Από το ’16 που η Δύση μπήκε στον αστερισμό του εθνολαϊκισμού εντάθηκε η αποσύνδεση της γλώσσας από τα πράγματα. Ο Τραμπ κραυγάζει ότι κέρδισε τις εκλογές που έχασε. Ο Πούτιν ονομάζει τους Ουκρανούς «ναζί», μετά «αδελφό λαό» και μετά καταστρέφει τις πόλεις τους και δολοφονεί αμάχους. Απαγορεύει να λέγεται ο πόλεμος «πόλεμος» και φυλακίζει χιλιάδες. Τώρα θα χρειαστεί να φυλακίσει και τον εαυτό του γιατί του ξέφυγε και του ίδιου η κακιά λέξη.

Στην Ουκρανία, μας πληροφορεί, επιτέθηκε η Δύση. Οταν το ΝΑΤΟ ήταν, κατά την αθάνατη ρήση του Μακρόν, «εγκεφαλικώς νεκρό», η εισδοχή της Ουκρανίας συναντούσε άρνηση, και οι ευρωπαϊκές χώρες συναγωνίζονταν ποια θα γυαλίσει καλύτερα τις μπότες του Πούτιν για να απολαύσει τα αέριά του. Και όταν η μεγαλύτερη ναζιστική οργάνωση στον πρώην σοβιετικό χώρο δεν είναι η κυβέρνηση του εβραίου Ζελένσκι, αλλά ο μισθοφορικός συρφετός της Wagner.

Στην ελληνική κοινή γνώμη είναι βαθιά η διείσδυση αυτής της ψευδολογίας. Κομματικές ηγεσίες αποδοκιμάζουν με σφιγμένα δόντια την εισβολή, σπεύδοντας αμέσως να κατακεραυνώσουν τις «δυτικές προκλήσεις» που δήθεν την προκάλεσαν. Στο συνέδριο «ριζοσπαστικού» κόμματος το ακροατήριο αντέδρασε με παγερή σιωπή στις χλιαρές επικρίσεις της Ρωσίας, αλλά με επευφημίες στα μαστιγώματα του ΝΑΤΟ. Στην πανήγυρη της νεολαίας του δέσποζαν γιγαντοθόνες με τον Πούτιν και λεζάντα τη γνωστή χαμερπή βρισιά κατά του πρωθυπουργού, γραμμένη μάλιστα με κυριλλικά γράμματα.

Το ’23 είναι μια ανελέητα εκλογική χρονιά. Οι εκλογές στην Ελλάδα είναι ρητορικές προσομοιώσεις εμφυλίου. Η πόλωση είναι έντονη, αλλά τεχνητή. Δεν προέκυψε τους τελευταίους μήνες. Είναι η πάγια τακτική των χαμένων του ’19. Λίγες μέρες μονάχα από εκείνες τις εκλογές κάποιος αυλοκόλακας του κ. Τσίπρα, υποδυόμενος τον αμερόληπτο σχολιαστή, πληροφορούσε το διεθνές κοινό από τους «New York Times» ότι στην Ελλάδα είχε μόλις συντελεστεί η παλινόρθωση της δικτατορικής δεξιάς. Ποιο παρασκήνιο ξεκλείδωσε τις επτασφράγιστες στήλες της κλεινής εφημερίδας για τον παντελώς άγνωστο φωστήρα είναι μυστήριο που κάποτε πρέπει να ερευνηθεί.

Εκτοτε μια κυβέρνηση με επιτυχημένες μεταγραφές από το ΠαΣοΚ και το Ποτάμι, με ισχυρή επιρροή στους κεντρώους και μισούμενη από την οπισθοδρομική δεξιά καθυβρίζεται ως αστυνομικό καθεστώς. Βρήκαν το θράσος ακόμα και να ονομάσουν «Ιμπραΐμ» τον πρωθυπουργό. Η παρονομασία είναι ο εαυτός τους. Βάφτιζαν την πρωτόγονη ακροδεξιά με την οποία συγκυβερνούσαν «κόμμα του κέντρου». Και το τρίτο μνημόνιο που μας φόρτωσαν και τον επακόλουθο στραγγαλισμό των μεσαίων στρωμάτων «τέλος των μνημονίων». Η κριτική στη σημερινή κυβέρνηση επιβάλλεται. Ομως το τυφλό προσωπικό μίσος δεν είναι πολιτική, είναι ψυχοπάθεια.

Η έννοια που διαστρέφεται εσχάτως είναι η «προοδευτική κυβέρνηση». Εννοούν μια κουρελού μπαλωμένη πρώτα από το ανεκδιήγητο άτομο που οργάνωσε την άτακτη χρεοκοπία της χώρας το ’15 και σχεδόν κατάφερε την αποβολή της από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Επειτα, από κάποιους νεο-ανδρεϊκούς, που ξέχασαν την καθύβρισή τους ως δωσιλόγων και μερκελιστών από τους σημερινούς αγαπητικούς τους και με αηδή μικροπρέπεια φορτώνουν τις ατιμίες των δικών τους μεγαλοστελεχών στην… κυβέρνηση. Και τέλος από την τυχοδιωκτική παρέα της «πρώτης φοράς», που εξακολουθεί να έχει κορώνα της το εφιαλτικό ’15 (όπως έδειξε η πανηγυρική δοξολογία του «όλου Σύριζα» με αφορμή το βιβλίο του Ευκλείδη Τσακαλώτου), υπονόμευσε κάθε μέτρο για τον περιορισμό της πανδημίας και υπέθαλψε την αντιεμβολιαστική φρενοβλάβεια. Θα πρότεινα και τους οσφυοκάμπτες του κυρίου Γκάζπρομ.

Μια τέτοια σύμπραξη με ρεβανσιστική ατζέντα για την ακύρωση και των δειλών αλλαγών που έφερε η σημερινή κυβέρνηση ιδίως στον τομέα της παιδείας, μόνο «προοδευτική» δεν θα ήταν. Θα ήταν πέρα για πέρα αντιδραστική.