιτικό στίβο ψηφοφόρων που θεωρούνταν μέχρι πρότινος οι κατεξοχήν αριστερόστροφοι πολλαπλασιαστές ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι αντιπροσώπευαν την κρυφή ψήφο χάρη στην οποία η ΝΔ έκανε το μεγάλο άλμα προς τον θρίαμβο. Το πλέον εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι όλες αυτές οι αλλαγές πέρασαν κάτω από τα ραντάρ των περισσότερων αναλυτών και δημοσκόπων. Εξού και οι εκπλήξεις που τελικώς επεφύλαξε η λαϊκή ετυμηγορία της 25ης Ιουνίου σημαδεύοντας τις μετεκλογικές πολιτικές εξελίξεις.

Η πρώτη ήταν ασφαλώς το νέο ρεκόρ που έσπασε η αποχή συρρικνώνοντας το ενεργό εκλογικό σώμα στα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής της Μεταπολίτευσης. Οσο και αν ως έναν μεγάλο βαθμό το ρεκόρ της αποχής μπορεί να αποδοθεί στην προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, και δη του πλέον προσκείμενου προς τη ΝΔ, δεν παύει το γεγονός να αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία συνδυαζόμενο με τις δύο ακόμα εκπλήξεις που προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα. Η μία αφορά την άνοδο της Ακροδεξιάς και η δεύτερη στην πανσπερμία και τον κατακερματισμό της αντισυστημικής ψήφου. Είναι και αυτό ένα φαινόμενο που μαζί με τον συνωστισμό των μικρότερων πολιτικών κομμάτων που κατάφεραν να περάσουν πάνω από τον πήχη της εισόδου τους στο νέο Κοινοβούλιο σηματοδοτούν την άλλη όψη της κυριαρχίας Μητσοτάκη εισάγοντας σε μια νέα και ριζικά διαφορετική από τη Μεταπολίτευση εποχή. Εποχή από την οποία έλκουν την καταγωγή τους οι παλιοί πρωταγωνιστές ενός δικομματισμού που πλέον έχει εισέλθει σε φάση μιας αποδρομής που μόλις τώρα αρχίζει να δείχνει ποσό μεγάλο και επικίνδυνο είναι το κενό που αφήνει πίσω της.

Δεν είναι, άλλωστε, ούτε τυχαίο ούτε άνευ σημασίας το εύρημα των exit polls σύμφωνα με το οποίο το μεγαλύτερο ίσως μέρος των πολιτών που ψήφισαν στις επαναληπτικές εκλογές «Σπαρτιάτες» προέρχονται από πολίτες που απείχαν στις εκλογές της 21ης Μαΐου θεωρώντας προφανώς ότι δεν τους εξέφραζε κανένα από τα κόμματα που τους επετράπη τότε να διεκδικήσουν την ψήφο τους.

Πρόκειται για αλλαγές κωδίκων και προτύπων εκλογικής συμπεριφοράς που κανοναρχούνται από μέσα κοινωνικής δικτύωσης που σε αντίθεση με τα πιο θορυβώδη παραδοσιακά ΜΜΕ διαμορφώνουν την κοινή γνώμη με απολύτως σιωπηλό αλλά πολλαπλάσια καθοριστικό τρόπο ακόμα και όταν διακινούν τα πιο κραυγαλέα ψεύδη και fake news. Ετσι σιωπηρά διαμορφωνόταν κάποτε και η σιωπηλή πλειοψηφία, στην οποία ανέκαθεν αναφέρονταν κατά προτίμηση τα μεγάλα συντηρητικά κόμματα. Τα προνομιακά τους ακροατήρια δεν ανήκαν στην κατηγορία των φανατικών που διακρίνονταν για τον κομματικό πατριωτισμό τους, αλλά παρ’ όλα αυτά συνιστούσαν δυναμικά κοινωνικά ρεύματα που τα έφερναν και τα διατηρούσαν στην εξουσία συχνά προς μεγάλη έκπληξη των πιο θορυβωδών αντιπάλων τους κυρίως χάρη στην επιρροή που ασκούσαν εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα παλαιοκομματικού χαρακτήρα.

Μόνο που τα τελευταία χρόνια οι συμπεριφορές της σιωπηρής πλειοψηφίας υιοθετούνται σε διαρκώς μεγαλύτερη κλίμακα από ένα ευρύτερο σύνολο ψηφοφόρων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ψευδής εντύπωση ότι μειώνεται ραγδαία ο θορυβώδης πολιτικός φανατισμός, ενώ στην πραγματικότητα αναπτύσσεται με άλλες μορφές στο περιθώριο ένας νέος, κατά πολύ πιο διαβρωτικός των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται για φαινόμενο που είναι αδύνατο να κατανοηθεί και να αντιμετωπιστεί, αν δεν συσχετιστεί με την πρωτοφανή κρίση εμπιστοσύνης μέσα στην οποία πλέον βυθίζονται οι πολιτικές σχέσεις σε μια χώρα όπου είναι αλήθεια ότι ο ατομισμός καταλύει καθημερινά ιδεολογικούς δεσμούς που κάποτε αποτελούσαν τους συνεκτικούς ιστούς της κοινωνίας των πολιτών.

Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής.